/Μικρό Διήγημα: Το Χέρι του θεού (Γιώργος Σταφυλάς)

Μικρό Διήγημα: Το Χέρι του θεού (Γιώργος Σταφυλάς)

Γράφει ο Γιώργος Σταφυλάς

– Γκοοοοοοοοολ

Η ώρα ήταν έντεκα, ο ήλιος έκαιγε ήδη πάνω από το παραθαλάσσιο χωριό όπου η παρέα συνήθιζε να περνάει τα καλοκαίρια αλλά ο Γιώργος σαν να χε φτερά στα πόδια του έτρεχε γύρω γύρω την αλάνα πανηγυρίζοντας το γκόλ που μόλις είχε πετύχει αφήνοντας τον Κώστα, φίλο του και σύντροφό του στο παιχνίδι, άγαλμα.

Τρεις μήνες διακοπές. Με το που έκλειναν τα σχολεία, τα μπαγκάζια φορτώνονταν στα αυτοκίνητα, που εκείνη την εποχή ήταν συνήθως σαραβαλάκια εικοσαετίας η και πιο παλιά ακόμα και κατευθείαν στο χωριό η σε κάποια κοντινή παραλιακή λουτρόπολη, με κηδεμόνες τους παππούδες και τις γιαγιάδες αυτούς τους αληθινούς στυλοβάτες της ελληνικής οικογένειας.

Έτσι γινόταν κάθε καλοκαίρι. Όμως εκείνο το καλοκαίρι ήταν για τον Γιώργο, τον Πάνο, τον Κώστα και τα άλλα αγόρια της παρέας που πάνω κάτω είχαν την ίδια ηλικία, ξεχωριστό.

Κι αυτό, όχι γιατί είχε αλλάξει κάτι στην διαμονή η στις καθιερωμένες συνήθειες η στην θάλασσα η στον καιρό. Όχι αυτά παρέμεναν ίδια. Το μέρος, η Νεράντζα Κορινθίας. Ένας αποξηραμένος βαλτότοπος, με χιλιάδες ακόμα βατράχια που είχαν καταφέρει να επιζήσουν από ολοκαυτώματα και απανωτές προσπάθειες εξόντωσης, λίγα σπίτια, ένα ξενοδοχείο, μια καφετέρια πιτσαρία, όλα αυτά αριστερά και δεξιά του κεντρικού δρόμου ο οποίος διέσχιζε το χωριό παράλληλα με την θάλασσα. Μερικά ακόμα σπίτια προς το εσωτερικό του χωριού και κάνα δυο μικρά μαγαζάκια- ένας φούρνος ένας μπακάλης ένα κρεοπωλείο- συμπλήρωναν το σκηνικό που όπως είπαμε παρέμενε ίδιο και απαράλλαχτο.

Οι συνήθειες επίσης της παρέας που εν πολλοίς καθορίζονταν από τις διαθέσεις και τα ωράρια των μεγάλων και αυτές παρέμεναν ίδιες. Το πρωί με το ποδήλατο για ψώνια. Ψωμί στον φούρνο του Ρέντα, κρέας από το καλό κρεοπωλείο του Λαυκιώτη και επιστροφή. Ύστερα παραλία για μπάνιο. Δώδεκα με δυο. Κατόπιν Ντουζ στο σπίτι, φαγητό και ύπνος μεσημεριανός. Τ απόγευμα αθλοπαιδιές. Μπάλα,μπάσκετ, ποδηλατοδρομίες εξερεύνησης των αλάνων της ενδοχώρας και κατάληξη σε κάποιο ουφάδικο όπου εκεί στα ηλεκτρονικά παιχνίδια κατέθετε η παρέα το πενιχρό της χαρτζιλίκι. Παγιωμένες συνήθειες και αυτές που παρέμεναν ίδιες για χρόνια. Όσο δεν για τον καιρό, ανελέητος καύσωνας όπως κάθε Ιούνιος, κάθε Ιούλιος και κάθε Αύγουστος εκείνη την εποχή που και το παραμικρού σύννεφο στον ουρανό τη θερινή περίοδο ήταν κάτι τόσο σπάνιο όσο και η νευρική ανορεξία σε παλαιστή του Σούμο.

