/Μικρό Διήγημα: Ο μπαρμπά Θανάσης (Γιώργος Σταφυλάς)

Μικρό Διήγημα: Ο μπαρμπά Θανάσης (Γιώργος Σταφυλάς)

Γράφει ο Γιώργος Σταφυλάς, Συγγραφέας

Ηξερα τον μπαρμπα Θανάση από την εποχή που γύριζε ενα ενα τα χωριά του νομού με το ποδήλατο του. Στα παιδικά μας μάτια ο μπαρμπα θανάσης ηταν μια φιγούρα μυθική, αυτός και το ποδήλατο του. Γέρος από τότε για εμας, ίσως δεν υπήρξε ποτέ του νέος αν και ασφαλώς κάποτε θα ήταν. Ήταν ωραίος ο μπαρμπα Θανάσης. Μορφή σεπτή, ασκητική απολλώνια και διονυσιακή μαζί. Άνδρας ψηλός στα νιάτα του, θα ήταν οπωσδήποτε δυνατός ακόμα γιατί το στέρνο του ηταν πλατύ. Το πρόσωπο του φανέρωνε υγεία και γύρω στα γαλάζια μάτια του σχηματίζονταν ρυτίδες όταν γέλαγε. Και γέλαγε συχνά ο μπαρμπα Θανάσης. Γελούσε με την ψυχή του καθώς περνούσε από τα χωριά μας και άραζε στο κεντρικό καφενείο της πλατείας. Τότε έβγαζε το σακάκι – αλλά οχι και την ταργιάσκα που φορούσε – καθότανε και φούμερνε και έπινε. Υστερα έφευγε και συνέχιζε για το επόμενο χωριό είτε με τσέπες άδειες – συχνότερα αυτό – είτε με τσέπες γεμάτες τις σπάνιες φορές που κάποια γυναίκα έβγαινε να αγοράσει κανα ματσάκι άνηθο η καμιά πλεξάνα σκόρδα που πουλούσε ο μπαρμπα Θανάσης.

Μα είτε είχε πουλήσει είτε όχι ηταν πάντοτε γελαστός και έτοιμος να ανταποκριθεί στα πειράγματα των ζιζανίων του χωριού μεταξύ των οποίων κι εγώ. Μαζευόμασταν που λέτε τα ζιζάνια και θαυμάζαμε το ποδήλατο την ώρα που ο μπαρμπα Θανάσης τα έπινε με τους μεγάλους στην πλατεία. Δεν ήταν συνηθισμένο ποδήλατο. Ηταν θυμαμαι ενα βαρύ Εγγλέζικο διπλοσκέλετο απο αυτα που είχαν ακόμα φτερά στους τροχούς, σχάρα για να βάζει την πραμάτεια του ενας άνθρωπος του μόχθου και προφυλακτήρα στην αλυσίδα για να μην λερώνονται τα μπατζάκια του παντελονιού. Ηταν στολισμένο με εγγλέζικα σημαιάκια μπροστά στο τιμόνι του και είχε ακόμα ενα κουδούνι με χαρακτηριστικό, διαπεραστικό ήχο που ακόμα ηχεί στα αυτιά μου. Μα το πιο εντυπωσιακό απ όλα ηταν το φως του. Ειχε ενα τεραστιο φανάρι μπροστά που δούλευε με δυναμό και εμεις με τα παιδικά μας μάτια φανταζόμασταν οτι αυτό το φανάρι ηταν ικανό να κάνει την νύχτα μέρα. Και πράγματι ηταν γιατί κανα δυο σπάνιες φορές που ο δρόμος είχε φέρει νύχτα τον μπαρμπα Θανάση στο χωριό μας διαπιστώσαμε πως στ αλήθεια φώτιζε ολόγυρα συνατά, στέλνοντας μια ισχυρή δεσμίδα φωτός κάμποσα μέτρα μπροστά.

