Γράφει ο Γιώργος Σταφυλάς
Αυτό ήταν ακόμα ενα σαββατοκύριακο στην Νεράτζα. T’ αγαπούσε εκείνα τα Σαββατοκύριακα. Η γιαγιά του τον έπαιρνε από πολέ νωρίς το πρωϊ του Σαββάτου και φεύγανε. Ταξί από το σπίτι στα Βριλήσσια μέχρι τον Κηφισό, από κεί ΚΤΕΛ μέχρι το Κιάτο και από το Κιάτο Αγοραίο( έτσι λέγονταν τα Ταξί της επαρχίας χρώματος ασημί και συνήθως Μερτσεντές) μέχρι την Νεράτζα. Ήταν η καλύτερη του αυτά τα Σαββατοκύριακα. Μια σύντομη αλλά αναζωογονητική ανάπαυλα από την βαρεμάρα του σχολίιου (που ποτέ του δεν το πολυσυμπαθούσε) και από την κλεισούρα του σπιτιού τον χειμώνα. Ο καιρός πάντοτε ήταν καλύτερος στην Νεράντζα απ’ ότι στην Αθήνα και μπορούσε να τρέξει και να παίξει ελεύθερος.
Όμως ο κυριότερος λόγος που λάτρευε αυτές τις σύντομες αποδράσεις ήταν το γεγονός ότι και η υπόλοιπη καλοκαιρινή συμμορία βρισκόταν συνήθως εκεί. Αν όχι όλοι τουλάχιστον τα πιο εκλεκτά της μέλη. Οι κολλητοί του. Ο κολλητός των κολλητών του ήταν ο Πάνος. Μόλις έφτανε, Νεράτζα η πρώτη του δουλειά ήταν να τον αναζητήσει. Δεν χρειαζόταν να πάρει τηλέφωνο για να επικοινωνήσει γιατί το σπίτι του Πάνου ήταν απέναντι από το διαμέρισμα της γιαγιάς. ΄Στην πραγματικότητα δεν χρειαζόταν ούτε να φωνάξει τον φίλο του από το μπαλκόνι του ούτε να πάει με το ποδήλατο να τον γυρέψει μέχρι το σπίτι του. Ήξερε που θα τον έβρισκε.
Τα ραντεβού για μπάσκετ η για μπάλα ήταν περίπου προκαθορισμένα. Η συμμορία θα ήταν είτε στου Ασπιώτη είτε στο χορτάρι. Η μπασκέτα του Ασπιώτη ήταν το επίκεντρο της δράσης για πάρα πολλά Σαββατοκύριακα του χειμώνα. Για κάποιο άγνωστο λόγο τα ίδια παιδιά που το καλοκαίρι προτιμούσαν το ποδόσφαιρο στο χορτάρι του Μπαλάση, τον χειμώνα προτιμούσαν το μπάσκετ. Και να πει κανείς ότι το γηπεδάκι ήταν κλειστό, που τέτοιες πολυτέλειες στην Ελληνική επαρχία της δεκαετίας του 80;
Ο Ασπιώτης λοιπόν, ένας αριστοκρατικός ασπρομάλλης αποσδιορίστου αλλά πάντως περασμένης ηλικίας, διέθετε στον κήπο της εξαίσιας παραθαλάσσιας βίλας του, ένα τσιμεντένιο γηπεδάκι με μια μπασκέτα περίπου στο κανονικό ύψος. Αυτό το γηπεδάκι λοιπόν που βρισκόταν στο επίκεντρο του μεγάλου εξοχικού σπιτιού θα πρέπει να τοποθετήθηκε κεί προκειμένου να ασκείται ο μεγάλος γιός της οικογένειας. Αρχικά μάλιστα δεν είχε χαραγμένο τρίποντο – τόσο αρχαία ήταν. Ωστόσο είχε πάντοτε διχτάκι και κάποτε απέκτησε και τρίποντο.
Αυτή η μπασκέτα του Ασπιώτη ήταν το μοναδικό γηπεδάκι μπάσκετ στην περιοχή σε ακτίνα πολλων χιλιομέτρων. Τούτο ήταν το μεγάλο της πλεονέκτημα. Μόνο λοιπόν σε αυτή την μπασκέτα μπορούσαν οι υποψήφιοι Γκάληδες και Γιαννάκηδες να εξασκηθούν στο σπορ των αγαπημένων τους ειδώλων που είχαν μόλις κατακτήσει και το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Επιπλέον η μπασκέτα ήταν εύκολα προσεγγίσιμη – αρκεί να είχες την ελάχιστη απαιτούμενη ευλυγισία ώστε να πηδήξεις μια καγκελόπορτα. Ακόμα ένα συγκριτικό πλεονέκτημα της μπασκέτας του Ασπιώτη σε σχέση με το περίφημον χορτάρι του Μπαλάση – ο θεός να το κάνει δηλαδή γιατί στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια τούφα κατάξερου χόρτου μέσα σε ένα αλώνι γεμάτο πετροχάλικα- ήταν πως δεν κινδύνευες να σου ξεπεταχτεί κανένας μπάρμπας σαν τον Μπαλάση έτοιμος να ντουφεκίσει τα παιδιά αν η μπάλα έπεφτε στις τριανταφυλλιές του.
