Σκληρός, γοητευτικός και αυτοδίδακτος, ο Μπαρτ Λάνκαστερ υπήρξε ένας από τους εμβληματικότερους ηθοποιούς του Χόλυγουντ, ο οποίος σφράγισε με τις ερμηνείες του μια ολόκληρη κινηματογραφική εποχή.
Γεννημένος στις 2 Νοεμβρίου 1913 στη Νέα Υόρκη, ο Μπαρτ Λάνκαστερ ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά μιας οικογένειας με ιρλανδοαγγλική καταγωγή. Η οικογένεια ζούσε κάτω από πολύ δύσκολες οικονομικές συνθήκες, στο φτωχό προάστιο του Χάρλεμ, αναγκάζοντας ακόμη και τα παιδιά από πολύ μικρά να δουλεύουν. Ο Λάνκαστερ έκανε πολλές δουλειές, από γυάλισμα παπουτσιών και πώληση εφημερίδων ως φτυάρισμα χιονιού, εργασίες οι οποίες δεν του ανέκοψαν τη δίψα του για μάθηση και νέες γνώσεις Στο σχολείο ήταν αρκετά καλός μαθητής και μανιώδης αναγνώστης βιβλίων, φτάνοντας, μάλιστα, κάποια στιγμή να έχει διαβάσει όλα τα βιβλία της σχολικής βιβλιοθήκης.
Το 1930, και λίγο πριν να ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές του, η οικογενειακή τραγωδία τού χτύπησε την πόρτα, όταν η μητέρα του πέθανε από νεφρική ανεπάρκεια, με τον ίδιο, παρόλα αυτά, την επόμενη χρονιά να καταφέρνει να μπει στη Γυμναστική Ακαδημία του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, όπου, όμως, τα παράτησε σε σύντομο χρονικό διάστημα, για να ενταχθεί σε τσίρκο και να γίνει ακροβάτης, έναντι του ποσού των τριών δολαρίων την εβδομάδα.
Η καριέρα του ως επαγγελματίας ακροβάτης δεν διήρκησε πολύ καιρό, παρά μόνο έξι χρόνια,
όταν έπειτα από έναν σοβαρό τραυματισμό στο χέρι αναγκάστηκε να αποχαιρετήσει μια για πάντα την καριέρα του στο τσίρκο και να κάνει μια σειρά από άλλες δουλειές για τα προς το ζην. Το 1942 κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό, όπου υπηρέτησε στην υπηρεσία ψυχαγωγίας των οπλιτών, έναν τομέα που αποσκοπούσε στη διασκέδαση των στρατευμένων και την παροχή μιας σειράς δραστηριοτήτων για τον ελεύθερο χρόνο τους. Εκεί, ο Λάνκσαστερ ξεδίπλωσε όλο του το ταλέντο, ξεκινώντας από αθλητικές δραστηριότητες και καταλήγοντας σε ξεκαρδιστικά σκετσάκια, τα οποία έγραφε, σκηνοθετούσε και ερμήνευε μόνος του.
Αφορμή για την είσοδό του στον χώρο του θεάματος υπήρξε μια τυχαία επίσκεψη στο ραδιόφωνο του ABC, όπου πήγε για να συναντήσει τη δεύτερη γυναίκα του, τη Νόρμα Άντερσον.
Τότε, ένας άντρας που συνάντησε στο ασανσέρ τον ρώτησε αν ήταν ηθοποιός και λίγη ώρα αργότερα τηλεφώνησε στο γραφείο της Άντερσον για να τον ρωτήσει, αν ενδιαφερόταν να περάσει από οντισιόν για το θεατρικό έργο «A Sound of Hunting».
Η οντισιόν ήταν άκρως επιτυχημένη κι ο Λάνκαστερ πήρε τον ρόλο για το θεατρικό έργο, ενώ λίγο καιρό αργότερα, το 1946, εξασφάλισε και συμβόλαιο με εταιρία παραγωγής για δυο ταινίες τον χρόνο, γεγονός που τον ανάγκασε να μετακομίσει στην ηλιόλουστη Καλιφόρνια.