Το ποδήλατο εκείνο πραγματικά γυάλιζε και αυτό ηταν κάτι εντυπωσιακό για τα παιδικά μας μάτια. Ο μπάρμπα Θανάσης το φρόντιζε σαν να ηταν παιδι του. Το γυάλιζε, το συντηρούσε, ωστε τούτο το ποδήλατο που ηταν ταυτόχρονα και μεσο μεταφορικό και εργαλείο δουλειάς .έμοιαζε πάντοτε καινούριο. Όταν ο μπαρμπα Θανάσης ‘έιχε πια πιει τα τσίπουρα του, φουμάρει τα τσιγάρα του και πουλήσει – αν είχε πουλήσει- την πραμάτεια του κινούσε να πάρει το ποδήλατο. Αμέσως τότε εμείς,το σμάρι των ζιζανίων, μαζευόμασταν κοντα του και τον ταράζαμε στις ερωτήσεις. ”Πόσα πιάνει στην κατηφόρα μπαρμπα Θανάση ;” και ” δώστο μου να το πάω μια βόλτα μπαρμπα Θανάση ” και άλλα τέτοια νόστιμα μα και άτοπα που τα παιδιά λένε πάντοτε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γής. Και λέω άτοπα γιατί πως θα μπορούσε να ξέρει ο μπάρμπα θανάσης πόσα χιλιόμετρα έπιανε στην κατηφόρα το εργαλείο του; Σάμπως ειχε πάνω κοντέρ; η μήπως το ενδιέφερε η ταχύτητα ;

Και στ αλήθεια εδώ που τα λέμε δεν τον είχαμε δει ποτε να τρέχει. Καθόταν στητός πάνω στην φαρδιά δερμάτινη σέλα του ποδηλάτου του και πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό κάνοντας αργά πετάλι. Τωρα που το σκέφτομαι ειμαι βεβαιος ότι με αυτό τον ρυθμό θα μπορούσε να κάνει αιώνια πετάλι, ενω συχνά κάπνιζε πάνω στην σέλα. Ο ωραίος αυτός τύπος ποτε δεν μας αποπήρε αντίθετα γέλαγε με κείνο το πλατύ του γέλιο και αντάλλαζε μαζι μας χειραψίες. ”Κόλλα το μικρέ ”μου είπε μια μερα και εγω έκανα το λάθος να τον ακούσω… Η παλάμη του ηταν πλατια σαν φτυάρι και η λαβή της χειραψίας του σφιχτή σαν τανάλια. Πήρα το χέρι μου πίσω σχεδόν κουλαμένο και ο μπαρμπα Θανάσης σκασμένος στα γέλια καβάλησε την ποδηλατάρα του άναψε τσιγάρο και ξεμάκρυνε.

Αυτός ηταν που λέτε ο μπαρμπα Θανάσης μια αγαπημένη φιγούρα των παιδικών μου χρόνων με ενα ποδήλατο επικό( ετσι φάνταζε στα μάτια μας) ποδήλατο. Είχα χρόνια να τον ιδώ, πολλά χρόνια, αφού από το χωριό πια είχα φύγει. Όμως μια μέρα που αποφάσισα να επισκεφτώ ξανά τα πάτρια εδάφη και να θυμηθώ τα παλια τον συνάντησα… Ηταν ενα απο εκείνα τα άγια απομεσήμερα του Αυγούστου που ο ηλιος πυρώνει την πέτρα και χύνει λιωμένο μολύβι στα κορμιά. Κεινα τα απομεσήμερα η ζήση όλη αποκάμει και το χωριό ολόκληρο προσπαθεί να χωρέσει κάτω από το τεράστιο πλατάνι της πλατείας αναζητώντας λίγη δροσιά στην σκιά του. Ετσι ‘εκανα κι εγω. Παρκάρησα τ αυτοκίνητο και ανέβηκα τον δρόμο μέχρι την πλατεία του χωριού. Ηταν σαν να είχαν παγώσει όλα στον χρόνο, λες κ αυτή η πλατεία και οι άνθρωποι της μαζί, είχαν πιαστεί σε μια ρωγμή του χρόνου. Από τα είκοσι μου είχα να πατήσω στο χωριό κι όμως δεν είχε αλλάξει τίποτα.