Ο παντοτινά μεθυσμένος από ούζα κυρίως, γερο Μπαλάσης, χοντρός, κατάμαυρος και καραφλός ήταν ο φόβος και ο τρόμος της συμμορίας. Είχε ένα δίκαννο και το έβρισκε φαίνεται πολύ χαριτωμένο να βγαίνει κραδαίνοντας το, απειλώντας με αντίποινα αν τύχαινε να ξαστοχίσει και να πέσει στις αγαπημένες του τριανταφυλλιές η μπάλα ύστερα από κάποιο καράμυτο ( έτσι αποκαλούσαν τα παιδιά τα σουτ βολίδα).Τέτοιος φόβος δεν υπήρχε στην μπασκέτα του Ασπιώτη για δυο λόγους. Πρωτον γιατί ο Ασπιώτης – εν αντιθέσει με τον γερο Μπαλάση- δεν έσκαγε μύτη τα Σαββατοκύριακα και δεύτερον γιατί ο Ασπιώτης δεν ήταν τέτοιος τύπος.
Επρόκειτο όπως είπαμε και πριν για άνδρα αριστοκρατικό, για κομψότατο κύριο που ανάδινε μια εσάνς παλαιάς αθηναϊκής καλής κοινωνίας. Καμιά σχέση με δίκανα και φυσικά δεν βρωμοκόπαγε ούζο. Η γυναίκα του επίσης ήταν όμορφη και αυτό το αναγνώριζαν ακόμα και τα παιδικά αλλά σίγουρα πρώιμα πονηρεμένα, μάτια των αγοριών της συμμορίας. Αυτά λοιπόν τα πλεονεκτήματα της μπασκέτας την έκαναν τόπο συγκέντρωσης της συμμορίας τα χειμωνιάτικα Σαββατοκύριακα. Το χειρότερο που μπορούσε να γίνει ήταν να πέσει η μπάλα στο διπλανό σπίτι. Αν αυτό συνέβαινε τότε κάποιος από την παρέα συνήθως αυτός που είχε κάνει την βλακεία θα άκουγε το γνωστό:- Κάνε τον καουμπόι τώρα και κυνήγα.
Όλοι είχαν βρεθεί σε αυτή την δυσάρεστη θέση να πηδάνε ξανά μάντρες με την ψυχή στο στόμα μην τους δει κανείς. Όλοι είχαν κάνει κάποτε τον καουμπόι. Και ο ίδιος βεβαίως κάμποσες φορές. Αυτό όμως ήταν το μοναδικό μειονέκτημα της συγκεκριμένης μπασκέτας και δεν ήταν αρκετό για να αποθαρρύνει την συμμορία. Έτσι αφού έδωσε τις απαραίτητες εξηγήσεις στην γιαγιά του και αφού εκείνη του υποσχέθηκε πως το βράδυ θα του είχε ετοιμάσει το αγαπημένο του φαγητό: μπριζόλα με πατάτες τηγανιτές, πήρε την μπάλα και ξεκίνησε για τον Ασπιώτη. Βγαίνοντας στον δρόμο αντιλήφθηκε πως οι υπόλοιποι της συμμορίας βρίσκονταν ήδη στην μπασκέτα γιατί στα αυτιά του έφταναν μέσα από το σπίτι-που δεν ήταν μακριά – γέλια και ενθουσιώδεις φωνές παιδιών καθώς και ο χαρακτηριστικός ήχος της μπάλας. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά, η συμμορία ήταν εκεί.
Περίμενε γι΄αυτή την συναντηση μια ολόκληρη εβδομάδα. Ήξερε πως θα ήταν εκεί και ο Λευτέρης, ενα λεπτό, πολυ λεπτο και μαυριδερό αγόρι που πάντοτε τον πήγαινε ασχημη κόντρα σχετικά με το ποιος ειναι ο καλύτερος στο μπάσκετ. Εκείνος δεν ήθελε να χάνει. Ούτε ο Λευτέρης ήθελε, ούτε ο Πάνος, ούτε κανείς. Το ζήτημα ήταν ότι με τον Λευτέρη είχαν τσακωθεί άσχημα το προηγούμενο Σαββατοκύριακο ώσπου επενέβησαν οι υπόλοιποι και τους χώρισαν γιατί είχαν ήδη πιαστεί στα χέρια. Ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση και στο διάστημα που μεσολάβησε αντί να ασχολείται με τα μαθήματα του προπονιόταν στο μπάσκετ ρίχνοντας συνεχώς σουτάκια.
