Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης
Απο τότε που πρωτοκατάλαβε το εαυτό του, αγαπούσε τις μοναχικές διαδρομές με το λεωφορείο. Οι συνεχείς εναλλαγές του τοπίου εκτός ή εντός της μικρής του πόλης, καθώς και οι εναλλαγές των προσώπων, οι περισσότεροι φυσικά του ήταν άγνωστοι, του έδιναν μιά αίσθηση ηρεμίας και του επέτρεπαν να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στον κόσμο των μοναχικών του σκέψεων.
Και ναι, ήταν εξαιρετικά μοναχικός, σε σημείο που κάποιος που δεν τον γνώριζε θα τον χαρακτήριζε σχεδόν ακοινώνητο και μισάνθρωπο. Όσοι τον γνώριζαν, αυτοί οι ελάχιστοι που όσο περνούσε ο χρόνος απο πάνω του, γίνονταν ολοένα και λιγότεροι, τον είχαν πλέον συνηθίσει κι αυτόν και τις περίεργες συνήθειες του. Έτσι λοιπόν χαρακτήριζαν οι πολλοί και τούτη του την υπερβολική αγάπη για τα μοναχικά ταξίδια με το λεωφορείο είτε της γραμμής, είτε κάποιο άλλο, αρκεί η διαδρομή του να διαρκούσε αρκετά, καμιά φορά και σχεδόν μισή μέρα, αν υπολογίσει κανείς στο ταξίδι αυτό και την επιστροφή στο σπίτι.
Μία λοιπόν εκ των ημερών, όπως κάθε φορά, σήκωσε το χέρι του εκεί στην στάση όπου περίμενε και σταμάτησε ένα λεοφωρείο που σχεδόν δεν πρόσεξε το ποιό ήταν. Μπήκε μέσα και το βρήκε σχεδόν άδειο και έκανε πραγματικά πολύ ώρα για να γεμίσει με κόσμο. Κόσμο αδιάφορο, θαρρείς που τον θεωρούσε απλώς ένα κομμάτι απο το σκηνικό με το οποίο έντυνε αυτή την συνήθεια του ταξιδιού και που τον βοηθούσε μέσω της αναπόλησης που του γεννούσε ο ρυθμός αυτής της μορφής ταξιδιού, να ξεχάσει τα οχι και λίγα προβλήματα που τον κατέτρεχαν για χρόνια σε τόσα μα τόσα επίπεδα της ζωής και της καθημερινότητας.
Κάποια στιγμή και ενώ χάζευε καθισμένος τον έξω κόσμο εκείνη την βροχερή μέρα των αρχών του Νοεμβρίου, παρατήρησε μία νεαρή κοπέλα να ανεβαίνει στο λεωφορείο και η οποία ήταν τόσο εκθαμβωτικά όμορφη, που το βλέμμα του δεν μπορούσε να φύγει απο επάνω της για ώρα. Εκείνη δεν έδειξε ή τουλάχιστον προσποιούνταν πως δεν έδειχνε να τον προσέχει καθόλου, σχεδόν υποκριτικά, σχεδόν απο κάποιου είδους αδιόρατο σχέδιο.
Κάποια στιγμή και προκειμένου να μην παρεξηγηθεί, απέσυρε το βλέμμα του απο επάνω της και γύρισε προς το παράθυρο και τον έξω κόσμο συνεχίζοντας τους αέναους μεσημεριάτικους ρεμβασμούς του. Πέρασε ώρα, τόση που είχε ξεχάσει εκείνο το χάρμα οφθαλμών αυτής της εκθαμβωτικής νεαρής ως που εκείνη με μια κίνηση σχεδόν αστραπιαία που έπιασε με την άκρη του ματιού του, πλησιάσε την πόρτα και κατέβηκε απο το λεοφωρείο.
Προς μεγάλη του έκπληξη, ενώ θα ορκίζονταν σε οτι είχε πιο ιερό εκείνη την στιγμή πως την είδε να κατεβαίνει και προς τούτο στύλωσε το βλέμμα του επάνω της προκειμένου να την φωτογραφίσει και να την διατηρήσει στην μνημη του για καιρό, η νεαρή εκθαμβωτική γυναίκα δεν φαινόταν πουθενά έξω στον δρόμο ! Ούτε στο πεζοδρόμιο βρισκόταν, ούτε περπατούσε έστω και για λίγα βήματα παράλληλα προς το όχημα αντίθετα ή με την ίδια διεύθυνση του λεωφορείου.