Χαμογελώντας πλησίασα το καφενείο.

– Ει κυρ Μανώλη, θα μου φτιαξεις εναν μερακλίδικο όπως μόνο εσύ ξέρεις.

Δεν ήταν κολακεία, ηταν αλήθεια. Ο μπαρμπα Μανώλης ο καφετζής γύρισε και με κοίταξε με τα μεγάλα καφετιά του μάτια.

Με γνώρισε αμέσως

.- Καλώς όρισες, είπε. Τι νέα από την πρωτεύουσα;Είχε να με δει είκοσι χρόνια και όμως μου μιλούσε σαν να ηταν μόλις εχθές που έφυγα από το χωριό.

– Καλά κυρ Μανωλη, καλά είναι η Αθήνα αλλά πουθενά σαν το χωριό.

Τα μάτια του άστραψαν από χαρά. Οι απλοί άνθρωποι ενθουσιάζονται ειλικρινά ‘οταν πενευεις τον τόπο τους. Εφυγε να μου φτιάξει τον καφέ κι εγώ άναψα τσιγάρο παρατηρώντας την κίνηση στην πλατεία. Ενας, ένας οι παλιοί γνωστοί άρχισαν να περνούν από το τραπέζι μου λέγοντας μου απο ενα καλό λόγο. Άλλος με ρωτούσε για την Αθήνα, άλλος για τις σπουδές μου, άλλος για την δουλειά μου,όλοι είχαν κάτι καλό να μου πουν και ηταν στ αλήθεια ενας ευχαριστος μικρός πονοκέφαλος να απαντάς σε όλους.

Στο μεταξύ ‘ήρθε κι ο καφές. Ήπια μια γερή γουλιά και γέρνοντας αναπαυτικά πίσω στην καρέκλα μου τράβηξα μια καλή τζούρα από το τσιγάρο μου. Πουθενά δεν είναι σαν τον τόπο σου σκέφτηκα. Και ύστερα εκεί που φούμερνα κι έπινα τον καφέ μου, τον είδα. Ανέβαινε τον δρόμο που οδηγούσε στην πλατεία, στητός πάνω στην σέλα του ποδηλάτου του φορώντας πάντα την ίδια εκείνη τραγιάσκα στο κεφάλι του, το ίδιο πάντα σακάκι, τα ίδια ρούχα. Με το χαρούμενο ντριιιιν του κουδουνιού του ποδηλάτου του ανάγγελνε τον ερχομό του. Πλησίασε στην πλατεία χαιρετώντας και γελώντας όπως έκανε πάντα. Υστερα παρκαρισε το ποδήλατο και κάθισε στο καφενείο να ξαποστάσει. Διάλεξε τραπέζι κάτω από την παχιά σκιά του μεγάλου πλατανιού και χτύπησε παλαμάκια να δώσει παραγγελία. Ο κυρ Μανώλης βγήκε και αφού τα είπανε λίγο οι δυο τους έφυγε για να εκτελέσει την παραγγελία του μπαρμπα Θανάση. Πριν μπει στην κουζίνα στάθηκε στο τραπέζι μου

– Τον θυμάσαι αυτόν; με ρώτησεΤου χαμογέλασα.
– Πως θα μπορούσα να τον ξεχάσω είναι ίδιος άλλωστε.

Περίμενα να φέρει ο κυρ Μανώλης τον καφέ του και ύστερα πήρα το θάρρος και πήγα στο τραπέζι του.

– Μπαρμπα Θανάση μου επιτρέπεις να καθίσω; ρώτησα με σεβασμό.

Έστρεψε το κεφάλι του στα δεξιά και με κοίταξε. Τα γαλαζια του μάτια είχαν την ίδια πάντα καλοσύνη, την ίδια παιδικότητα στο βλέμμα. Μονο ο χρόνος είχε σκάψει κι άλλο το ηλιοκαμμένο του πρόσωπο. Ειχε επίσης ταλαιπωρήσει πολύ το αιώνιο σακάκι του.

– Κάθισε, μου είπε.

Κάθισα και αμεσως εκανα την κίνηση να του προσφέρω τσιγάρο.

– Ευχαριστώ, αλλά έχω τα δικά μου.Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο κόκκινο πακέτο. Σέρτικα Λαμίας.
– Βγαίνουν ακόμα αυτά; ρώτησα
– Αμε! Αμα σταματήσουν θα σταματήσω κι εγω το κάπνισμα, είπε.
– Αλήθεια μπαρμπα Θανάση πόσο χρονών είσαι;
– Ογδοντα πέντε, είπε και αμέσως με ρώτησε : του λόγου σου όμως νεαρέ ποιός είσαι που ρωτάς;

Πριν απαντήσω υπολόγισα ότι θα πρέπει να ηταν κάπου εξήντα την εποχή που τα πιτσιρίκια μαζευόμασταν σαν σμάρι από μέλισσες γύρω από λουλουδια με γύρη φορτωμένα και περιεργαζόμασταν το ποδήλατο του

.- Είμαι ενα από τα παιδιά που κάποτε θαυμάζαμε το ποδήλατο σου όταν περνούσες από το χωριό.

Με τα γαλάζια του μάτια με κοίταξε σαν να με περνούσε ακτινογραφία

.- Σε θυμήθηκε, είπε. Ηθελες να καβαλήσεις το ποδήλατο κι εγω όλο σου έλεγα κόλλα το ρε μικρέ και κόλλα το ρε μικρέ…
– Ναι, είπα…Και ύστερα έφευγες και περίμενα πότε θα περάσεις πάλι για να δω από κοντά το ποδήλατο.
– Νάτο, είπε, δείχνοντας προς το ποδήλατο με καμάρι. Ακόμα το έχω.
– Αλήθεια μπαρμπα Θανάση, Δεν σκέφτηκες ποτε να αγοράσεις ενα καινούργιο μιας κι αυτό πάλιωσε.
– Όχι ποτε! Τ αγαπάω και το φροντίζω σαν παιδί μου. Μ αυτό θα πεθάνω. Να, είπε, πήγαινε δες το και καβάλα το αν θες. Τωρα πια είσαι μεγάλος.

Σηκώθηκα και πήγα προς το ποδήλατο νιώθοντας μέσα μου πως ξαναγινόμουνα ο δεκάχρονος πιτσιρικάς που ήμουν εικοσιπέντε και βάλε χρόνια πίσω. Πράγματι, ο μπαρμπα Θανάσης είχε δίκιο. Το ποδήλατο το φρόντιζε σαν να ητανε παιδί του ( και εδω που τα λέμε δεν ξέραμε αν είχε παιδιά, κανείς δεν ήξερε). Τα φτερά του γυάλιζαν, ο προφυλακτήρας του επισης, τα χοντρά του λάστιχα ηταν καινούργια, η σέλα του από καφέ δέρμα αφθαρτη και το πιο εντυπωσιακό απ όλα το φαναρι με τον δυναμό πάντοτε εκεί μπροστά.

– Πάρτο αν θες. Κάνε ενα γύρο μου φώναξε.

Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό. Θα εκπλήρωνα άλλωστε ενα απωθημένο της παιδικής μου ηλικίας. Το καβάλησα λοιπόν και ένιωσα ξανά παιδάκι με κοντά παντελονάκια. Δεν πήγα μακριά αλλά πρέπει να πω πως το πάτημα αυτού του ποδηλάτου ηταν εξαιρετικά σταθερό. Τωρα καταλάβαινα πως ο μπαρμπα Θανάσης μπορούσε να καταπίνει ατελείωτα χιλιόμετρα πάνω σε αυτό. Δεν ηταν ποδήλατο για να τρέξεις. Ηταν ποδήλατο για να πηγαίνεις όμορφα και καμαρωτά.

-Πόσα χιλιόμετρα κάνεις μ αυτό, μπαρμπα Θανάση; ρώτησα μόλις επέστρεψα και το βόλεψα σε μια γωνιά.

