/Μικρό Διήγημα: Το ρολόι (Κωνσταντίνος Μανίκας)

Μικρό Διήγημα: Το ρολόι (Κωνσταντίνος Μανίκας)

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας

Μεσημεράκι. Έχεις γυρίσει στο σπίτι, απηυδισμένος από την ανθρώπινη ηλιθιότητα. Στα 67 σου, το μέσα εκλιπαρεί να ξαναγυρίσεις στη δουλειά. Δεν έχει ούτε ένα δίμηνο που έλαβε την πρώτη χρηματική επιβεβαίωση της εργασιακής “απόσυρσης”. Το σώμα σου και το μυαλό σου αντέχει καλύτερα την οκτάωρη καταπόνηση, στην πράξη τουλάχιστον δεκάωρη, τις υπερωρίες και τις απρόβλεπτες εφημερίες.

Χίλιες φορές προτιμότερη από τη δίωρη ταλαιπωρία της ακατάσχετης πολυλογίας όσων αποδέχτηκαν τη θέση τους ως απόμαχοι της ζωής και προσάρμοσαν σκέψη και λόγο σε μια ανύπαρκτη ηλικιακή ραστώνη. Μια εσωτερική πάλη με τον προσωπικό δυνάστη που ραπίζει καθημερινά την κάποτε ανυπόταχτη ψυχή. Κι αυτή βαριανασαίνει αλλά γυρίζει και το άλλο μάγουλο. Συνειδητά θύμα παρά θύτης.

Το ζεσταμένο χθεσινό φαγητό άφηνε στη γλώσσα μια γεύση ναφθαλίνης. Παροπλισμένο κακέκτυπο του αρχικού δημιουργικού μεγαλείου. Προσαρμοσμένο, φαίνεται, στις βαλτώδεις συνταξιοδοτικές συνήθειες.

Ο οξύς τηλεφωνικός διατάραξε την υπαρξιακή υπνοβασία. Ποιος διάολος είναι πάλι; Από εταιρεία ταχυμεταφορών. Σας φέραμε το δέμα που περιμένατε. Μα δεν περίμενε καμιά αποστολή. Αλάφρωσε διστακτικά το σύρτη. Τόσα γίνονται σκέφτηκε. Έτρεμε στην πιθανότητα να βρεθεί νεκρός μετά από μέρες, εγκαταλελειμμένος μέσα στο αίμα του, χυμένο άτακτα στο γρανιτένιο χολ από τη βίαιη παραβίαση της ιδιωτικότητας του.

Υπέγραψε ηλεκτρονικά, παρέλαβε το μικρό, μυστηριώδες κουτί, αφού ο αεικίνητος νεαρός τον διαβεβαίωσε ότι ανήκει στον ίδιο. Το πιστοποιούν όλα τα παραστατικά, επέμενε. Είδε το άγνωστο όνομα του αποστολέα, από μια γειτονιά της πόλης που δεν είχε επισκεφθεί ποτέ.

Έψαξε για το νούμερο της μεταφορικής. Επικοινώνησε μαζί τους ζητώντας παραπάνω στοιχεία. Κάτι που να τον πείσει ότι δεν έγινε λάθος, ότι δεν υπήρξε συνεπωνυμία ή κάποια εσφαλμένη συνεννόηση. Κάτι που θα τον βοηθούσε να εντοπίσει στο νου του το άτομο. Τίποτα. Χαμένος κόπος. Μπερδεύτηκε περισσότερο. Όλα είχαν γίνει με κάθε τυπικότητα.

Αποφάσισε να ψάξει στα μέρη της διεύθυνσης. Να χτυπήσει το κουδούνι με το όνομα. Να ζητήσει εξηγήσεις, να στριμώξει τη μνήμη του να κάνει κάποιον χρήσιμο συνειρμό.

