Της Λευκοθέας Μαρίας Γκολγκάκη
«Τι είδες εκεί που ταξίδεψες;», ρώτησε ο Δάσκαλος το μαθητή όταν επέστρεψε από την περιπλάνηση του στους Κοινούς Τόπους. Μακριά, πέρα από τα λιβάδια και τις πηγές με το καθάριο νερό, εκεί που εκτείνεται η κοιλάδα των άγριων θηρίων. Περιπλανήθηκε κι ο ίδιος, αιώνες πάνε τώρα, μόνο που δεν ήθελε πια να ξαναδεί αυτά που μάτια δεν αντέχουν. Τα φύλαξε σφιχτά μες στην καρδιά του γιατί τον ‘καναν πιο σοφό κι ας κινδύνεψε χίλιες φορές κι άλλες τόσες να γίνει ένα με τα θηρία.
«Εσύ, πως αντιστάθηκες; Γιατί οι τόποι εκείνοι βρωμεροί, σιχάματα είναι, μουντζούρες πάνω στον πίνακα που ζωγράφισε ο Θεός για τους αγγέλους. Από την ίδια την μπογιά όλα καμωμένα, όμως, είδες; Αυτά μουντζούρες γίνηκαν, θαρρείς σβηστήκαν, αλλά μένουν πάντα στον καμβά να του θυμίζουν πως και στο τελειότερο ακόμη δημιούργημα του, η ασχήμια θα υπάρχει.»
Διακόσια χρόνια περιπλανήθηκε ο μαθητής διακανονίζοντας την αγάπη. Το δέρμα του τώρα τραχύ, τα χέρια του ροζιασμένα σαν από τον κάματο, ένα ξερακιανό κουφάρι. Τα μάτια του, όμως, ήτανε αλλιώς. Δυο κρυστάλλινες σφαίρες που ανέδυαν φωτιά. Δεν κατάλαβε ίσα με τώρα, γιατί τους είπαν Κοινούς Τόπους. Κι αν χρειαζόταν να τους ονομάσει ξανά, αυτός θα τους έλεγε Θαύμα.
Ναι, είδε πολλά ,όχι σ’ αυτά που γύρευε αλλά σε όσα ήρθανε τυχαία. Γιατί η ομορφιά πάντα στο απρόσμενο φυλά και φανερώνεται μονάχα σαν σταματήσεις να την ψάχνεις. Αλλιώς θα κοροϊδεύεις τον εαυτό σου πως την αντίκρισες ενώ αυτό που υπήρχε μόνο ήταν η επιθυμία και η επιβεβαίωση πως δεν ξόδεψες απλά τον εαυτό σου.
Έγειρε πάνω σε ένα δέντρο και έκλεισε τα μάτια, αλλά τα όνειρα ταράζουνε τον ύπνο. Κι αυτός αποζητούσε να κοιμηθεί και να ξεχάσει. Οι δαίμονες όμως που είχε δει, μέσα του μπήκαν, αδύνατον να λησμονηθούν. Έτρεμε το κορμί του, τρανταζόταν όπως εκείνη τη μέρα που περπατούσε σε δρόμο στρωμένο από φίδια. Έμαθε αργότερα πως ήταν άνθρωποι κυριευμένοι από έκνομα πάθη, που μεταμορφώνονταν έτσι, σαν έπεφτε σκοτάδι. Κάποτε, πάλι, βρέθηκε σε μια πηγή και όταν άνοιξε τις χούφτες διψασμένος καθώς ήταν, αυτές γέμισαν όχι με νερό, μα με κάτι κόκκινο, που δεν ήταν άλλο από αίμα. Βάφτηκε ο τόπος από αυτό όταν τα θεριά πόλεμο ανοίξαν μεταξύ τους. Και κάθε που τραντάζονταν από αυτές τις θύμησες μπλεγμένες με όνειρο, το δέντρο που πάνω του είχε γύρει, άλλαζε μορφή. Η άλλοτε καταπράσινη φυλλωσιά του, ξερή τώρα.
Μα τον εφιάλτη τούτο, διαδέχθηκε ένα όνειρο άλλο. Και ήταν τέτοιο, ήρεμο, ήσυχο, που το πρόσωπο του γαλήνεψε μεμιάς. Ήρθαν άλλες εικόνες, οι ίδιες που τον είχαν κρατήσει εκεί διακόσια χρόνια. Γι’ αυτές επέμενε, αυτές του δώσαν έλλογο θάρρος για να μείνει, μαζί και περιέργεια. Πίστεψε πως εκείνη η αυγινή θα ξημερώσει. Γιατί μες στον κοπετό, υπήρχε αχνά ένα φως, που πάλευε με όλη του τη δύναμη να σταθεί ανάμεσα στις σκιές. Ήταν εκείνο το παιδί σε ένα σοκάκι, που έτρωγε με λαχτάρα τις φράουλες που του βαλε η μάνα του στα χέρια. Και σαν το φίλησε στο μέτωπο, εκείνο το φιλί που κρύβει μέσα του όλη την αγάπη της μάνας, μια μοσχοβολιά άνοιξης μπήκε στα ρουθούνια του μαθητή. Μια άλλη μέρα πάλι, είδε κορίτσια και αγόρια να παίζουνε κρυφτό μες στα χαλάσματα. Μα είχανε φτιάξει έναν δικό τους κόσμο στο μυαλό κι όπου πατούσανε, η γης μεταμορφώνονταν. Χορτάρι φύτρωνε εκεί που το μόνο που έβλεπες ήταν πέτρες κοφτερές. Το όνειρο αυτό του ‘φερε δάκρυ, χαράς ήταν κι όχι λύπης. Κύλησε από το πρόσωπο του κι έπεσε χάμω. Το πήρε η γης και πότισε μ’ αυτό το χώμα και το δέντρο ξανάγινε όπως ήταν πριν.
Τούτη την ιστορία είχε πλάσει στο μυαλό του κι έλεγε ο πατέρας στον γιό πριν κοιμηθεί τα βράδια. Όχι για να τον καθησυχάσει, μήτε για να τον αντρειέψει. Έτσι ήταν κάπως η ζωή κι έπρεπε με κάποιο τρόπο το παιδί να μάθει. Πως, δηλαδή, ο κόσμος εκεί έξω, μοιάζει συχνά μουντζούρα που όμως, όσο θολή κι αν είναι, ανάμεσα στα θεριά θα αντιληφθείς κι αγγέλους. Φτάνει η καρδιά σου να έχει σθένος για να αντέχει και εσύ να βλέπεις με αυτήν, όχι τα μάτια. Αυτά κερκόπορτα είναι που βρίσκουν αφύλαχτη, κίβδηλοι παλιάτσοι και ουτιδανοί. Μονάχα η καρδιά φεγγίζει το δρόμο της επιστροφής, σαν μπερδευτείς μέσα σε αυτούς που σκυλεύουν αξίες και στις αντινομίες του βίου. Εσύ, το νου σου πρέπει να χεις, μην χαθείς στις μαγγανείες κι έτσι χάσεις για πάντα τον εαυτό σου.