/Μικρό Διήγημα: Το πουλάκι… (Κωνσταντίνος Μανίκας)

Μικρό Διήγημα: Το πουλάκι… (Κωνσταντίνος Μανίκας)

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, συγγραφέας

Του άρεσε να τριγυρίζει καθημερινά στην κεντρική αγορά. Τι κι αν δεν διέθετε τα χρήματα για να αποκτήσει κανένα από τα λαχταριστά εδέσματα που περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου σαν καλειδοσκόπιο; Δεν θυμόταν πια, πότε υπήρξε χορτάτος ή νηστικός, γελαστός ή δυστυχής, δικός τους ή δικός μας.

Δεν ήταν από εκείνους που απέφευγαν να βρίσκονται κοντά στον πειρασμό.

Προτιμούσε να ικανοποιούνται έστω μερικές από τις αισθήσεις κι ας μην ολοκληρωνόταν ποτέ η εμπειρία. Η όραση να γεμίζει με τις διαπλεκόμενες αποχρώσεις. Η όσφρηση να λικνίζεται στους ρυθμούς των πολύπλοκων αρωμάτων.

Η μισή χαρά είναι όντως, καμιά φορά, το σημείο καμπής.

Ή προχωράς πάνω στα καρφιά της επίγνωσης και πετυχαίνεις το στόχο σου, ή επιστρέφεις ταπεινωμένος στην αρχή του λαβυρίνθου. Εκείνη η μέρα υπήρξε το δικό του σημείο καμπής. Μόνο που αν τα πέλματά σου είναι ακόμη μαλακά για να αντέξουν τα καρφιά, δεν την γλιτώνεις την πρώτη πληγή. Όπως κι αν δεν έχεις καταγράψει την έως τότε διαδρομή του λαβύρινθου, δεν γλιτώνεις την αβλεψία της άγνοιας όταν σταθείς και πάλι στην αφετηρία.

Καθώς ένα ζευγάρι τουριστών γεύονταν καζάν ντιπί, μάλλον για πρώτη φορά, και περίμεναν να πάρουν σε πακέτο κάνα δυο ακόμα κομμάτια για να κορεσθεί η επίγευση σε βαθμό εθισμού, σαν παρθενικό, ατσούμπαλο σεξ, απλώνει το χέρι και με τη στιγμιαία επαφή με την απαλή κρούστα παθιάζεται σαν να ένιωσε επιτέλους τι σημαίνει έρωτας.

Άρπαξε ακαριαία ένα κομμάτι γλυκό κι άρχισε να κατηφορίζει με μανιασμένη ορμή τον δρόμο που κατέληγε στα ριζά ενός τσιμεντένιου λοφίσκου, στην κορυφή του οποίου λειτουργούσε το καινούριο δημοτικό αθλητικό κέντρο.

Με το που έφτασε λαχανιασμένος στα κάγκελα που όριζαν το πλαίσιο του μικρού κολυμβητηρίου, “ναρκώθηκε” από το βουητό των παιδικών φωνών.

Λεπτές καμπανίτσες χαράς, σε άτακτη αλληλουχία, προσέφεραν την ηχώ του Θεού στον ανέφελο ουρανό.

Αφαιρέθηκε τόσο, ώστε μόνο όταν το γρύλισμα δύο ανδρικών φωνών σπίλωσε τη φυσική αρμονία, συνειδητοποίησε ότι ο μαγαζάτορας κι ο βοηθός του είχαν μετατραπεί σε διώκτες κι απείχαν λιγοστά ανηφορικά βήματα από το στόχο τους. Κι αν ο ευτραφής ζαχαροπλάστης είχε αποκάμει κι άπλωνε την παλλόμενη γλώσσα του σαν αποστακτήριο ανάσας, ο “παραγιός” κράδενε τον μπαλτά ως άλλος Βίκινγκ έτοιμος να συντρίψει τον κατακτητή.

Ίσα που πρόκαμε να πηδήξει τον φράχτη με ένα απρόσενο σάλτο και να κρυφτεί κάτω από το νερό, κολλημένος στη γωνιά της πισίνας, χωνεύοντας την ταχυπαλμία του. Οι διώκτες περπατούσαν αβέβαια ψάχνοντας ένα σημάδι του. Σύντομα τον πρόδωσαν οι μπουρμπουλήθρες που ξεπροβάλλαν μόλις τα πνευμόνια του ξέσπασαν τον καταπιεσμένο αέρα.

Κατευθύνθηκε σβέλτα προς τα δέντρα που σκίαζαν το κολυμβητήριο και γραπώθηκε από το πρώτο κλαρί.

Οι αναιμικοί του μυς ανταποκρίνονταν οριακά στο δυσανάλογο έργο που απαιτούσε η αναρρίχηση. Το χάρτινο σακουλάκι με τη δέηση στην αμαρτία της ζαχαρένιας απόλαυσης πετάχτηκε πλάι στη ρίζα. Δεν τη χρειαζόταν πια…

Οι διώκτες πλησίασαν με αργές δρασκελιές το δενδροφυτεμένο σημείο, βέβαιοι για την αιχμαλωσία του εγκληματία. Μα σαν ταρακούνησαν γερά κάμποσα κλαδιά και σκούντησαν επανειλημμένα μερικούς κορμούς, δεν διέκριναν κανένα ίχνος του παιδιού. Ένα πουλάκι μόνο τεντωσε τα γκριζωπά φτερά και αλάργεψε, με συγχρονισμένα πηδηματάκια, τιτιβίζοντας χαρωπά με το ρυθμό της αποκάλυψης της μιας και μονής χαράς.