Η πρώτη ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε έγινε σχεδόν αμέσως εισπρακτική επιτυχία, με τον ίδιο να δηλώσει στην πρεμιέρα της: «Ξύπνησα μια μέρα και ήμουν σταρ. Ήταν τρομακτικό».
Μετά από μια σειρά ρόλων, στους οποίους ενσάρκωνε πάντα τον σκληροτράχηλο, αλλά γοητευτικό άντρα, ο Λάνκαστερ εμφανίστηκε στην ταινία «Come Back, Little Sheba» στον ρόλο ενός μεσόκοπου αλκοολικού, δηλώνοντας αργότερα πως μετά από αυτή την ταινία ξαφνικά άρχισαν να τον βλέπουν ως σοβαρό ηθοποιό, ενώ την επόμενη χρονιά, το 1953, έκανε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες ερμηνείες του: αυτή του Milton Warden στην ταινία «From Here To Eternity».
Η ταινία έκανε πάταγο, σημειώνοντας ρεκόρ εισπράξεων για την Columbia Pictures, ενώ και ο ίδιος ο Λάνκαστερ απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και έφτασε να είναι υποψήφιος για Όσκαρ Α’ Ανδρικού ρόλου, ένα βραβείο, το οποίο θα κερδίσει λίγα χρόνια αργότερα για τον ρόλο τού Elmer Gantry στην ομώνυμη ταινία.
Η δεκαετία του 1960 υπήρξε αρκετά τραυματική για τον Λάνκαστερ, καθώς από τη μια έχασε τον πολυαγαπημένο του πατέρα, με τον οποίο ζούσαν στο ίδιο σπίτι κι από την άλλη το σπίτι του κάηκε σε μια τεράστια πυρκαγιά, που άφησε απανθρακωμένα περισσότερα από τετρακόσια πενήντα σπίτια στο Μπελ Ερ, ενώ, παράλληλα, τα προβλήματά του με το αλκοόλ και την κατάθλιψη ήταν αρκετά φανερά.
Για πολλά χρόνια, οι ταινίες στην οποίες εμφανιζόταν δεν σημείωναν εισπρακτική επιτυχία, παρά τις δικές του ερμηνείες. Στα τέλη του 1979, βέβαια, ο Λάνκαστερ ανέλαβε τον ρόλο ενός μαφιόζου στην ταινία «Atlantic City», έχοντας συμπληρώσει το εξηκοστό έκτο έτος της ηλικίας του, μαγεύοντας κοινό και κριτικούς κι αποσπώντας βραβείο BAFTA καλύτερου ηθοποιού.
Τον Νοέμβριο του 1990 και σε ηλικία εβδομήντα επτά ετών υπέστη βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο τον άφησε παράλυτο και με περιορισμένη ομιλία.
Πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα από καρδιακό επεισόδιο, το 1994, λίγες μέρες πριν τα γενέθλιά του, στις 20 Οκτωβρίου.
Εκτός από το κινηματογραφικό του στίγμα, ο Λάνκαστερ ήταν γνωστός για τις ακτιβιστικές του δράσεις, τον αγώνα του κατά του στιγματισμού των ασθενών από AIDS, αλλά και για την αρωγή που προσέφερε σε συναδέλφους του, ιδιαίτερα κατά τα δύσκολα χρόνια της Μακαρθικής εποχής. Το 1947, όταν η Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Ενεργειών κλήτευσε τριάντα τέσσερις παράγοντες του Χόλιγουντ για φερόμενες σχέσεις με τον κομμουνισμό, τον οποίον αποκαλούσαν «κόκκινη απειλή», ο Λάνκαστερ με δική του πρωτοβουλία συνέστησε αντίστοιχη επιτροπή διαμαρτυρίας για τις διώξεις, αποδεικνύοντας για πρώτη φορά την απρόσκοπτη αφοσίωσή του στην πίστη για τις πολιτικές ελευθερίες. Σύμφωνα με τον φίλο του, επίσης, ηθοποιό Tony Curtis, μάλιστα, ο Λάνκαστερ είχε την ψυχή ενός Έλληνα φιλοσόφου, με αίσθηση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι.