/Μικρό Διήγημα: Θεραπευτικοί Οδοί (Κατερίνα Βαρδή)

Μικρό Διήγημα: Θεραπευτικοί Οδοί (Κατερίνα Βαρδή)

Γράφει η Κατερίνα Βαρδή

14 Απριλίου, 2020

Σηκώθηκε από το κρεβάτι της με αβέβαιο βήμα, σα να δοκίμαζε την ικανότητα της να σταθεροποιήσει το σώμα της, σα να περπατούσε σε ανώμαλο έδαφος γεμάτο παγίδες και αγκάθια. Είχα ήδη περάσει 4 ώρες από την ώρα που ξάπλωσε και προσπάθησε να κοιμηθεί. Το κεφάλι της την έξυνε τραγικά, μόνο που από τις 3 το ξημέρωμα δεν ήταν πλέον μόνο σε ένα σημείο, αλλά στους κροτάφους, στο μέτωπο, στον αυχένα, ακόμα και πίσω από τα μάτια. Είχε προσπαθήσει να μπήξει τα νύχια της πίσω από το βλέφαρο της, το είχε δικαιολογήσει στον εαυτό της ότι για να το ένιωθε πάει να πει πως κάτι ήταν εκεί, κάτι βρισκόταν πίσω από το δέρμα και τα δάκρυα και έτρωγε το βολβό του ματιού της, το δάγκωνε και ρούφαγε τα θρεπτικά υγρά του. Το ένιωθε διαρκώς, κάτι κινείται εκεί και ταξιδεύει σε όλα τα νεύρα στο κεφάλι της και τι θα γίνει αν φτάσει στον εγκέφαλο της; Έπρεπε να το βγάλει, άλλωστε δεν ήταν τρελή, όλοι οι άνθρωποι δεν επιτρέπουν ξένα σώματα στο δικό τους, έτσι; Τα αφαιρούν, είτε με τη βοήθεια επαγγελματία είτε μόνοι τους. Πάντως το ξένο σώμα σίγουρα δεν έπρεπε να μείνει ούτε λεπτό ακόμα μέσα της.

Συνέχισε να περπατάει προς την κουζίνα, άτσαλα και ασυγχρόνιστα, χωρίς ποτέ να σταματήσει να ξύνεται. Κατέβηκε τις σκάλες μες τη νύχτα προσέχοντας να μην κάνει πολύ θόρυβο, αυτά τα αναθεματισμένα δεν έπρεπε να ξυπνήσουν. Ήταν αμέτρητα και ήταν παντού. Ήταν στο ξύλο, στους τοίχους, στις κουρτίνες και περιμένουν να ξημερώσει ακόμα μια ημέρα και να συνεχίσουν να τρώνε, να τρώνε το σπίτι τα φυτά της και την ίδια. Ήταν αδίστακτα, ό,τι εντομοκτόνο και να αγόρασε δεν είχε αποτέλεσμα. Ανθεκτικά και αδυσώπητα, σαν σκουλήκια που τρώνε τη σάρκα από άψυχη μάζα και δεν θα σταματήσουν μέχρι να μη μείνει τίποτα. Όμως τα σκουλήκια τα έβλεπες. Μπορούσες να μετρηθείς μαζί τους, να τα χλευάσεις, να τα λιώσεις κάτω από το παπούτσι σου ή ανάμεσα στα δάχτυλα σου, μπορούσες να τα εξοντώσεις! Αυτά τα καταραμένα παράσιτα, τα διαολεμένα μικροσκοπικά και επίμονα παράσιτα ήταν σχεδόν αόρατα! Κάθε φορά που προσπαθούσε να τα πιάσει εξαφανίζονταν, τρέχανε να κρυφτούνε πίσω από κόχες και ρωγμές. Πόσες βραδιές είχε προσπαθήσει να τα εντοπίσει, πόσες νύχτες είχε περάσει ξάγρυπνη μήπως και τα αφουγκραστεί να ροκανίζουν το ξύλο και τα φύλλα, να τρώνε κομμάτια από το πάτωμα και να κινούνται στο χώμα; Δεν ήξερε τι την τρόμαζε πιο πολύ, το γεγονός ότι ποτέ δεν τα άκουγε ή η πιθανότητα μια μέρα να τα ακούσει; 

Άνοιξε το συρτάρι της κουζίνας όσο πιο σιγανά μπορούσε, φοβούμενη ότι από μέσα θα έβγαιναν μιλιούνια από δαύτα, τόσα πολλά που θα την έπνιγαν ολόκληρη. Έψαξε για ένα κουτάλι σωστού μεγέθους και όταν αποφάσισε ότι θέλει το μοναδικό με το χάραγμα στη λαβή το έφερε κοντά στο στήθος της και χωρίς να κλείσει το συρτάρι κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Ιδανικά δεν θα άναβε καν το φως αλλά έπρεπε κάπως να βλέπει. Δεν έπρεπε να αφήσει τίποτα στην τύχη, δεν έπρεπε να επιτρέψει σε κανένα από αυτά τα σιχαμένα ζωύφια να δραπετεύσει! Πλησίασε τον καθρέφτη και ένιωθε την καρδιά της να φτερουγίζει, επιτέλους θα μπορούσε να τα δει, να αποδείξει σε όλους ότι υπάρχουν και ότι δεν τα φαντάζεται, δεν ζουν μόνο στο κεφάλι της αλλά και στους ιστούς, στο αίμα, στο δέρμα της, περπατάνε στους κροτάφους της και κάνουν κύκλους στα ιγμόρεια της. Σήκωσε το κουτάλι και με μια αποφασιστική κίνηση το πίεσε στο κάτω βλέφαρο του δεξιού ματιού. Ο πόνος την λύγισε, ήταν τόσο σίγουρη για τον εαυτό της που την σόκαρε η κομμένη της ανάσα και τα αδύναμα γόνατα της. Έβγαλε μια κραυγή πόνου και κατευθείαν έκλεισε το στόμα της, δεν έπρεπε να την ακούσει ούτε ένα από αυτά αλλιώς θα έφερναν το χάος. Έπρεπε να τα πιάσει απροειδοποίητα, μόνο έτσι θα μπορούσε να αποδείξει σε όλους πόσο ύπουλα είναι! Βρέθηκε στο κρύο πάτωμα να κρατάει το στόμα της, θεέ μου, ήθελε να ουρλιάξει με όλη της τη δύναμη και το στήθος της πήγαινε να σπάσει. Ένιωσε κάτι να στάζει στο δεξί της μάγουλο της και εκείνη τη στιγμή δεν ήταν σίγουρη αν ήταν αίμα ή δάκρυα. Δεν γίνεται να είναι τόσο αδύναμη, αυτή είναι η μια ευκαιρία της! 

Άρπαξε τον νιπτήρα και τράβηξε τον εαυτό της αργά πάνω. Το κουτάλι στηριζόταν το μισό στο μάτι της, δεν είχε εκτελέσει ακόμα τον υπέρτατο σκοπό του. Το βρεγμένο της μάγουλο οφειλόταν σε ένα συνδυασμό αίματος και δακρύων και είχε μια ροζ απόχρωση, σαν ημι-αναμειγμένο χρώμα ζωγραφικής που στάζει από την κούπα των πινέλων. Ένιωθε το μάτι της να τρελαίνεται, όλοι οι νευρώνες, όλα τα αισθητηριακά κέντρα είχαν πανικοβληθεί και έστελναν άτακτα σήματα στον εγκέφαλο της, την γαργαλούσε, την έξυνε, την πόναγε, το ένιωθε ζεστό και κρύο και μουδιασμένο και υγρό και ανάθεμα και αν τα άφηνε να στήσουν παιδική χαρά εκεί που δεν τα έφτανε! Έπιασε το κουτάλι, αυτή τη φορά και με τα δύο χέρια και ένιωσε το κρύο μέταλλο στις παλάμες της.

 

2 Φεβρουαρίου, 2020

Μπήκε στο σπίτι κρατώντας ακόμα ένα νέο μέλος της οικογένειας : μια πανέμορφη και κατάλευκη ανθισμένη ορχιδέα. Στη συλλογή της είχε ήδη ορχιδέες άλλων χρωμάτων μα δεν είχε ποτέ ξανά λευκή. Την τοποθέτησε στο περβάζι στο δυτικό παράθυρο και της έβγαλε το πλαστικό κάλυμμα και τον φιόγκο, τα φυτώρια άλλωστε έδιναν υπερβάλλουσα σημασία στο περιτύλιγμα. Το ίδιο απόγευμα την μεταφύτευσε σε ειδικό χώμα και της έβαλε μερικές σταγόνες λιπάσματος. Πότισε ευλαβικά τα υπόλοιπα φυτά του σπιτιού που δεν πρέπει να ξεπερνούσαν τα 35 σε αριθμό και πήγε για ύπνο ικανοποιημένη με τον εαυτό της. Η μικρή της ζούγκλα μεγάλωνε και σύντομα πολλά από τα φυτά της θα μετακόμιζαν μόνιμα στον κήπο όταν ερχόταν η άνοιξη. Είχε ήδη κάνει σχέδια για το που θα τοποθετούσε τον φίκο και τις αζαλέες και τα παχύφυτα και αν όλα πήγαιναν κατ ευχήν θα είχε ελάχιστες απώλειες από τη μεταφύτευση. Αν χρειαζόταν ήταν προετοιμασμένη να καλέσει επαγγελματική βοήθεια, δεν είχε σημασία το κόστος. Ο κήπος έπρεπε να είναι έτοιμος το καλοκαίρι.

Εκείνο το βράδυ ξεκίνησε. Η αίσθηση του κενού, εκείνο το κολλώδες και μεταδοτικό συναίσθημα του κινδύνου. Κάτι δεν πήγαινε καλά, μα δεν μπορούσε να εντοπίσει τι. Ήξερε ότι το άγχος της τα τελευταία χρόνια ξέφευγε, λίγο τη φορά, λίγο παραπάνω κάθε χρόνο, αλλά δεν ήθελε να ξαναζήσει το χάος της ψυχοθεραπείας. Την τρόμαζαν οι ερωτήσεις, φοβόταν τις σιωπές, απέφευγε να ανοίξει την πόρτα στο ασυνείδητο της και να κοιτάξει μέσα. Εκεί ζούσαν όλα τα άσχημα πράγματα. Εκείνη την πόρτα την κρατούσαμε κλειστή και δεν την πειράζαμε. Η πόρτα αυτή δεν θα ανοιχτεί ποτέ ξανά γιατί θα βγουν όλα αυτά που δεν πρέπει να βγουν, και αν το κάνουν, θα τρέξουν ανεξέλεγκτα, θα τραφούν από τους φόβους και τις σκέψεις της, θα γελάσουν με τον πόνο της και θα την παραλύσουν. Αυτό δε το κάνουμε σε αυτό το σπίτι, όχι κύριε, σε αυτό το σπίτι κρατάμε το ηθικό μας ακμαίο και χτίζουμε μια μικρή όαση στο σκότος της καθημερινότητας. Σε αυτό το σπίτι απαγορεύεται να μπει αυτός και οποιοσδήποτε άλλος θέλει να τη βλάψει. Εδώ κάνουμε γιόγκα και μετράμε τις ανάσες μας κάθε βράδυ με διαλογισμό, εδώ τρώμε υγιεινά με λίγο μόνο κρέας και όταν παθαίνουμε κρίσεις πανικού βγαίνουμε στον κήπο και βάζουμε τα πόδια μας στη γη, στο υγρό χώμα και κοιτάμε τον ουρανό. Πάντως, ό,τι και να γίνει, ποτέ, ποτέ, ποτέ δεν ζητάμε βοήθεια. Αν ζητήσουμε βοήθεια, σε αυτό το σπίτι, θα το καταστρέψουμε και αυτό και μετά θα πρέπει όλα να ξεκινήσουν από την αρχή, και δεν το θέλουμε αυτό, έτσι δεν είναι

Έτσι είναι. Το σπίτι αυτό θα μείνει αμόλυντο και καθαρό. Από αυτόν. Απ’ όλους. Από εκείνο το βράδυ. Αυτό το σπίτι δε θα μάθει ποτέ τι έγινε εκείνο το βράδυ. Τα μόνα σημάδια που την προδίδουν ακόμα είναι οι ουλές στο στήθος από το σπασμένο μπουκάλι και το γεγονός ότι δεν θα έκανε ποτέ παιδιά. Φρόντισε αυτός για αυτό. Αλλά το σπίτι δεν το ξέρει αυτό.

 

23 Φεβρουαρίου 2020 

Έκατσε οκλαδόν μπροστά από τον φίκο. Πριν μερικές μέρες ήταν ένα υγιές φυτό γεμάτο ζωή, καταπράσινα φύλλα, πυκνές ρίζες και σταθερό κορμό. Τώρα μπροστά της έστεκε ένα κιτρινισμένο, απογοητευμένο και μίζερο φυτό με τις απαρχές μούχλας να εντοπίζονται αχνά στο χώμα. Το κοίταξε με δυσπιστία και αποτροπιασμό, οι ρίζες είχαν ήδη αρχίσει να μυρίζουν σήψη. Έπιασε ένα φύλλο ανάμεσα στα δάχτυλα της και το χάιδεψε, σα να θέλει να παρηγορήσει ένα καλό φίλο για μια απώλεια του, σα να θέλει να του δείξει ότι είναι εκεί για αυτόν, για τα καλά και τα κακά, για τις χαρές και τις λύπες. Το φύλλο σχεδόν αποκόπηκε από τον κορμό, η αδυναμία του ήταν τόσο εμφανής και σε αυτό το σημείο αμφέβαλλε και η ίδια ότι μπορούσε να το σώσει.

Το έφερε κοντά στα μάτια της προσπαθώντας να διακρίνει τι μπορεί να είναι αυτή η σκουρόχρωμη σκόνη στο φύλλωμα, μια ελαφριά κόκκινη απόχρωση που θύμιζε σκουριά σε μέταλλο. Ίσως είναι το λίπασμα που χρησιμοποιούσε; Μήπως το είχε παραποτίσει τις προηγούμενες εβδομάδες και είχε αναπτύξει κάποιο είδος σπάνιας μούχλας; Αν ήταν μούχλα ίσως μπορούσε να το σώσει αν το έβαζε κοντά στο καλοριφέρ και του άλλαζε το χώμα. Μπορεί να είναι καλύτερα να το βγάλει έξω στο κρύο, αν και είχε διαβάσει ότι οι φίκοι γενικά δεν επιβίωναν σε εξωτερικό χώρο. Ανάθεμα, τι μπορεί να έπαθε τόσο ξαφνικά;

Και τότε το είδε. Είδε κάτι να κινείται πάνω στο φύλλωμα. Στην αρχή ήταν ανεπαίσθητο, σχεδόν χανόταν στις φλέβες του φύλλου, σαν να ενσωματώνεται στις ίνες του, όμως το είδε. Το είδε να φεύγει ατάκτως κατευθυνόμενο στη βάση του φύλλου, να προσπαθεί να ξεφύγει από την παρατήρηση μιας προσεκτικής ματιάς και μιας παρεμβατικής αίσθησης δακτύλων, έτρεχε να σώσει τη ζωή του. Το ακολούθησε με τα μάτια χωρίς να παίρνει ανάσα και σκέφτηκε ότι έμοιαζε με μια κόκκινη κουκκίδα μόλυνσης, μια κουκκίδα που απομυζούσε την ψυχή από τον αγαπημένο της φίκο και τώρα προσπαθούσε να σώσει την μίζερη παρασιτική ζωή της. Τινάχτηκε πάνω σα να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και σήκωσε τη γλάστρα από τη βάση της. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και την έβγαλε στον κήπο, σχεδόν πετώντας την στο κέντρο, πάνω στη σκληρή γκρι πέτρα. Έφερε το λάστιχο και έλουσε τη γλάστρα από πάνω ως κάτω με τόση πίεση που εκτόξευε χώμα δεξιά και αριστερά. Μόλις βεβαιώθηκε πως ότι και να ήταν πριν η κόκκινη κουκκίδα, σίγουρα τώρα θα είχε πνιγεί, έβγαλε το φυτό από τη γλάστρα και το καθάρισε από την κορυφή ως τις ρίζες. Του έβαλε νέο χώμα, έκοψε τις σάπιες ρίζες και έφυγε νικήτρια. Ή έτσι νόμιζε.

Το επόμενο πρωί, την ώρα που έφτιαχνε τον καφέ της πρόσεξε ότι το κακτάκι που είχε στον πάγκο της κουζίνας είχε γίνει κατακόκκινο. Η κατάλευκη ορχιδέα στο σαλόνι είχε στίγματα σε όλα της τα φύλλα. Η σανσιβέρια στην είσοδο σχεδόν παλλόταν από το κύμα των κινούμενων ζιζανίων. Τα έβγαλε ένα ένα όλα έξω απλά για να αντιμετωπίσει έναν εξίσου κατακόκκινο φίκο που με το ζόρι κρατιόταν στη ζωή. Τα πέταξε όλα στο πάτωμα κλαίγοντας και τα άφησε στη μοίρα τους μέχρι να καλέσει ειδικό γεωπόνο.

 

12 Μαρτίου, 2020

Άνοιξε την πόρτα και στα χέρια της είχε δύο καινούργιες ορχιδέες, εξίσου λευκές με την προηγούμενη που είχε πετάξει στα σκουπίδια το προηγούμενο βράδυ. Ο ειδικός είχε έρθει, είχε ελέγξει τα φυτά και έφυγε δηλώνοντας ότι δεν μπορεί να βρει “τα μικροσκοπικά κόκκινα παράσιτα”. Άλλος ένας κομπογιαννίτης που δεν μπορεί να κάνει σωστά τη δουλειά του και τώρα έπρεπε να κάνει η ίδια. Τα μάζεψε όλα και τα πέταξε στον κάδο των σκουπιδιών προσέχοντας να τα ακουμπήσει μόνο με γάντια. Έπρεπε να αποφύγει τις παράπλευρες μολύνσεις. Μέχρι τώρα τα υπόλοιπα φυτά στο σπίτι φαίνονται υγιή και έτσι πρέπει να μείνουν.

Τοποθέτησε και τις δύο ορχιδέες στο κέντρο του σαλονιού με προσοχή, για να αποφύγει να ακουμπήσουν τα φύλλα τους με τα υπόλοιπα φυτά του σπιτιού. Πρέπει να υπάρξει απομόνωση και απολύμανση όλων των χώρων με ευλαβική προσοχή. Είναι ύπουλα και σατανικά, δεν πρέπει να πλησιάσουν πολύ κοντά αλλιώς θα βρουν τρόπο να κρυφτούν και στις νέες ορχιδέες και να τις ρουφήξουν μέχρι να μη μείνει τίποτα.

Εκείνη τη μέρα δεν ξαναβγήκε από το σπίτι. Ούτε την επόμενη. Ούτε την μεθεπόμενη. Οι κόκκινες κουκκίδες εμφανίστηκαν στην κουπαστή της σκάλας και στην κάσα της πόρτας. Εντόπισε κόκκινα στίγματα στις κουρτίνες και στα ρούχα της. Ένιωθε τα ζιζάνια να περπατάνε στα μαλλιά της και να κόβουν βόλτες στην πλάτη της. Έκανε πλέον κάθε μέρα καυτά ντους και προς στιγμήν σκέφτηκε να βυθιστεί ολόκληρη στη μπανιέρα με διαλυμένη χλωρίνη, όμως το προσπέρασε ως ύστατο μέτρο, μια κίνηση απελπισίας που θα έκανε μόνο κάποια σαλεμένη, εντελώς τρελή, και αυτή δεν ήταν τρελή, όχι, ήταν απλά μια ανήσυχη ιδιοκτήτης πολλών φυτών. Μια υπεύθυνη ερασιτέχνης κηπουρικής που έπρεπε να αποφύγει την εκτεταμένη μόλυνση αυτού του άγνωστου παράσιτου.

 

25 Μαρτίου, 2020

Σηκώθηκε ξανά από το κρεβάτι της τα ξημερώματα, αδύναμη και με μάτια που έτσουζαν από την αϋπνία. Το δέρμα της πονούσε από τις ατελείωτες ώρες τριψίματος και σαπουνίσματος όμως δεν μπορούσε να σταματήσει. Τα έβλεπε παντού, ήταν στο κρεβάτι και το μαξιλάρι της, ήταν στον αέρα, στο ταβάνι, στις κούπες που έπινε τον καφέ της, είχαν μολύνει το νερό της και είχαν βρει τρόπο να επιβιώσουν στο σώμα της. Ο δεύτερος ειδικός που την είχε επισκεφθεί ισχυριζόταν ότι δεν έβρισκε σημάδια μόλυνσης στα φυτά, όμως πως μπορεί να λέει κάτι τέτοιο όταν όλα τα φυτά πλέον είναι μια κινούμενη κόκκινη μάζα, πως μπορεί να την κοιτάει στα μάτια και να της λέει τέτοια κατάφωρα ψεύδη όταν την ξύνει όλο της το σώμα και νιώθει τα ζιζάνια να περπατάνε μέσα της;!

Πλέον τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να αραιώνουν και ο ψυχοθεραπευτής της θα υπέθετε ότι είναι και αυτό ένα σύμπτωμα άγχους. Η αλήθεια θα βρισκόταν στο ατελείωτο τρίψιμο και χτένισμα που έκανε πλέον τουλάχιστον τέσσερις φορές τη μέρα με μανία προσπαθώντας να κατευνάσει το σύμπτωμα που δεν έφευγε ποτέ. Η αλήθεια ήταν ότι τα φυτά τα είχε παρατήσει στη μοίρα τους, βγάζοντας τα όλα έξω στον κήπο μέχρι να βρει τρόπο να απολυμάνει το σπίτι της και να σταματήσει να βλέπει μικροσκοπικές κόκκινες κουκκίδες όπου έπεφτε το μάτι της.

 

14 Απριλίου, 2020

Το μέταλλο στις παλάμες της σχεδόν την κάρφωνε, το είχε πιάσει τόσο σφιχτά που θα ορκιζόταν ότι μπορούσε να τρυπήσει το δέρμα της και να ματώσει. Όμως δεν μπορούσε να σταματήσει, έπρεπε να αποδείξει ότι υπήρχαν και αν κατάφερνε να τα καταγράψει τότε όλοι θα την πίστευαν και δεν θα ήταν τρελή, παρανοϊκή, θα είχε δίκιο για μια φορά!

Ένιωσε το στήθος της να καίει, να δονείται, σα να θέλει να κάνει εμετό. Έπιασε το λαιμό της και ένιωσε την ανάσα της να βγαίνει με δυσκολία. Δεν έβλεπε καλά, πονούσε, υπέφερε, ήταν έτοιμη να καταρρεύσει από την εξόντωση και το τραύμα αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να τα νιώθει. Τα χέρια της κατέβηκαν στο στέρνο και προσπάθησε να νιώσει τη διαδρομή τους, που πάνε και πόσο γρήγορα. Άνοιξε την ματωμένη της μπλούζα και ψηλάφισε με τα χέρια της την πληγή πάνω από το στήθος, το παγωμένο της δέρμα και αφουγκράστηκε. Ένιωθε την αηδιαστική ουλή που της είχε αφήσει εκείνος. Της θύμιζε την σιχαμερή ύπαρξη του, μια επίπονη εποχή που ήταν αδύναμη και άβουλη, άχρηστη και σκουπίδι που της άξιζαν τα χειρότερα, ή τουλάχιστον έτσι έλεγε αυτός. Άφησε το δάχτυλο της να χαϊδέψει το επουλωμένο δέρμα και εκείνη τη στιγμή τα ένιωσε. Τα ένιωσε να πάλλονται κάτω από το δέρμα της, σπαστικά και πανικόβλητα. Άρχισε να γδέρνει την ουλή, ξανά και ξανά, προσπαθώντας να αποκτήσει την ίδια πρόσβαση που είχαν και αυτά. Έπρεπε να μπει μέσα. Έπρεπε να τα βγάλει.

Τράβηξε το κουτάλι από το μάτι της με όλη της την δύναμη και το έμπηξε στην ουλή. Δεν τρύπησε το δέρμα αρκετά την πρώτη φορά οπότε το τράβηξε και το κάρφωσε ξανά και ξανά μέχρι να αφήσει μια χαώδη ματωμένη τρύπα στο πέρασμα του. Έχωσε το χέρι της μέσα και έπιασε την άμορφη μάζα των σιχαμερών αυτών όντων. Έκλεισε την παλάμη της όσο μπορούσε και την τράβηξε έξω.

Την άνοιξε πάνω από τον νιπτήρα και χιλιάδες κόκκινες κουκκίδες ξεχύθηκαν μαζί με το αίμα της. 

Όμως δεν ήταν πλέον κουκκίδες. Δεν ήταν πλέον μικροσκοπικά. Δεν έτρεξαν να κρυφτούν ούτε προσπάθησαν να φύγουν.

Ήταν πλέον αρκετά μεγάλα για να μην την χρειάζονται.