Τι ήταν λοιπόν εκείνο που έκανε τούτο το καλοκαίρι τόσο διαφορετικό ώστε να επικρατεί στην παρέα ένας υπόκωφος αναβρασμός με τα παιδιά να έχουν χωριστεί σε δύο ομάδες; Το μουντιάλ. Μουντιάλ, μια λέξη μαγική, κάτι σαν μυσταγωγία, κάτι που έκανε τα νεαρά αυτά αγόρια που δεν είχαν κλείσει τα δώδεκα ακόμα να νιώθουν πως εισέρχονται για λίγο στον μυστήριο και μαγικό κόσμο των ανδρών. Συχνά τα αγόρια δοκιμάζουν διάφορα απ όσα ανήκουν στους πατεράδες τους θέλοντας να μυρίσουν λίγο από το άρωμα της αρρενωπότητας. Προσπαθούν να ξυριστούν, άλλοτε δοκιμάζουν μια από κολόνιες του πατέρα τους, συχνά φορούν στα κρυφά το ρολόι του και κάνουν κι άλλα τέτοια πολλά.

Κι αλήθεια είναι ότι κι ο Γιώργος τα είχε δοκιμάσει όλα τούτα τα φερσίματα. Ωστόσο κανένα δεν τον είχε μπάσει ως τα έγκατα του ανδρισμού, τίποτα δεν είχε σταθεί ικανό να τον μυήσει σε αυτόν τον τόσο γοητευτικό κόσμο όσο το Μουντιάλ. Μεξικό 1986. Το πρώτο που έβλεπε κι εκείνος κι όλη η παρέα. Ανελλιπώς παρακολουθούσε όλα τα ματς μέχρι κι εκείνα που λόγω διαφοράς ώρας παίζονταν μεσάνυχτα στην τηλεόραση. Είκοσι ήμερες πόλεμος. Σε κάθε ματς διάλεγε ομάδα. Παθιαζόταν, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει παιχνίδι ουδέτερος. Η μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση των 22 ιντσών είχε κόντεψε να κάψει όλες τις λυχνίες της.

Στην παρέα ένα μήνα τώρα τα παιδιά δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να συζητούν για τα παιχνίδια. Τόσο είχαν επηρεαστεί από τα όσα έβλεπαν ώστε στα παιχνίδια τους με την μπάλα οι ξένοι παίκτες έπαιρναν την θέση των Ελλήνων και γίνονταν οι καινούργιοι τους ήρωες. Ο Μαραντόνα, ο Ρουμενίγκε, ο Λίνεκερ, ο Πλατινί, ο Ντασάεφ είχαν αντικαταστήσει, τον Σαραβάκο, τον Μαύρο, τον Αναστόπουλο, τον Σαργκάνη. Ακόμα και τα άλμπουμ της Πανίνι δεν είχαν πλέον ενδιαφέρον και δεν πουλιόντοσαν αν δεν αφορούσαν το Μουντιάλ.

Το θέαμα ήταν πρωτόγνωρο. Γεμάτα στάδια, ξένοι λαοί, φαντεζί ονόματα, υπέροχοι παίκτες αλλά και παράξενοι θεατές στις εξέδρες εκπρόσωποι διαφορετικών πολιτισμών και κουλτουρών. Κάθε πρωί μετά τη καθιερωμένη επίσκεψη στην τοπική αγορά για ψωμί κρέας; και τα άλλα χρειαζούμενα, Γιώργος και Κώστας, καθώς οι δυο τους είχαν την πιο στενή φιλία μεταξύ τους, από όλη την υπόλοιπη παρέα, δοκίμαζαν σουτάκια. Μια μικρή ασπρόμαυρη μπαλίτσα που άνηκε στον Κώστα και δυο τούβλα για ορόσημα τέρματος αρκούσαν. Πρώτα ο ένας και ύστερα ο άλλος με την σειρά κάθονταν στο τέρμα και αυτός που ήταν έξω δοκίμαζε τεχνική και δύναμη στο σουτ.

Ο Κώστας ήταν με την Αγγλία. Αν τον ρωτούσες γιατί ίσως δεν ήξερε να σου απαντήσει. Κανείς δεν ήξερε γιατί διάλεγε την ομάδα που διάλεγε. Ίσως τον Κώστα να τον γοήτευε η Βρετανική σημαία που αποτελούσε και σύμβολο των σκληρών των γηπέδων, ίσως πάλι να τον τραβούσε η Αγγλική ροκ μουσική, η να διάλεξε την Αγγλία επηρεασμένος από τα ματς που έδειχνε η κρατική τηλεόραση κάθε μεσημέρι Σαββάτου. Ίσως.

