Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης
Απο τα πρώτα χρόνια της εφηβείας, θα ταν τότε που πρωτοκατάλαβε τον εαυτό του, ως τα σήμερα που είναι πλέον ένας μεσήλικος άνδρας, δίχως καμιά ιδιαίτερη κλίση σε κάτι, δίχως καμιά επιτυχία σε κανένα είδους επίπεδο αυτής εδώ της ζωής, ένας μάλλον αποτυχημένος στην ολότητα του άνθρωπος, ο ήρωας μας ένιωθε πάντα πως δεν ανήκει σε αυτόν τον μάταιο κόσμο.
Απο παιδί είχε ξεχωρίσει αρνητικά απο το σύνολο, τον κορόιδευαν όλοι και του ασκούσαν αυτό που θα έλεγε κανείς νοητική και καμιά φορά και σωματική βία. Όμως θαρρείς πως ο κόσμος του άρεσε να παίζει το περισσότερο με την ψυχή του. Αυτό το γεγονός του δηλαδή πως τον αντιμετώπιζε ο κόσμος μα και ο ίδιος ο χαρακτήρας του που χρόνο με το χρόνο χτιζόταν γύρω απο όλο αυτό το σκηνικό, τον έκαναν απο πολύ μικρό αλλόκοτα μοναχικό και περίεργο.
Στην προσπάθεια του να αντιμετωπίσει την μοναξιά που τον έδερνε αλύπητα, απο την πρώτη σχεδόν εκείνη στιγμή που αυτός ο ίδιος κατάλαβε την κατάσταση του καθώς και την εντύπωση που προκαλούσε στους γύρω, αναζητούσε την ψυχική του ηρεμία μακριά απο τον κόσμο που τόσο τον τάραζε, στα πιο περίεργα μέρη που μπορούσε να σκεφτεί κανείς και να βρεί ο ίδιος. Απο τα μονοπάτια που χαράζονταν ανάμεσα απο τους τάφους στα νεκροταφεία όπου συνήθιζε να περπατά, ως και τους πλέον απομονωμένους χώρους που θα έλεγε κανείς πως ταίριαζαν στην ψυχική του διάθεση. Μιά διάθεση που όσο περνούσαν τα χρόνια απο επάνω του, γινόταν ολοένα και πιο επιτακτική καθώς τον επισκέπτονταν όλο και συχνότερα.
Το αποσυρτικό του αυτό σύνδρομο, αποτέλεσμα των όσων περιγράφω παραπάνω, τον έκανε επίσης απωθητικότερο κάθε φορά μα και πιο γελοίο και άξιο χλευασμού, στα μάτια των άλλων. Τώρα τελευταία δέ, είχε ανακαλύψει μέσα στην προσπάθεια του να κρυφτεί απο τον κόσμο που τον περιγελούσε και τον αντιμετώπιζε ως ένα περίεργο, σχεδόν εξωγήινο πλάσμα, έναν καινούριο σημείο περιπάτου προς ένα παλιό αρχοντικό.
Για το αρχοντικό αυτό, το άγνωστο του ως τα τότε και σε εγκατάλειψη εδώ και πολλές δεκαετίες, δεν γνώριζε τίποτε. Τίποτε πέρα απο το οτι ίσως του έμοιαζε στην μοναξιά του. Μιά περίεργη παρόρμηση λοιπόν απο την πρώτη στιγμή που τον έφερε ο δρόμος του εμπρός σε αυτό το παμπάλαιο μεγαλοαστικό σπίτι, που ελάχιστα έμεναν ακόμη όρθια για να θυμίζουν την πρώτη του αίγλη, θα έλεγε κάποιος πως τον πρόετρεπε αδιόρατα, στο να το επισκέπτεται όλο και πιο συχνά, ως που στο τέλος, δεν υπήρχε μέρα του χρόνου που να μην περνούσε απο εκεί, για να το κοιτάξει, να το θαυμάσει και να το αναπολήσει στις πρώτες του μεγάλες δόξες.
