/Μικρό Διήγημα: Ο άλλος (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Μικρό Διήγημα: Ο άλλος (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης

Είναι ομολογουμένως μία αλήθεια που δεν χωρά αμφισβήτηση, πως τον ήρωα της ιστορίας μας, άσχημο δεν θα μπορούσε να τον αποκαλέσει κανείς. Τουναντίον, ήταν ένας πολύ ευπαρουσίαστος νεαρός γύρω στα τριάντα του χρόνια άνδρας, γεμάτος όρεξη για την ζωή και όνειρα για το μέλλον. Ήταν ένας άνθρωπος απο αυτούς που διαθέτουν το άστρο της επιτυχίας σε όλα του τα επίπεδα. Απο τον γυναικείο πληθυσμό που τον κατέτρεχε για την εξωτερική του εμφάνιση, ως και την επιτυχημένη του σταδιοδρομία ως τώρα στον χώρο των επιχειρήσεων. Γενικώς ήταν ένας άνθρωπος που ο καθένας θα ήθελε να τον έχει φίλο, σύντροφο και συνεργάτη. 

Ο χαρακτήρας του αυτός ο ευχάριστος, του άνοιγε διάπλατα όσες πόρτες δεν είχε καταφέρει να ανοίξει απο μόνη της η άψογη εξωτερική του εμφάνιση, κάνοντας τον πολύ ευχάριστο τύπο ανθρώπου, ένα παράδειγμα προς μίμηση, ένα πλάσμα που θαρρείς γεννήθηκε απλά για την επιτυχία, μιάς και ως τώρα ποτέ του δεν ένιωσε το παραμικρό να στέκεται ενάντια του και να μπαίνει ως εμπόδιο στον δρόμο του, που δεν ήταν παρά μία λεοφόρος επιτυχιών σε όλα τα επίπεδα. 

Παρά ταύτα τον φίλο μας κατέτρεχε ένας μόνιμος φόβος, τόσο εσωτερικός που και ο ίδιος αδυνατούσε τόσο να εξηγήσει όσο και να παραδεχτεί στον ίδιο του τον εαυτό. Δεν μπορούσε να αντικρίσει με τίποτε, την σιλουέτα που όλοι θαύμαζαν, την δική του, απέναντι σε έναν καθρέπτη. Στο σπίτι του να φανταστείτε, δεν είχε ποτέ του καθρέπτες και γενικώς απέφευγε ως ο έξω απο εδώ το λιβάνι, το τόσο ευτελές και αδιάφορο μάλλον, όπως συμβαίνει με όλα τα δεδομένα αυτής της ζωής,  για τους άλλους αντικείμενο. 

Τον φόβο του αυτόν, δεν τον είχε φυσικά ομολογήσει σε κανέναν. Πίστευε (και ίσως είχε απόλυτο δίκιο) πως θα γελούσαν μαζί του και θα τον παρεξηγούσαν τόσο πολύ, ώστε ορισμένοι θα τον απέφευγαν κιόλας, ως έναν άνθρωπο που έχει απλώς παρανοήσει. Έπειτα, μετά απο μιά τέτοια επιτυχία στην ζωή του, δεν θα ανεχόταν απο έναν υπετροφικό εγωισμό που διατηρούσε (πράγμα μάλλον φυσιολογικό στην περίπτωση του), τον εμπαιγμό των άλλων συνανθρώπων του. Έτσι, προσπαθούσε να ξεπεράσει την τρομερή του αυτή απέχθεια προς τον καθρέπτη ως χρηστικό αντικείμενο, καταχωνιάζοντας στο υποσυνείδητο του την σκέψη του αυτή. 

Για να είμαστε ειλικρινείς και για να είναι και ο ίδιος ειλικρινής προς τον εαυτό του, δεν είχε προσδιορίσει τι ακριβώς φοβόταν απέναντι σε έναν καθρέπτη. Φοβόταν το τι θα αντίκριζε ; το πως θα αντιδρούσε σε αυτό που θα αντίκριζε ; το πως θα αντιδρούσε ίσως αυτό που θα αντίκριζε ; 

 Το μυαλό του ήταν μπλεγμένο σε ένα περίεργο κουβάρι, μόνο και μόνο με την σκέψη πως κάποια στιγμή θα αναγκαζόταν να αντικρίσει τον εαυτό του στον καθρέπτη. 

Ένα βράδυ μέσα στο ζεστό εκείνο καλοκαίρι, βγήκε για ένα ποτό μαζί με φίλους και πέρασε τόσο όμορφα, ώστε θα χαρακτήριζε κανείς αυτό το συγκεκριμένο βράδυ, αν οχι το καλύτερο, πάντως ένα απο τα καλύτερα της γεμάτης νιάτα ακόμα ζωής του. Κάποια στιγμή, άφησε την παρέα του και αισθάνθηκε την ανάγκη να φύγει απο το συγκεκριμένο μπάρ, αισθάνθηκε μιά δυσφορία, μιά αδυναμία να αναπνεύσει και σκέφθηκε πως καλό θα ήταν να βγεί έξω, προκειμένου να αναπνεύσει λίγο έστω και απο τον μολυσμένο αέρα της τσιμεντούπολης. Έφυγε με τα πόδια απο εκείνο το σημείο αρνούμενος την βοήθεια των φίλων του που κατάλαβαν πως κάτι άσχημο του συμβαίνει και σχεδόν τρέχοντας, απομακρύνθηκε και χάθηκε μέσα στην απόλυτη νύχτα της απρόσωπης πόλης. 

Ένιωθε σαν κάτι να τον κυνηγούσε. Κάτι απροσδιόριστο, μα το ίδιο βαθιά αρνητικό, γεμάτο κακία για εκείνον προσωπικά. Σαν κάτι να τον είχε βάλει στο στόχαστρο και να είχε τρέξει ξοπίσω του, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Κάτι που το έκανε να μοιάζει ακόμα πιο σκοτεινό και απο εκείνη την ίδια την νύχτα. 

Μερικά λεπτά αργότερα, έφτασε στο σπίτι του. Στο μοναδικό του ίσως καταφύγιο. Οι φίλοι του δεν ενδιαφέρθηκαν να τον αναζητήσουν, διότι οι κρίσεις αυτές του αποσυρτικού συνδρόμου θα το ονομάτιζε κανείς, τους ήταν πιά τόσο γνωστές και τόσο δεδομένες για τον φίλο τους, σχεδόν απο τότε που τον είχαν πρωτογνωρίσει, που τον ειχαν συνηθίσει και τον είχαν δεχτεί ως έχει. 

Αύριο, θα άρχιζαν ένας, ένας να τον καλεί στο τηλέφωνο προκειμένου να δείξει το τυπικό του ενδιαφέρον και να κρατήσει την επαφή. Όμως ο ήρωας μας, πραγματικούς φίλους δεν είχε. Το γνώριζαν και αυτοί και αυτός, πως δεν τους συνέδεε τίποτε άλλο, απο μιά κοινή ανάγκη να καλύψει ο ένας το κενό εκείνο της μοναξιάς, του άλλου. 

Ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού του και μπαίνοντας μέσα, αυτή η τάση του να τρέξει να σωθεί απο εκείνο το απροσδιόριστο κάτι που τον κατέτρεχε εν τω μέσω της νυκτός, φάνηκε να υποχωρεί και άρχισε να αισθάνεται πραγματικά ασφαλής. Κάθησε να ξεκουραστεί μετά απο τόσο ποδαρόδρομο και να βάλει ένα χαλαρωτικό ποτό και λίγη μουσική το ίδιο χαλαρή στο υπερσύγχρονο στερεοφωνικό νεοαποκτηθέν του σύστημα που πραγματικά απολάμβανε τώρα τελευταία. Έπειτα απο λίγο όμως και εφόσον ένιωσε εντελώς καλά, σκέφθηκε να βγεί στο μπαλκόνι, να πάρει λίγο αέρα και να κάνει ένα τελευταίο τσιγάρο, πριν πέσει για ύπνο. Μα πριν προλάβει να ανάψει την φωτιά απο εκείνο το νυκτερινό, απολαυστικό κατά το συνήθειο του για χρόνια τσιγάρο, απέναντι ακριβώς στο μπαλκόνι που βρισκόταν αντικριστά απο το δικό του σε μικρή απόσταση μιάς και ο δρόμος που χώριζε τις δύο πολυκατοικίες ήταν πολύ στενός, αντιλήφθηκε μιά λάμψη που η λάμπα του δρόμου έστελνε διαμέσου ενός αντικειμένου στο απέναντι μπαλκόνι σε αυτόν. 

Ήταν ένας τεράστιος καθρέπτης, που η άγνωστη του νοικοκυρά του απέναντι διαμερίσματος, είχε βγάλει έξω στο μπαλκόνι για απροσδιόριστο λόγο. Όταν είδε το είδωλο του στον καθρέπτη να τον κοιτάζει ατάραχο μέσα στη νύχτα, ο τρομερός εκείνος φόβος επέστρεψε με τόση δύναμη που ένιωσε πως τον κτύπησε κεραυνός. Το είδωλο του ήταν ένα απροσδιορίστου σχήματος και μορφής ΤΕΡΑΣ που κινούνταν μέσα στον καθρέπτη λές και είχε την δική του προσωπικότητα. Και αυτό το απροσδιόριστο το έκανε ακόμη πιο φρικτό στην όψη, τόσο φρικτό που έμοιαζε με πλάσμα βγαλμένο απο την κόλαση του Χριστιανισμού και όλων των άλλων θρησκειών μαζί. 

Το πρωί, κανείς δεν απαντούσε στο τηλέφωνο του, παρά τα πολλά και επίμονα τηλέφωνήματα φίλων και γνωστών. Φίλων που ήταν χθές μαζί του μα και άλλων που τον καλούσαν προκειμένου να κανονίσουν μία ακόμη επερχόμενη βραδυνή έξοδο. 

Τον βρήκαν νεκρό με την φρίκη αποτυπωμένη παγερά στο όμορφο νεαρό πρόσωπο του. 

Στο απέναντι μπαλκόνι της διπλανής πολυκατοικίας με τον στενό δρόμο να χωρίζει αυτά τα δύο κρύα, απρόσωπα κτίρια γεμάτα αγνώστους ο ένας για τον άλλον κανείς μα κανείς τους δεν πρόσεξε πως ο καθρέπτης γυάλιζε τώρα καθαρός με φρεσκοβαμμένο το εξαίσιο κάδρο του που η άγνωστη νοικοκυρά είχε αφήσει έξω την νύχτα προκειμένου να στενγώσει, απο τις ακτίνες του ήλιου που έφερνε μαζί του την νέα, όμορφη μέρα. Εν τω μεταξύ επίσης κανείς με την τόση αναστάτωση που πάντοτε προκαλεί ένα θάνατος και ιδιαίτερα ένας αδόκητος θάνατος, δεν σκέφθηκε να κλείσει το υπερσύχρονο νεοαποκτηθέν στερεοφωνικό του νεκρού, που συνέχιζε να παίζει απαλή, απροσδιόριστα ήρεμη μουσική γεμίζοντας το δωμάτιο με νότες πένθιμες και μελαγχολικές ως τελαυταία συνοδεία μιάς απόλυτα επιτυχημένης ζωής…