“Πάει χάθηκε” μονολόγησε μισοαστεία μισοσοβαρά, σαν να προσπαθούσε να ξεχάσει το περιστατικό. Και όντως για μερικές μέρες το είχε όντως ξεχάσει. Στην επόμενη του όμως βόλτα με το λεωφορείο, ανέβηκε και πάλι σε αυτό που έκανε την ίδια διαδρομή επίτηδες. Δεν ήλπιζε να βρεί φυσικά ποτέ ξανά αυτήν την νεαρή, αλλά θυμόταν ακριβώς το που είχε κατέβει κι έτσι θέλησε να φτάσει ως εκεί, να κατέβει απο το όχημα και να δεί ο ίδιος τι συνέβαινε έξω σε αυτόν τον συγκεκριμένο χώρο. Η ώρα ήταν πάνω κάτω η ίδια όπως και τότε που του συνέβει το περιστατικό. Έτσι και έγινε, έφτασε κοντά στη στάση που είχε κατέβει εκείνη η κοπέλα, πάτησε το κουμπί και κατέβηκε και εκείνος, δίχως κανείς άλλος να τον ακολουθήσει. Η στάση αυτή ήταν εξαιρετικά έρημη και απομονωμένη με πολλά χωράφια γύρω γύρω κάπου στην εξοχή, λίγο παραέξω απο την μικρή του πόλη. Πραγματικά δεν φανταζόταν γιατι εκείνη η νεαρή κατέβηκε στην συγκεκριμένη στάση και το που μπορεί να είχε κατευθυνθεί. Τελικά σκέφθηκε να περπατήσει για λίγο εκεί γύρω, έχοντας όμως τον νού του μην τυχόν και ξαναπεράσει το λεωφορείο, που αν το έχανε θα έπρεπε να περιμένει μέσα στην έρημια και μέσα στην νύχτα το επόμενο δρομολόγιο.
Ξάφνου, περπατώντας περί τα εκατό μόλις μέτρα απο το σημείο, αντίκρισε ένα μικρό εκκλησάκι. Ένα εκκλησάκι – μινιατούρα με το απαραίτητο καντηλάκι απο εκείνα που αφήνουν παραπλέύρως του δρόμου για να θυμίζουν πως εκεί συγκεκριμένα συνέβει ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα με νεκρό. Έφτασε κοντά του και αμέσως παρατήρησε πως μαζί με το σβησμένο καντήλι και μία εικόνα, στο μικρό εκείνο κουτί βρισκόταν και μιά φωτογραφία. Άνοιξε το πορτάκι απο το εκκλησάκι – μινιατούρα προκειμένου να δεί καλύτερα την παλιά εκείνη ξεθωριασμένη απο τον καιρό φωτογραφία και εκείνη ακριβώς την στιγμή έχασε την γη κάτω απο τα πόδια του.
Στην φωτογραφία, βρισκόταν χαμογελαστή, εκείνη ακριβώς ή ίδια κοπέλα ντυμένη με τα εκφθαμβωτικά ρούχα που την είχε δεί στο λεωφορείο και του είχε κάνει τόση εντύπωση !
Πάγωσε η αλήθεια και δεν έφταιγε εκείνο το κρύο απόγευμα του Νοέμβρη σίγουρα. Έβγαλε απο την τσέπη του τον φτηνο αναπτήρα των τσιγάρων, άναψε το καντηλάκι, έκλεισε την μικρή πόρτα απο το εκκλησάκι – μινιατούρα και έφυγε προβληματισμένος, για την παραδίπλα στάση. Σε λίγο το λεωφορείο έφτασε και πάλι απο την αντίθετη κατεύθυνση με πορεία προς τον γυρισμό στην μικρή επαρχιακή πόλη. Εκείνος ανέβηκε γρήγορα γρήγορα γιατι είχε αρχίσει να αγριεύεται απο την όλη κατάσταση και η πόρτα της εισόδου, έκλεισε πίσω του προσδίδοντας του ένα αίσθημα ασφάλειας.
Πριν προλάβει όμως να ξεκινήσει το λεωφορείο όπου θα τον επέστρεφε στην μικρή του επαρχιακή πόλη, με την άκρη πάλι του ματιού του έπιασε μία κίνηση απο τον έξω κόσμο, την ώρα που άρχισε να σουρουπώνει και η μέρα να φεύγει δίνοντας την σειρά της στην νύχτα. Κοιτάζοντας προσεκτικότερα τότε, παρατήρησε πως έξω, βρισκόταν μές στην έντονη βροχή που είχε μόλις πιάσει εκείνη η κοπέλα με τα φανταχτερά ρούχα. Του έγνεφε σαν να χαιρετούσε κάποιον.
Ήταν ένα μεταθανάτιο “ευχαριστώ” που κάποιος την θυμήθηκε και άναψε το απο χρόνια σβησμένο και παρατημένο να σκουριάζει καντηλάκι της, εκεί λίγο έξω απο την μικρή επαρχιακή πόλη. Έκτοτε ο ήρωας μας, σταμάτησε αυτή την περίεργη του συνήθεια των ταξιδιών με λεωφορείο και βρήκε άλλους τρόπους να ξεχνά την μοναξιά που τον έδερνε αλύπητα απο χρόνια.
Βλέπετε, υπάρχει πάντοτε ο τρόπος φυσιολογικός ή οχι και τόσο φυσιολογικός, προκειμένου να διακοπεί και η πιο εμμονική συνήθεια…