Είχε δέ, τόσο δεθεί μαζί του και τόσο το είχε παρατηρήσει στην παραμικρότερη λεπτομέρεια του, που πέρα απο αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του, θαρρείς και το ένιωθε απο καιρό δικό του, θαρρείς πως είχε κάποτε στο μακρινό παρελθόν είχε ζήσει μέσα σε αυτό το σπίτι. Όσο το παρατηρούσε και κάθε φορά που περνούσε απο εμπρός του, έλεγε με τον εαυτό του πως το έβλεπε εντελώς διαφορετικό, πως κάτι εντόπιζε που την επόμενη φορά δεν υπήρχε, όπως ένα σημάδι σε έναν μισογκρεμισμένου τοίχο φτιαγμένο οχι απο ανθρώπινο χέρι, ή ένα δέντρο που πριν δεν υπήρχε.
Τούτο το παλιό κτίσμα εν τέλλει, κόντευε να τον αποτρελάνει, μιάς και ο ίδιος ένιωθε απο καιρό πως η τρέλα τον περιτρυγύριζε εδώ και κάμποσα χρόνια. Εξάλλου πως μπορεί κάποιος να ορίσει την τρέλα ; ίσως τελικά αυτή να είναι η παντελής αδυναμιία επικοινωνίας με το γύρω περιβάλλον, ενώ ακόμη το άτομο βρίσκεται στην ζωή σε ένα δικό του διαμορφωμένο παράλληλο σύμπαν που ο ασθενής μπαινοβγαίνει ανάμεσα σε αυτό και την πραγματικότητα όποτε θέλει ή ίσως στο τελικό της στάδιο, εντελώς αθέλητα.
Η τόση του συναισθηματική εμπλοκή με αυτό το διαλυμένο απο τον χρόνο κτίσμα, τον είχε κάνει να πιστεύει πως ακόμα και η ώρα της μέρας ή της νύχτας που το επισκέπτονταν, έπαιζε καθοριστικό ρόλο στο πως θα το έβλεπε. Ανάμεσα λοιπόν απο όλες τις ώρες της ημέρας, είχε ξεχωρίσει τα απομεσήμερα για κατάλληλη ώρα, προκειμένου να περάσει απο εκείνο το μέρος. Και οχι οιαδήποτε απομεσήμερα, αλλά τα απομεσήμερα στα μέσα του καλοκαιριού.
Του άρεσε εξαιρετικά εκείνη η ώρα σε εκείνο το σημείο, να κοιτάζει τον μοναχικό του φίλο απο το μακρινό παρελθόν, ίσως και τον μοναδικό φίλο που του είχε απομείνει στην ζωή, μιάς και θεωρούσε το παλιό αυτό αρχοντικό ως ένα είδους σύντροφο της μοναξιάς του όπως αυτό έστεκε ολομόναχο μέσα στην πολύβοη πολιτεία που καμιά σημασία δεν του έδινε πιά, όπως καμιά σημασία δεν έδινε πιά και στον ανθρώπινο ήρωα αυτής εδώ της ιστορίας που σας διηγούμαι.
Ένα λοιπόν απο εκείνα τα αγαπημένα του απομεσήμερα, διάλεξε να περάσει λίγη ώρα εμπρός απο το παλιό αρχοντικό. Λησμόνησα να σας πώ, πως ακριβώς δίπλα στο παλιό αυτό αρχοντικό έστεκε ένα μικρό πάρκο, ένας μικρός πνεύμονας ζωής και ανάσας για την κατά τα άλλα τσιμεντοκρατούμενη γειτονιά που σήμερα είχε επικρατήσει γύρω. Είχε μιά εντελώς φρικιαστική ζέστη εκείνο το απομεσήμερο του καλοκαιριού που σου προκαλούσε αδιαθεσία απο μόνη της, μιάς και σε συνδιασμό, με την γύρω αποπνικτική απο τα καυσαέρια ατμόσφαιρα, σου προκαλούσαν πραγματική ασφυξία.
