Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης
Του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ»
και της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών
Σε αμέσως προηγούμενο κείμενο μου, μιά αναφορά στους πρωτομάστορες του ποιητικού λόγου, στην αμέσως μετεπαναστατική Ελλάδα η οποία αναζητούσε εναγωνίες την ταυτότητα της και διαμέσου των γραμμάτων, αναφέρθηκε ως εντελώς γενικά στην προσπάθεια εκείνων των πρωτοπόρων, οι οποίοι έδρασαν σε εποχές τόσο μακρινές απο την δική μας, με μέσα πρωτόλεια μα με διάθεση να διαμορφώσουν ένα πολιτιστικό πρόσωπο όπου θα μπορούσε να σταθεί αξιοπρεπώς στον νέο κόσμο που έρχονταν.
Η αναφορά μου αυτή, είχε το περισσότερο τον χαρακτήρα μιάς ηθικής υποχρέωσης προς όλους εκείνουν οι οποίοι σήμερα είναι στην πλειοψηφία τους λησμονημένοι και η μοναδική αναφορά στο όνομα τους, συμβαίνει είτε απο σημερινούς μελετητές της εποχής τους, είτε απο κάποιους ανθρώπους ως ο υποφαινόμενος, ο οποίος τους θεωρεί πολύ σηαντικούς όσον αφορά την διαμόρφωση της έννοιας του ποιητικού λόγου, σε μιά χώρα η οποία έχει χάσει απο πολύ καιρό τον δρόμο της (αν και ποτέ ακολούθησε έναν δικό της δρόμο, είναι η πικρή αλήθεια) στα λογοτεχνικά πράγματα με ύστατη και τρομερή συνέπεια, την σχεδόν αποστροφή της μεγάλης μερίδας του λαού μας για όλα αυτά που ονμάζουμε νεοελληνικά γράμματα.
Μπορεί όλοι αυτοί λοιπον σήμερα και λόγω του εμποδιου της γλώσσας που χρησιμοποίησαν, να παραμένουν στις σκονισμένες προθήκες βιβλιοθηκών και να αποτελούν σχεδόν μουσειακό αντικείμενο μελέτης και έκθεμα εντελώς ξένος με τις δικές μας παραστάσεις, όμως τούτο δεν συμβαίνει (τουλάχιστον σε αυτόν τον βαθμό) με την νέα Αθηναΐκή σχολή. Όσους δηλαδή λογοτέχνες έγραψαν και έδρασαν ποικιλοτρόπως επηρεάζοντας και το κοινωνικό γίγνεσθαί της εποχής τους, εξάλλου οι περισσότεροι είναι και γέννημα της εποχής τους με τις τόσες αλλαγές απο τα 1880 ως και τις απαρχές του προηγούμενου αιώνα με κύριο εκπρόσωπο και “γενάρχη” τον Κωστή Παλαμά.
Το με διαφορά φάσης ως μεταγγίστηκε απο την Ευρώπη, κίνημα του Ρομαντισμού ήδη απο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, πέφτει σε μιά βαθύτατη παρακμή, υφολογικά, θεματολογικά, μορφωλογικά και γενικότερα ποιοτικά σε σημείο ώστε οι ίδιοι οι ποιητές της πρώης εκείνης σχολής οι πριν τα 1880, να εμπαίζουν το κατάντημα της ποίησης. Όλα τούτα τα οποία συντελούνται στα νεοελληνικά γράμματα, μαζί με την δυναμική όπου αναπτύσει η δημοτική γλώσσα έναντι της καθαρεύουσας, κάτι που θα καταλήξει στο περίφημο “γλωσσικόν ζήτημα”, καταδυκνείουν εμφανώς πως η αλλαγή, ο συντονισμός με την κοινωνία εκ μέρους των λογίων αποτελεί οχι μόον μιά αδιόρατη ηθική υποχρέωση, αλλά και ένα επιβαλλόμενο εκ των συνθηκών, καθήκον.
Πέρα λοιπόν απο το μεταβατικό εκείνο στάδιο όπου ο ποιητικός λόγος περνά απο την καθαρεύουσα στην δημοτική και αυτό αντικατοπτρίζεται και στην λογοτεχνική παραγωγή της εποχής, έρχεται ο καιρός όπου ο νέος αυτός φέρελπις “θίασος” των λογίων των μετά το 1880, έρχεται για να επιβληθεί στα γράμματα και να απλώσει τον ποιητικό λόγο στην μεγάλη κοινωνία με όργανο του, την δημοτική γλώσσα.
Γλώσσα κατανοητή, εύληπτη απο τον λαό, μιά κατάσταση που θα έλεγε κανείς γεφυρώνει το χάσμα αναμεταξύ πνευματικών ανθρώπων και απλών ανθρώπων της καθημερινότητας,
και τότε ένας κοινός κώδικας επικοινωνίας αρχίζει να αναπτύσεται, ο οποίος τόσο λείπει στις μέρες μας και συντελλεί πάρα πολύ στην πολιτισμική ασυνέχεια που παρατηρείται και σήμερα. Ιδιαιτέρως θα έλεγε κανείς, σήμερα.
Η χορεία λοιπόν, όλων εκείνων των σημαντικών μορφών του Παλαμά, του Δροσίνη, του Σουρή βεβαίως, του Πολέμη μα και πόσων άλλων σημαντικότατων ποιητικών φωνών εκείνης της δεύτερης εποχής που τέμνει και καθορίζει τον ποιητικό λόγο στην Ελλάδα, η εποχή της πνευματικής της ενηλικίωσης θα έλεγε κανείς παρασταίνοντας την ιστορική αυτή περίοδο με την ζωή ενός και μόνον ανθρώπου, χαράζει βαθύτατα στην συλλογική ψυχή και καθορίζει δίχως καμιά αφμιβολία τον ορισμό του τι μπορεί να σημαίνει ποίηση για μια χώρα και μια κοινωνία.
Οι ποιητές εκείνης της συγκεκριμένης γενιάς, έρχονται για να μείνουν. Δεν αποτελούν μοναχικούς στοχαστές που προσπαθούν σε μιά γλώσσα σχεδόν μη αντιληπτή απο τον πολύ κόσμο να περάσουν τα όποια μηνύματα τους, αλλά τουναντίον με την δημοτική ως κύριο όπλο και γλωσσικό όργανο τους μα και με το μεγάλο τους ταλέντο, καθοδηγούν , διδάσκουν, περιγράφουν συναισθήματα, οραματισμούς κοινωνικούς και πατριωτικούς, χαμογελώντας με ύφος σκωπτικό, στην ανωριμότητα και την γελοιότητα του καιρού τους που όπως σε κάθε εποχή ενυπάρχει εντός της κοινωνίας και γενικώς προσδίδουν στην κορώνίδα της λογοτεχνικής έκφρασης που θεωρώ πάντοτε την ποίηση, την αξία και την σημασία που θα πρέπει να έχει για όλους και κυρίως τους αναγνώστες – δέκτες, την θέση που της αξίζει.
Έτσι δημιουργούνται αριστουργήματα γραμμένα σε καθαρή δημοτική.
Έτσι περνιέται το σαφές μήνυμα πως η λογοτεχνία και ιδιαίτερα η ποίηση, δεν είναι προνόμιο των λίγων, αλλά απόλαυση των πολλών, έτσι ο λαός βρίσκει τον ακριβή εκφραστή του σε οτι θα ήθελε να πεί ο ίδιος αλλά είτε δεν μπορεί να το εκφράσει, είτε δεν μπορεί ίσως ακόμη ακόμη και να το διανοηθεί. Και είναι αλήθεια πως εκείνη η δεύτερη σχολή για τον ποιητικό λόγο στην αμέσως μετεπεναστατική Ελλάδα, είναι μία απο τις μοναδικές στιγμές όπου ο λαός και το πνεύμα συνταυτίζονται, η μεταξύ τους διαφορά κατανοήσεως και συναντιλήεψεως γεφυρώντεται στέρα και δίχως καμά αμφιβολία. Και ίσως αυτό πέρα απο την όποια αριστουργηματική όντως γραφή, είναι και θα είναι το κυρότερο επίτευγμα όλης αυτής της γενιάς των νέων τότε λογοτεχνών οι οποίοι δίδαξαν ήθος, ευπρέπεια έκφρασης, μεγαλοσύνη και επιβλήθηκαν με την αξία τους η οποία μόνον ως δεδομένη δύναται να θεωρείται
Αργότερα δυστυχώς τούτο το αγεφύρωτο κενό θα επανέλθει. Ο λαός θα ξεχωρίσει απο το πνεύμα και πάλι στις επόμενες δεκαετίες και ιδιαίτερα σήμερα η λεγόμενη θολοκουλτούρα θα έρθει να θολώσει έτι περαιτέρω τα νερά μιάς κατάστασης βαλτώδους εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ιδιαιτέρως στα ποιητικά μας πράγματα. Κατάστασης η οποία συμπεριφέρεται στον λαό ως “πλέμπα” η οποία αδυνατεί να κατανοήσει τα δήθεν βαθυστόχαστα νοήμτα των δήθεν πνευματικών ανθρώπων. Και είναι τούτη η μεγάλη μας ευθύνη στην οποίαν επιμένω πάντα με μιά τάση σχεδόν εμμονική. Το πως θα επαναγεφυρώσουμε και θα πληρώσουμε, το πολιτισμικό μας κενό με όσους δεν γράφουν και όσους δεν διαβάζουν.
Διότι αυτό που θα πρέπει να απασχολεί όλους εμάς που γράφουμε και που διαβάζουμε στις μέρες μας, δεν είναι όσοι μας διαβάσουν, και μας ακούνε στις ολιγάριθμες συνήθως παρουσιάσεις των βιβλίων μας και στις μικρές ομηγύρεις των ανθρώπων που μας ακολουθούν, αλλά οσοι δεν μας διαβάζουν και δεν μας παρακολουθούν επουδενί λόγο. Και γιατι δεν μας διαβάζουν.
Όσοι εκ των πνευματικών ανθρώπων του σήμερα αναζητούν πράγματι ειλικρινείς απαντήσεις σε τούτο το πολιτισμικό μας χάσμα, ας ψάξούν πίσω στην λογοτεχνική μας ιστορία, το τι έπραξαν και το πως κινήθηκαν όλα τούτα τα φωτεινά μετέωρα της νέας Αθηναΐκης σχολής.. Ίσως εκεί να υπάρχει το κλειδί που να ξεκλειδώνει τα προβλήματα των καιρών μας όσον αφορά το βαθύτατο λογοτεχνικό τέλμα στο οποίο έχουμε καταπέσει, πρωτίστως εμείς οι δήθεν πνευματικοί άνθρωποι του καιρού μας, οι οποίοι δυστυχώς, δυστυχέστατα, ουδεμία σημασία φαίνεται να έχουν για την μεγάλη μας κοινωνία.