Σκέφτηκε για λίγο πριν μου απαντήσει. Έβγαλε και την τραγιάσκα και έξυσε το κεφάλι του. Τα ασπρα του μαλλιά που δεν είχαν διόλου αραιώσει.

– Ισως και πενήντα την μέρα, μπορεί και παραπάνω, ειπε τελικα και σηκώθηκε.

Το σώμα του ηταν ολόστητο κι ας είχε χάσει κάμποσα κιλά στα χρόνια που είχα να τον ιδώ.

– Και τωρα με συγχωρεις παλικάρι μου, είπε αλλά έχω δρόμο.
– Μα στάσου λίγο να ξεκουραστείς που θα πας μες στο λιοπύρι.

Γέλασε σαν να να με κορόιδευε σαν να κάγχαζε με την μαλθακότητα ημων των νεότερων γενιών.

– Μ αρέσει ο ήλιος μου εδήλωσε αφοπλιστικά. Είναι κάθαρση η ζέστη. Καβάλησε το ποδήλατο κι έκανε να φύγει.
-Στάσου λίγο μπαρμπα Θανάση. Τι έχεις σήμερα στο τελαρο σου;
– Σύκα, είπε. Συκα βασιλικά.

Λάτρευα τα σύκα όμως θα έπαιρνα ετσι κι αλλιώς ότι κι αν είχε για να του κάνω σεφτέ μιας και κανένας από το χωριό δεν είχε αγοράσει. Ήταν θύμα της εξέλιξης κι ο μπαρμπα Θανάσης όπως όλοι οι μικροπωλητές. Που να αντέξουν τον ανταγωνισμό των μινι και των σούπερ μάρκετ που ξεφύτρωναν παντου; Είδα ότι χάρηκε που κάποιος επιτέλους θα τ αγόραζε ενα κιλό σύκα. Ίσως έτσι έβγαζε τα τσιγάρα του και το λιγοστό φαί του. Μα πιο πολυ πιστεύω χάρηκε γιατί μπορούσε ακόμα να αισθάνεται χρήσιμος. Αγόρασα τελικα δυο κιλά σύκα και του έδωσα παραπάνω λεφτά χωρίς να δεχτώ ρέστα παρόλο που επέμενε.

Κατόπιν μου άπλωσε το χέρι. Το χέρι που κάποτε φάνταζε τεράστιο σαν φτυάρι ειχε τωρα ζαρώσει από τον χρονο. Ήταν ωστόσο ακόμα ενα πλατύ χέρι ξωμάχου. Το σφιξα και με έκπληξη ανακάλυψα ότι με έσφιξε κι εκείνος με την ίδια σχεδόν παλιά ταναλική του δύναμη. Δεν μπόρεσε να μου το λιώσει παρότι με κοιτούσε όπως άλλοτε, στα ματια σφίγγοντας το. Αυτή τη φορά η πλακα η παλαιά δεν έπιασε όμως και πάλι ηταν θαυμαστό το γεγονός ότι αυτός ο γέρος των ογδονταπέντε ετών είχε δύναμη ίση μπορεί και μεγαλύτερη από κάμποσους σαραντάρηδες που γνωρίζω.

Μου φάνηκε πως αυτη η αναμέτρηση κράτησε κάπου δύο λεπτά κι όταν κάποτε τελείωσε, ο μπάρμπα Θανάσης γέλασε πλατιά όπως γελούσε πάντοτε. Υστερα με χαιρέτησε στρατιωτικά φέρνοντας το δεξί χέρι στην τραγιάσκα και ξεκίνησε. Έμεινα εκεί στο ίδιο σημείο και τον κοίταζα να ξεμακραίνει όπως πάντοτε. Ίδιος κι απαράλλαχτο,ς αιώνια στητός πάνω στο αιώνιο ποδήλατο του. Και μέσα μου σκέφτηκε πως δεν ‘ηξερα τίποτα γι αυτόν μόνο οτι ήταν ένας γέρος με ποδήλατο…