Γι’ αυτό τον σκοπό είχε τοποθετήσεις το δωμάτιο του ένα σύστημα μπασκέτας εσωτερικού χώρου. Εκτός αυτού στα διαλείμματα του σχολείου έδινε τον καλύτερο του εαυτό παίζοντας μπάσκετ με τους συμμαθητές του και δεν έπαυε να ονειρεύεται ακόμα και στο ξύπνιο του την εκδίκηση του σαββατοκύριακου. Με δυο δρασκελιές λοιπόν και την καρδιά του να χτυπάει δυνατά πλησίασε την ψηλή καγκελόπορτα. Μέσα από τα κάγκελα διέκρινε τις γνώριμες φιγούρες. Ήταν ο Λευτέρης, ο Πάνος, ο Κώστας ο Πανιώνιος( τον είχανε βαφτίσει έτσι τα παιδιά γιατί ήταν ο μόνος στην παρέα που υποστήριζε κάτι άλλο από ΠΑΟ ΑΕΚ ΟΣΦΠ κι αυτό φαινόταν πολύ παράξενο). Μαζί τους ήταν κι άλλα δυο παιδιά -ντόπια αυτά και όχι Αθηναίοι παραθεριστές με εξοχικά- ο Φάνης και ο Αργύρης. Μαζί με αυτόν έξι. Θα μπορούσαν να παίξουν κάμποσα υπέροχα μονά τρεις εναντίον τριών μέχρι να νυχτώσει. Μόλις τα παιδιά τον αντιλήφθηκαν κούνησαν χαρούμενα τα χέρια τους φωνάζοντας:
– Ο Γιώργος, ο Γιώργος. Πήδα ρε, έλα
.Ο Λευτέρης όμως -όπως μπορούσε να διακρίνει μέσα από τα κάγκελα- είχε στραβομουτσουνιάσει. Ρίχνοντας πρώτα μια ματιά πάνω κάτω στον δρόμο έβαλε δύναμη και σκαρφάλωσε την ψηλή καγκελόπορτα πηδώντας τελικά μέσα μαζί με την μπάλα του.
– Έχετε ξεκινήσει; ήταν η πρώτη του ερώτηση.-
‘Όχι ήμασταν πέντε. Τώρα όμως μπορούμε, απάντησε ο Πάνος.
– Εντάξει να ρίξω πρώτα κανά σουτάκι, όμως.
– Τι σουτάκι; Σιγά μην κάνεις και κανονική προπόνηση, ειρωνεύτηκε ο Λευτέρης.
Εκείνος δεν απάντησε ούτε καν κοίταξε τον αντίπαλό του. Ζήτησε μόνο να ελέγξει τις μπάλες. Ήταν καθιερωμένο να γίνεται το τεστ της μπάλας πριν τον αγώνα. Ποια έσκαγε καλύτερα, ποια ήταν φουσκωμένη καλά, ποια ήταν δερμάτινη, ποια πλαστική, η μάρκα… όλα περνούσαν από τεστ. Έριξε δυο σουτάκια με την μπάλα που έπαιζαν τα παιδιά. Και τα δυο βγήκαν έξω. Μια άγρια λάμψη θριάμβου που δεν διέλαθε της προσοχής του άστραψε στα μάτια του Λευτέρη. Κατόπιν πρότεινε την δική του. Ο Λευτέρης ειρωνεύτηκε
:- Γιατί μ’ αυτή θα τα βάζεις;
Δεν απάντησε τίποτα και πάλι. Ο σκόπος του ήταν να απαντήσει το γήπεδο κι έκανε υπομονή. Τελικά τα παιδιά παραδέχτηκαν να παίξουν με την δική του μπάλα που αντικειμενικά ήταν ανώτερη από την δική τους. Ύστερα χωρίστηκαν σε ομάδες. Με τον Λευτέρη βρέθηκαν ξανά αντίπαλοι. Στάθηκε κοντά στην γραμμή της φιλανθρωπίας και είπε:
– Προτείνετε!
Ο Λευτέρης πήρε θαρρετά την μπάλα και στάθηκε στην γραμμή των βολών.
– Από δω! Το κάνεις;
Ο Γιώργος σήκωσε το γάντι:
– Το κάνω.
Πήρε την μπάλα και στάθηκε στην γραμμή του φάουλ. Την έσκασε κανά δυο φορές, συγκεντρώθηκε για μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα… το διχτάκι έκανε το χαρακτηριστικό χλατς που προκαλεί ρίγη ηδονής σε όλους τους εθισμένους με αυτό το παιχνίδι. Απόψε θα έπαιρνε την ρεβάνς, το ένιωθε. Το παιχνίδι ξεκίνησε και ήδη από την πρώτη φάση ο Λευτέρης βρέθηκε να τον μαρκάρει δυνατά. Πατώντας γερά σηκώθηκε μπροστά του και σκόραρε.