Ούτε κι ο Γιώργος ήξερε γιατί είχε διαλέξει την Αργεντινή. Ίσως να του ηχούσε παράξενα εξωτικό το όνομα της χώρας, ίσως να το είχε συνδέσει στο μυαλό του με ποδοσφαιρικά παπούτσια που του είχαν κάνει δώρο τα οποία έφεραν την υπογραφή του Μάριο Κέμπες, ίσως πάλι να θυμόταν συζητήσεις στο σπίτι του που αφορούσαν την πρόσφατη διαμάχη Αγγλίας Αργεντινής για τα νησιά Φώκλαντ. Το μόνο σίγουρο πάντως ήταν ότι το ματς της χθεσινής βραδιάς είχε επηρεάσει όλη την παρέα. Τα όσα είχαν συμβεί με τα δυο γκολ του Μαραντόνα το πρώτο με το χέρι και το δεύτερο το ανεπανάληπτο και ασύλληπτο, είχαν οξύνει τα πνεύματα Κανείς από τους μεγάλους δεν είχε πάει για ύπνο μετά τον αγώνα. Όλοι έμεναν καρφωμένοι στις θέσεις τους στην μεγάλη καφετέρια πιτσαρία που είχε ασφυκτικά γεμίσει και τσακώνονταν για το γκολ του Μαραντόνα. Τα μπουκάλια με τις μπύρες άδειαζαν και καινούργια παραγγέλνονταν συνεχώς μαζί με πίτσες μακαρονάδες και μπιφτέκια προς; μεγάλη ικανοποίηση του ιδιοκτήτη. Και όσο η ώρα προχωρούσε οι μεγάλοι επηρεασμένοι από το ποτό και το φαϊ κατέβαζαν τους τόνους και τα έβρισκαν μεταξύ τους.

Τα παιδιά όμως δεν ακολουθούσαν την ίδια πορεία. Εκμεταλλευόμενα την ελλιπή επιτήρηση και την γενική ανακατωσούρα είχαν κατέβει στην παραλία για να μπορούν να μαλώσουν ελευθέρα με την ησυχία τους. Εκείνα τα αγόρια που υποστήριζαν την Αγγλία αποκαλούσαν κλέφτες τα άλλα που υποστήριζαν την Αργεντινή. Ισχυρίζονταν ότι αν δεν μετρούσε το καταφανέστατο χέρι του Μαραντόνα το σκορ θα ήταν 1-1 και το παιχνίδι θα οδηγούνταν στην παράταση. Τα άλλα πάλι παιδιά χωρίς να ‘χουν μια καλή δικαιολογία για το γκολ εκείνο που κακώς είχε μετρήσει ο διαιτητής, ενέμεναν στο ασύλληπτο δεύτερο γκολ του Μαραντόνα.

Και κάπου εκεί τα πνεύματα άναψαν και τα παιδιά είχαν έρθει στα χέρια. Μεταξύ Γιώργου και Κώστα είχαν πέσει και μερικές ψιλές γιατί αυτοί αν και κολλητοί χρόνια είχαν έντονο κρυφό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Τελικά η γενική σύρραξη είχε αποφευχθεί όχι χάρη στην επέμβαση των ψυχραιμότερων όπως λένε, αφού κανείς δεν ήταν ψύχραιμος εκείνο το βράδυ, αλλά χάρη στην επέμβαση των μεγάλων που κάποια στιγμή κουρασμένοι να τσακώνονται και βαριά μπαϊλντισμένοι από το φαΐ είχαν αποφασίσει να το διαλύσουν. Τα παιδιά όμως έπεσαν στα κρεβάτια τους βλέποντας ακόμα με τα μάτια της φαντασίας τους το μεγάλο ματς, δίνοντας στον εαυτό του το καθένα την υπόσχεση πως η αυριανή θα ήταν η μέρα που θα έλυναν τις διαφορές τους.

Έτσι όταν ο Κώστας που εκείνη την στιγμή καθόταν στο τέρμα δέχτηκε ένα αμφισβητούμενο γκολ αμέσως θυμήθηκε όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ.

– Να πάρει, είσαι κλέφτης! Όλοι οι Αργεντίνοι είστε κλέφτες, φώναξε οργισμένος.
– Που την είδες την κλοπή;; διαμαρτυρήθηκε ο Γιώργος.
– Άκου λέει που την είδα! Που την είδα! Την είδα! Η μπάλα πέρασε πάνω από την νοητή γραμμή του οριζόντιου δοκαριού. Το κατάλαβες; Το σουτ που έκανες ήταν άπιαστο. Αλλά είσαι κι εσύ ΚΛΕΦΤΗΣ σαν το ίνδαλμα σου που βάζει γκολ με το χέρι!
Η νοητή γραμμή του οριζόντιου δοκαριού είχε υπάρξει κι άλλες φορές αιτία πολλών ανάλογων καβγάδων. Καθώς αληθινό τέρμα δεν υπήρχε, δυο τούβλα αναλάμβαναν να παίξουν τον ρόλο των δοκαριών. Για το οριζόντιο δοκάρι όμως δεν είχαν εφεύρει κάτι Έτσι το οριζόντιο ήταν νοητό. Αφηνόταν λοιπόν στην κρίση των παιδιών τι θα μετρήσει και τι όχι.Και κανείς δεν ήθελε να χάσει…
– Λες μαλακίες, ήταν η απάντηση του Γιώργου που ήταν πάντοτε το αθυρόστομο παιδί της παρέας μιμούμενος τον πατέρα του. Το γκολ ήταν κανονικό.
– Εσύ λες μαλακίες! Και ποιο γκολ ήταν κανονικό; Αυτό εδώ ή του Μαραντόνα;;
– Και τα δυο!
– Ε δεν ξαναπαίζω με κλέφτες σαν κι εσένα. Όλοι οι Αργεντινή είστε κλέφτες.
– Μα δεν είμαι Αργεντίνος. Και στο κάτω κάτω έχουν δίκιο για τα Φωκλαντς. Τι δουλειά έχουν οι Άγγλοι εκεί;
Ιδέα δεν είχε φυσικά ο Γιωργος για την διαμάχη των Φώκλαντ άλλα ξεφούρνιζε ότι άκουγε από τον πατέρα του. Ο Κώστας κίνησε με άγριες διαθέσεις προς τον Γιώργο μη στέργοντας να αποδεχτεί την ήττα της ομάδας του εχθές αλλά και την δική του τώρα.
– Το γκολ ήταν με το χέρι καταλάβες; φώναξε μπροστά του με γουρλωμένα μάτια και σφιγμένες γροθιές. Όπως κι αυτό τώρα το δικό σου ήταν ολοκάθαρα άουτ!

Ο Γιώργος πισωπάτησε και πήρε θέση άμυνας για να αντιμετωπίσει την επερχόμενη επίθεση του φίλου του.

– Δεν ξέρεις να χάνεις, αγόρι μου. Χάσατε χθες χώνεψε το. Ήταν γκολ όπως γκολ είναι και αυτό που ρούφηξες τώρα.Και τα δύο παιχνίδια τελείωσαν δυο ενα. Έχασες!
– Ε δεν τρώγεσαι, ήταν η απάντηση του Κώστα μαζί με ένα αριστερό κροσέ που παραλίγο να πετύχει για τα καλά τον Γιώργο που το απέφυγε σκύβοντας. Ύστερα τα δύο αγόρια κυλίστηκαν στο τσιμεντένιο δάπεδο της αυλής και θα είχαν άσχημα χτυπηθεί αν εκείνη την ώρα δεν τύγχαινε να περνάει από το σημείο ο κυρ Παναγιώτης. Ο σώφρων αυτός γέρων ιδέα δεν είχε από ποδόσφαιρο και δεκάρα δεν έδινε για το γκολ του Μαραντόνα. Οι αγωνίες του περιορίζονταν στο αν θα είναι καλή η σημερινή ψαριά στην θάλασσα καθώς το επάγγελμα του ήταν ψαράς.
– Διαλύστε το αμέσως παλιόπαιδα πριν φωνάξω του γονείς σάς, είπε τόνο που δεν σήκωνε αντιρήσεις, μόλις είδες το επεισόδιο.

Τα δύο αγόρια σηκώθηκαν αμέσως από κάτω. Σέβονταν τα άσπρα του μαλλιά και κείνο το ναυτικό καπέλο που φορούσε πάντοτε στο κεφάλι του. Μα πιο πολύ φοβόντουσαν τις συνέπειας που θα είχαν αν κάρφωνε στους γονείς τους τον καβγά τους.

– Εντάξει, είπαν μαζί και οι δυο φίλοι. Το διαλάμε.

Ευχαριστημένος με τον εαυτό του για την σωτήρια παρέμβαση του ο κυρ Παναγιώτης συνέχισε προς την θάλασσα.Οι δυο νεαροί κατεργάρηδες περίμεναν να στρίψει στην γωνία για να συνεχίσουν τον καβγά με την δια αμείωτη ένταση. Ωστόσο την στιγμή που ο σεβάσμιος γερος με το ναυτικό καπέλο χανόταν από το οπτικό τους πεδίο και ετοιμάζονταν να ξαναρχίσουν, ακούστηκε η επιτακτική φωνή της κυρα Μοσχούλας της γιαγιάς του Γιώργου

– Ανέβα αμέσως πάνω, φώναζε.
– Ωχ τι με θέλει πάλι; έκανε ο Γιώργος.
ο Κώστας για μια στιγμή ξέχασε την διαμάχη τους και συμπαραστάθηκε στον φίλο του
– Κακομοίρη μου άντε να δεις τι θέλει ο κέρβερος.

Η γιαγιά του Γιώργου ήταν γνωστός τρόμος των παιδιών της παρέας. Αυταρχικός χαρακτήρας δεν μπορούσες να της πας κόντρα, είχε συνηθίσει να έχει πάντοτε ρόλο αρχηγού

– Περίμενε εδώ, είπε ο Γιώργος κι έφυγε να πάει να δει τι τον ήθελε η γιαγιά του.

Επέστρεψε μετά από πέντε λεπτά κρατώντας ένα πεντακοσάρικο στο χέρι του.

– Κρέας και ψωμί, είπε με μια χαρακτηριστική έκφραση βαρεμάρας στο πρόσωπο του. Πάμε Ρέντα;
– Μέσα, απάντησε ο Κώστας.

Έλυσαν τις αλυσίδες με τις οποίες έδεναν τα ποδήλατα στην αποθήκη τα καβάλησαν και κίνησαν για το χωριό. Στον δρόμο θυμήθηκαν τον τσακωμό τους.

– Ήταν πάντως κλοπή, επέμεινε ο Κώστας.

Ο Γιώργος δεν απάντησε μόνο φόρτωσε ταχύτητα στο αγωνιστικό του ποδήλατο και με τρελό πετάλι έφτασε πρώτος στον φούρνο του Ρέντα. Εκείνη την στιγμή δεν έβλεπε τίποτε άλλο μπροστά του από την θάλασσα. Καθώς ο ήλιος έκαιγε επιθυμούσε να ξεμπερδέψει με τα ψώνια ώστε ύστερα να πάει για μπάνιο. Όμως και στον φούρνο του Ρέντα το θέμα συζήτησης ήταν το ίδιο. Δύο άντρες μπροστά στο ταμείο λογομαχούσαν έντονα σχετικά με το χθεσινό ματς. Του κάκου πάσχιζε ο φούρναρης να τους κάνει να του πληρώσουν το ψωμί και ύστερα να ξεκουμπιστούν. Εκείνοι όχι μόνο δεν έφευγαν άλλα ήταν έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια.

Τα δυο παιδιά αντίκρισαν το σκηνικό έκπληκτα. Δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν πότε οι μεγάλοι να τσακώνονται με το ίδιο πάθος. Όλη η Ελλάδα, σκέφτηκε ο Γιώργος ασχολείται με αυτό το ματς, πρέπει πάντως να βρω μια καλή απάντηση σχετικά με το γκολ για τι όπως φαίνεται πράγματι ήταν χέρι. Εκείνη την στιγμή παρατήρησε ότι πάνω στην ταμειακή μηχανή του φούρνου κάποιος είχε αφήσει μια εφημερίδα. Αυτή μπορεί να άνηκε στον φούρναρη αλλά μπορεί και να άνηκε σε κάποιον από τους δυο εκείνους τύπους που μάλωναν.

Το σημαντικό ωστόσο ήταν το πρωτοσέλιδο της και ακριβώς πάνω σε αυτό το πρωτοσέλιδο καρφώθηκε το βλέμμα του. Αν και επρόκειτο για πολιτική κι όχι αθλητική εφημερίδα στην πρώτη σελίδα υπήρχε μια τεράστια φωτογραφία του Μαραντόνα την στιγμή που έκανε το άλμα για το πρώτο γκολ. Η φωτογραφία εστίαζε στο προτεταμένο χέρι του. Αποτελούσε λοιπόν τεκμήριο για την αντικανονικότητα εκείνου του γκολ. Από πάνω η λεζάντα έγραφε με τεράστια γράμματα. Μαραντόνα: Ήταν το χέρι του Θεού. Τότε ο Γιώργος κατάλαβε ότι είχε βρει την πρέπουσα απάντηση. Γύρισε στο Κώστα που στεκόταν πίσω και σηκωμένος στις μύτες των ποδιών προσπαθούσε να διαβάσει το πρωτοσέλιδο και του είπε:

– Τελικά ήταν όντως χέρι αλλά ήταν το χέρι του Θεού.