Την επόμενη μέρα, μετά το καθιερωμένο άνοστο γεύμα, ακολούθησε τη διαδρομή προς την εξακρίβωση της άγνοιας. Κανένα τέτοιο, έστω παρόμοιο, επίθετο δεν υπήρχε στην υποτιθέμενη πηγή του “κακού”. Ρώτησε στο απέναντι περίπτερο, σε κάνα δυο παράπλευρα μαγαζιά. Κανείς δεν γνώριζε κάτι. Παντελώς αδιάφοροι στο άκουσμα του ονόματος.

Πριν πάρει το δρόμο του γυρισμού, απογοητευμένος και φορτωμένος με άλυτες απορίες, περπάτησε για μερικά λεπτά στον κεντρικό δρόμο, δυο στενά πιο κάτω. Πέρασε μπροστά από βιτρίνες εμπορικών καταστημάτων, στερημένες κάθε έμπνευσης, ένα φαρμακείο, ένα πρακτορείο του ΟΠΑΠ, ώσπου απότομα τον κεραυνοβόλησε μια σκέψη καθώς ξεγλιστρούσε από τα απόνερα της μνήμης.

Το κοσμηματοπωλείο. Τώρα θυμήθηκε. Πριν δεκαριά χρόνια είχε φέρει σε αυτό το σημείο ένα παλιό ρολόι της γυναίκας του για επισκευή. Ένας συνάδερφος του το σύστησε ως ειδικό σε ρολόγια αντίκες και σπάνια, συλλεκτικά κομμάτια. Το είχε ένας σκυθρωπός υπερήλικας που έσκαγε ένα αμυδρό χαμόγελο ικανοποίησης μόνο όταν ανακάλυπτε το πρόβλημα στο μηχανισμό ενός ρολογιού και δήλωνε βέβαιος ότι διέθετε το ανταλλακτικό για να τον διορθώσει.
Είχε ξεχάσει εντελώς ότι όταν, λίγες μέρες αργότερα, πήγε να το παραλάβει τον εξυπηρέτησε η κόρη του. Μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα, γύρω στα σαράντα, με πλατύ χαμόγελο που σώπαινε μόνο για όσο διαρκούσε όσο εκτυπώνονταν η απόδειξη στην ταμειακή μηχανή και επέστρεφε τα ρέστα στον πελάτη.

Θυμάται τον εαυτό του να χαζεύει ένα φινετσάτο γυναικείο ρολόι με μοντέρνα γραμμή, ισορροπημένου μεγέθους καντράν κι ένα σχετικά στενό καλοζυγισμένο μπρασελέ. Είχε έρθει η σειρά του κι αυτή βλέποντας τον αφοσιωμένο στη βιτρίνα, τον πλησίασε. “Εξαιρετικό κομμάτι. Θα σας κάνουμε μια καλύτερη τιμή”. “Σας ευχαριστώ αλλά η γυναίκα μου δεν πρόκειται να αποχωριστεί το ρολόι της, ούτε όταν αποδημήσει εις Κύριον”, της απάντησε. Έφυγε και το σκηνικό διαγράφηκε, όπως όλα όσα δεν μας αφήνουν μια πονεμένη γλύκα.

Ένα μήνα μετά, ο έρωτας της ζωής του, τον άφησε απροειδοποίητα. Εγκεφαλικό επεισόδιο σε αυτή την ηλικία, ποιος να το περίμενε; Το πήρε μαζί της το ρολόι, όπως και την ψυχή του. Ρολόι δεν ξαναφόρεσε ποτέ. Τον ενοχλούσε η τακτικότητα της κίνησης των δεικτών. Μια διαρκής υπενθύμιση της ματαιότητας…

Μπήκε στο πρώτο ταξί που πέρασε από μπροστά του και γύρισε σπίτι. Είχε αρχίσει να βραδιάζει. Η φάση της μέρας που ο ήλιος δείχνει ντροπιασμένος για τα πεπραγμένα του. Άνοιξε το μυστηριώδες δέμα. Το πήρε απόφαση πως του ανήκει. Μέσα του, αμπαλαρισμένο με προσοχή βρισκόταν ένα πανέμορφο γυναικείο ρολόι. Το ίδιο εκείνο ρολόι που ποτέ δεν αγόρασε…