Γράφει ο Γιώργος Σταφυλάς *
H άνοιξη είχα φτάσει στα ελατοσκέπαστα βουνά του Μοριά πιστή και πάλι στο ετήσιο ραντεβού της. Τα πουλιά στα κλαδάκια των δέντρων τραγουδούσαν τον ερχομό της. Το χιόνι που έλιωνε, κυλούσε από τις ψηλές απάτητες κορφές του αμέριμνο για τις ανθρώπινες υποθέσεις και γιόμιζε τα ρυάκια και τις πέτρινες βρύσες με γάργαρο νερό. Σε μια τέτοια πέτρινη βρύση πλάι σε μια γέρικη βελανιδιά καθότανε να ξαποστάσει ένα λεπτό αγόρι. Το αγόρι αμούστακο ακόμα δεν πρέπει να τανε πάνω από δεκαπέντε χρονών. Ήταν λιγνό και μαυρισμένο από τον ήλιο και τις κακουχίες της σκληρής ζωής στην ύπαιθρο. Το σώμα του ωστόσο φαινόταν γερό γεμάτο νεύρο και μυώνες. Αλλά αυτό που έκανε αμέσως εντύπωση σε όποιον παρατηρούσε το παιδί ήταν το διαπεραστικό βλέμμα των ματιών του που μαζί με την εντυπωσιακή γαμψή του μύτη έδιναν στην όψη του μια γερακίσια μορφή δύναμης που σπάνια κανείς απαντά σε παιδιά αυτής της ηλικίας.
Το παιδί καθόταν ανακουκουρδα και πάνω στην λερή του φορεσιά είχε ανοίξει ένα δισάκι με λίγο τυρί και ψωμί και κολάτσιζε για μεσημέρι. Είχε ξεκινήσει από τα μαύρα μεσάνυχτα για να προλάβει το παζάρι στην Τρίπολη, είχε πουλήσει την πραμάτεια του και γύριζε τώρα στο χωριό του γνωρίζοντας ότι έχει ακόμα κάμποσο δρόμο μπροστά του μέχρι περήφανο να αποθέσει μπροστά στην μάνα του τους παράδες που χει πιάσει. Ξαφνικά ένα σμάρι γλυκόλαλοι κότσιφες των βουνών σηκώθηκαν τρομαγμένοι και πέταξαν πάνω από την σκιερή γέρικη βελανιδιά. Το αγόρι μαθημένο από τον πατέρα του αλλά και από την πρώιμα αποκτημένη πείρα μιας σκληρής κι επικίνδυνης ζωής αντιλαμβανόμενο κίνδυνο σηκώθηκε κι ενεργώντας με σύνεση σπάνια για την ηλικία του παραφύλαξε κρυμμένο πίσω από τα θάμνα. Με έκπληξη είδε ότι αυτό που είχε τρομάξει τα πουλιά ήταν ένας Τούρκους, ένας αγάς καβάλα στο άλογο του. Αυτό δεν ήταν μήτε καλό μήτε κακό. Ήταν καθημερινή η επαφή των χωρικών του Μοριά με τους αγάδες πολλοί εκ των οποίων είχαν γεννηθεί σ αυτά τα χώματα και οι Μωραΐτες τους ξεχώριζαν από τους Χαλντούπηδες. Το αγόρι ξεθαρρεμένο βγήκε από την πρόχειρη κρυψώνα του κι έτρεξε στο μονοπάτι που περνούσε μπροστά από την πέτρινη βρυσούλα να χαζέψει τον αγά πάνω στο άλογο του. Κρίνοντας από την πολυτέλεια των ενδυμάτων του και από το περήφανο αράπικο άτι το φορτωμένο πλουμίδια ο άνθρωπος αυτός θα πρέπει να ήταν πλούσιος.
– Χοσγκελντιν, φώναξε το αγόρι καθώς ο αγάς με το πλουμιστό άτι πλησίασε κοντά του.
Ο Τούρκος τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του και κείνο στάθηκε χλιμιντρίζοντας πλάι στο αγόρι. Το αγόρι θαμπωμένο κοιτούσε τον αγά σαν να μην είχε ξαναϊδεί Τούρκο. Σίγουρα αυτός ο άνθρωπος με το μωβ σαρίκι που έφερε τεράστιο πετράδι μπροστά στο μέτωπο και τα πράσινα μεταξωτά σαλβάρια που κατέληγαν σε κόκκινα χρυσοκέντητα μυτερά πασούμια θα πρέπει να ήταν κάποιος σπουδαίος. Το αγόρι πρόσεξε πως γυάλιζαν στον ανοιξιάτικο ήλιο τα άρματα που ήταν ζωσμένος ο Τούρκος. Γυριστό σπαθί με λαβή από πετράδια φτιαγμένο από Δαμασκηνό ατσάλι και μπιστόλα σφιγμένη κι αυτή κάτω από το μεταξωτό του ζωνάρι. Το αγόρι για λίγο έχασε την σύνεση και τους συγκρατημένους τρόπους που το χαρακτήριζαν και σαν παιδί της ηλικίας του έμεινε με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο θέαμα του αγά. Λάμψη κακιά άστραψε στα αμυγδαλωτά, ανατολίτικα μάτια του Τούρκου. Θυμωμένος έσκυψε πάνω απ τ άλογο του και τράβηξε μια γερή ξανάστροφη στο αγόρι. Εκείνο σαν να βγήκε από λήθαργο κοίταξε έκπληκτο τον αγά που στο μεταξύ έσκυβε και του κατάφερνε δυο γερές καμτσικιές στην πλάτη.
– Προσκύνα σκύλε, είπε σε άψογα ρωμεϊκα ο αγάς
Το αγόρι έμεινε καρφωμένο στην θέση του κι αυτό δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της σαστιμάρας του. Πιότερο ήταν
απόφαση – ασυνείδητη έστω- καρδιάς λιονταρίσιας, θέλησης αδάμαστης που δεν έστεργε να υπακούει σε προσταγές. Για λίγο οι ματιές του Τούρκου αγά και του αγοριού διασταυρώθηκαν σαν τα ξίφη δύο μονομάχων που παλεύουν να καταβάλουν ο ένας τον άλλον. Το αγόρι δεν κατέβασε τα μάτια μόνο έμεινε εκεί να κοιτάει ατάραχο με το διαπεραστικό γερακίσιο του βλέμμα τον αγά. Εκείνος αναστατωμένος από την απρόσμενη αντίσταση και μην θέλοντας να δώσει συνέχεια- ένα παιδί ήταν άλλωστε- γύρισε το βλέμμα του αλλού και ηττημένος μα πάντα μεγαλοπρεπής τράβηξε απαλά τα χαλινάρια τ αλόγου και κίνησε ξανά τον δρόμο του προς την μεριά της Τρίπολης. Τ αγόρι έμεινε να τον κοιτάζει με σφιγμένες τις πρώιμα δυνατές γροθιές του μέχρι που ο Τούρκος χάθηκε στο δεντροσκέπαστο μονοπάτι. Ύστερα μάζεψε το λιτό του γεύμα το τύλιξε στο δισάκι του και συνέχισε τον δρόμο του για το χωριό.
Ήταν βράδυ όταν αντίκρισε τα πρώτα σπίτια του χωριού του. Ισχνές φλόγες από λαδολύχναρα τρεμόπαιζαν μέσα από τα λιγοστά παραθύρια του χωριού που δεν ήταν και το πιο μεγάλο της περιοχής εκείνης του Μοριά. Το αγόρι ήξερε ότι η μάνα του, μια μαυροφορεμένη γυναίκα με γκρίζα πια από καιρό μαλλιά, θα τον περίμενε γεμάτη αγωνία. Ωστόσο εκείνο αντι να πάει κατευθείαν στο σπίτι και στην μάνα του τράβηξε γραμμή για τ απόμερο ξωκλήσι του χωριού το αφιερωμένο στην Παντάνασσα του ουρανού. Το ξωκλήσι αυτό ήταν χτισμένο στα ριζά ενός βράχου έτσι που θαρρείς πως ξεπεταγόταν μέσα απ αυτόν. Ο θρύλος έλεγε ότι η εικόνα της Παναγιάς που βρισκόταν στο κέντρο του ήταν φερμένη κατευθείαν από την Πόλη τον καιρό της αλώσεως. Με τους θρύλους για την πόλη και τον βασιλιά της που χε πέσει στα τείχη ήταν μεγαλωμένο το αγόρι και αυτές οι διηγήσεις είχαν ποτίσει βαθιά την καρδιά του από πολύ νωρίς. Γι αυτό και μόλις άνοιξε την αρχαία ξύλινη θύρα και πλησίασε την μαυρισμένη από τους αιώνες εικόνα ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνάει το λιγνό του κορμί. Με τα μάτια της ψυχής του είδε άνδρες με βαριές πανοπλίες να χύνονται στην μάχη, ατρόμητοι, λίγοι με μυριάδες, να πεθαίνουν ένδοξα στα τείχη της Πόλης. Μπορούσε σχεδόν να ακούσει τις κλαγγές των όπλων, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων, τις οιμωγές των λαβωμένων, τους θρήνους των γυναικών… Και τότε δοκίμασε ένα αίσθημα πρωτόγνωρο. Ένιωσε πως σ εκείνον, στους δικούς του γερούς ώμους, έπεφτε το χρέος να απελευθερωθεί το γένος. Και θυμήθηκε ξανά τον Τούρκο και την προσβολή που του έκαμε. Και η ψυχή του γέμισε ιερή αγανάκτηση για την μοίρα της φυλής των Ελλήνων. Κι ακούμπησε το χέρι στην εικόνα, κι ορκίστηκε να μην γυρίσει ποτέ ξανά στην Τρίπολη παρά μόνο ως απελευθερωτής.
Έμεινε λίγα ακόμα λεπτά στον ιερό χώρο και ύστερα αφού έκλεισε την βαριά ξύλινη πόρτα κίνησε για το σπίτι. Η μάνα του στεκόταν στο κατώφλι κρατώντας στα χέρια ένα παμπάλαιο λαδολύχναρο. Καθώς είδε τον γιο της να ρχεται έτρεξε με λαχτάρα να τον σφίξει στην θερμή της αγκαλιά.
– Γύρισες Θωδοράκη μου, είπε και δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της…
Τριάντα χρόνια αργότερα ο καπετάν Θοδωράκης Κολοκοτρώνης αρχιστράτηγος των Ελλήνων έμπαινε νικητής στην Τρίπολη
- Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο “1821 μέσα από τη ματιά σύγχρονων συγγραφέων” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 24 Γράμματα