Σίγουρα, μόνον κάποιος σαν τον ήρωα μας εκείνο το συγκεκριμένο απομεσήμερο των 43 βαθμών του Κελσίου υπό σκιάν, θα επέλεγε να βρίσκεται έξω καθισμένος σε ένα παγκάκι παρακείμενο, αντί να δροσίζεται έστω και μηχανικά μέσα στο διαμέρισμά του, όμως ως προείπαμε τούτο το σπίτι του είχε γίνει μιά έμμονη ιδέα, μιά απαραίτητα παρουσία στην εντελώς μοναχική ζωή του, την αποκομμένη απο τους πάντες και σχεδόν απο τα πάντα, εκτός απο τα βιβλία και τις παλιές φωτογραφίες.
Καθισμένος λοιπόν μέσα σε όλη αυτη την αποπνικτική ατμόσφαιρα στο παγκάκι του μικρού πάρκου, που για καλή του τύχη βρισκόταν κάτω απο τον ίσκιο ενός τεράστιου πεύκου, με μοναδικό εφόδιο ένα μικρό μπουκαλάκι παγωμένο νερό, ο ήρωας μας βρισκόταν ακριβώς απέναντι απο τον μοναχικό με τον δικό του τρόπο, σύντροφο.
Οι σκέψεις του, είχαν αρχίσει να μπερδεύονται τόσο πολύ μέσα στο μυαλό του που αποφάσισε να κλείσει τα μάτια του, προκειμένου να τις συγκεντρώσει και η γύρω ατμόσφαιρα θα έλεγε κανείς πως έκανε το παν, προκειμένου να μπερδευτεί ακόμα περισσότερο, το ήδη μπερδεμένο του μυαλό.
Σε λίγο, αναγκάστηκε να ανοίξει τα μάτια του απότομα αν και όλα γύρω έμοιαζαν με θολό όνειρο, μακριά απο αυτόν τον κόσμο που ζούσε και τον συνέτριβε καθημερινά. Ο λόγος που τον ανάγκασε να ανοίξει τα μάτια του και να ξυπνήσει απο τον λήθαργο, ήταν πως άκουσε το ποδοβολήτό αλόγων, ενός ολοκαίνουριού λαντώ που σταμάτησε ακριβώς μπροστά του.
Απο εκείνο το κομψοτέχνημα, θαρρείς μιάς πολύ παλιάς εποχής, ξεπρόβαλε το κεφάλι της μιά νεαρά δεσποινίδα, ντυμένη στα κατάλευκα, κρατώντας με τα λεπτά της χέρια το κεφάλι της, το οποίο σκέπαζε ένα μικρό, κομψό καπέλλο. Δεν περασαν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα της ώρας και ο ήρωας μας, έπειτα απο την πρώτη του αυτή έκπληξη, (μιά έκπληξη καλαίσθησίας θα έλεγε κάποιος), γύρισε σχεδόν ασυναίσθητα το κεφάλι του προς το παλιό αρχοντικό, που όμως τώρα δεν ήταν καθόλου παλιό.
Οι τοίχου του ήταν βαμμένοι ολόλευκοι και η εξώπορτα του ήταν βαριά, βαμμένη μαύρη και στολισμένη με λεπτέπίλεπτα χρυσαφιά σκαλίσματα, ενώ στο κέντρο της υπήρχε ένας επιβλητικός εξίσου θυρεός. Ξάφνου η βαριά καγκελόπορτα, άνοιξε διάπλατα και απο μέσα της ξεπρόβαλλέ ένας νέος, ντυμένος με λινό κοστούμι περιπάτου, εντελώς ασπροντυμένος με μοναδική ξεχωριστή λεπτομέρεια να είναι, μιά μαύρη γραμμή γύρω απο το ψαθάκι που φορούσε στο κεφάλι.
Εκεινος κάνοντας νεύμα προς την ωραία εκείνη δεσποινίδα που δεν είχε ακόμη κατέβει απο το λαντώ, έτρεξε δίπλα της, άνοιξε την πόρτα την πανέμορφα σκαλισμένη και στολισμένη και κατέβασε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε κρατώντας την απο το λεπτό της γαντοφορεμένο χέρι, εκείνη την κοπέλα που έμοιαζε ή ίδια με οπτασία. Δίχως να πούν οι δύο νέοι καμιά κουβέντα και δίχως να ακούγονται καν τα βήματα τους περπάτησαν σαν να αεροπατούσαν, μαζί τα λίγα μέτρα που τους χώριζαν απο το αμάξι προς το σπίτι, μπήκαν μέσα και έκλεισαν την καγκελόπορτα.
Ο ήρωας μας, έμεινε για λίγο εκστατικός, να κοιτάζει για μιά στιγμή το σπίτι, μία το λαντώ και μία τους δύο αυτούς νέους που πέρασαν απο εμπρός του για ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Ξαφνικά, άκουσε μιά γυναικεία φωνή που τον έβγαλε απο αυτό το συναισθηματικό μίγμα απορίας, έκστασης και συνάμα απίστευτης ηρεμίας. Μαζί με την αφόρητη ζέστη που η φλόγα της τον χτύπησε απότομα κατά πρόσωπο, άκουσε και μιά φωνή. Μιά νεαρή γυναικεία φωνή κοριτσιού, που θα ταν δεν θα ταν εκεί γύρω στα είκοσι της χρόνια, μέσα στην άνθιση των νειάτων που μπορεί να έχει ο άνθρωπος σε κείνα το χρόνια της ηλικίας. Οταν ξεχώρισε το πρόσωπο της, ήταν πανέμορφο.
“Κύριε, μήπως χρειάζεστε κάτι ; Μα καλά πως βρίσκεστε με τόση ζέση εδώ έξω ; νιώθετε καλά ; μηπως θα θέλατε ένα αναψυκτικό ή λίγο κρύο νερό ; εδώ δίπλα μένω”. Εκείνος την κοίταξε με απορία, τόση απορία που η κοπέλα νόμισε πρόσκαιρα πως ο ήρωας μας είχε πάθει τουλάχιστον ηλίαση. Σηκώθηκε και δίχως να πεί λέξη, μέσα στην ζέστη του μεσημεριού την ανυπόφορη εκείνη, έφυγε απο το σημείο προς το σπίτι του περπατώντας γρήγορα και έπειτα απο λίγο, σχεδόν τρέχοντας. Το μόνο που ήθελε εκείνη την ώρα, παρά την κούραση του και την ανυπόφορη ζέστη, ήταν να φύγει αμέσως απο εκεί.
Το κορίτσι εκείνο που τον ρώτησε, αν χρειάζεται κάποια βοήθεια, δεν θα του το έβγαζε κανείς απο το μυαλό για όσα χρόνια έζησε μετά, πως ήταν ΕΚΕΙΝΗ. Εκείνη που είχε δεί επάνω στο λαντώ, να ξεπροβάλλει το πανέμορφο κεφάλι της με το καπελίνο. Εκείνη που ασπροντυμένη και αεροπατώντας κλείστηκε πίσω τπο την βαριά καγκελόπορτα του παλιού αρχοντικού που σήμερα, σε αυτήν εδώ την διάσταση της συνείδησης, η ίδια αυτή πόρτα, δεν υπάρχει πιά.
Εννοείται πως ο ήρωας μας, δεν ξαναπέρασε ποτέ απο το παλιό αρχοντικό και ιδιαίτερα τα απομεσήμερα των καλοκαιριών που ήρθαν. Τώρα είχε έναν ακόμη μεγαλύτερο φόβο απο το να ξαναζήσει τα ίδια που έζησε εκείνο το απομεσήμερο της ανυπόφορης ζέστης, επίσης απέφευγε φρικτά τις παλιές φωτογραφίες, μιάς και μιά καινούρια ανυπόφορη σκέψη του είχε φυτευτεί στο μυαλό, μην τυχόν βρεί κάποια παλιά φωτογραφία που να αποτυπώνει εκείνο το νεαρό ζευγάρι εμπρός στο παλιό αρχοντικό. Δεν θα το άντεχε σίγουρα αν κάποτε, συνέβαινε αυτό μιάς και κάτι του έλεγε αδυσώπητα πως μήπως τελικά, ήταν ΑΥΤΟΣ….