-Τι κάνεις ρε; του φώναξαν οι άλλοι
– Τι τι κάνω ρε ηλίθιοι; Δεν βλέπετε; βάζω καλάθια, απάντησε κι εκείνος φωνάζοντας με το πάθος που τον διέκρινε.
– Ναι αλλά δίνε και καμιά πάσα, δεν παίζεις μόνος σου.
Είχαν δίκιο. Το παιχνίδι όσο προχωρούσε εξελισσόταν σε μια προσωπική μονομαχία των δυο αντιπάλων, Γιώργου και Λευτέρη, που έπαιρναν πάνω τους σχεδόν όλες τις προσπάθειες με αποτέλεσμα να μην μένει χρόνος να παίξουν και οι άλλοι. Κανένα όμως από τα αγόρια δεν συνέχισε τις αρχικές διαμαρτυρίες. Τα παιδιά σεβόμενα την προσωπική κόντρα των δύο αντιπάλων αλλά και την δαιμονιώδη τους φόρμα, δεν μίλαγαν. Στο κάτω κάτω όλοι να κερδίσουν δεν ήθελαν; Η ώρα προχωρούσε και τον Χειμώνα νυχτώνει γρήγορα. Σουρούπωνε και σε λίγο δεν θα έβλεπαν. Δεν υπήρχαν εξάλλου προβολείς και άλλες τέτοιες πολυτέλειες.
Μετά από τέσσερα ματς το σκορ ήταν 2-2. Η τιμή του Σαββατοκύριακου, η ηδονή της ανταπόδοσης και η αγωνία μιας ολόκληρης εβδομάδας, θα κρίνονταν σε ένα πέμπτο και αποφασιστικό παιχνίδι. Για τον νικητή δεν υπήρχε έπαθλο άλλο πέρα από αυτό της προσωπικής ικανοποίησης. Κάνεις άλλωστε δεν επιδίωκε όφελος έτερο από την άγρια χαρά του θριάμβου που γίνεται ακόμα πιο άγρια κι ακόμα πιο θριαμβική επαυξημένη από την αθωότητα του βλέμματος και την αγνότητα των έφηβων αγοριών.
Πάντως ο χαμένος θα είχε και κάποιο υλικό τίμημα να πληρώσει. Θα κέρναγε στα ηλεκτρονικά παιχνίδια στο μαγαζί Aqouarious απέναντι από την ψαροταβέρνα Αγνάντι… Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και τα αγόρια είχαν κάτσει να ξαποστάσουν για λίγο στο τσιμεντένιο τοιχάκι που περικλείει τον κήπο του Ασπιώτη. Πετσέτες και άλλα τέτοια σύνεργα δεν υπήρχαν και το διάλειμμα δεν μπορούσε να ξεπεράσει τα πέντε λεπτά. Κανένας δεν παραδεχόταν πως χρειάζεται περισσότερος χρόνος ξεκούρασης. Τα αγόρια καμώνονταν πως ήταν γενναίοι και ανθεκτικοί άντρες αν και στην πραγματικότητα είχαν αρχίσει να λυγάνε από την κούραση. Ο Λευτέρης με την γνωστή του θρασύτητα ανέλαβε πρωτοβουλία:
– Το κάνετε; Είχε σταθεί στην γραμμή του τριπόντου. Αυτή ήταν μια πραγματική πρόκληση. Ο Γιώργος είχε δύο επιλογές. Να αφήσει τον Λευτέρη να πέσει στην ίδια του την παγίδα η να σηκώσει το γάντι. Αν όμως ο Λευτέρης το έβαζε θα γινόταν εκείνος ήρωας στα μάτια των παιδιών και θα εξέθετε τον Γιώργο. Αποφάσισε να ρισκάρει. Κοίταξε τους συμπαίκτες του και κείνοι του έκαναν νεύμα με το κεφάλι. Τον εμπιστεύονταν. Πήρε την μπάλα και στάθηκε στα εξήμισι μέτρα. Ένιωθε τα βλέμματα όλων στυλωμένα πάνω του. Τίποτα δεν ακουγόταν παρά μόνο οι ανάσες των αγοριών. Η μπάλα του φάνηκε ασήκωτη βαριά. Για λίγα δευτερόλεπτα είχε την αίσθηση πως βρισκόταν σε κάποια διάσημη αρένα της Ευρώπης ενώ από τα χέρια του κρινόταν ο μεγάλος τελικός. Σούταρε. Η μπάλα έσκισε το διχτάκι κατευθείαν χωρίς να αναπηδήσει στο στεφάνι και χωρίς να χτυπήσει στο ταμπλό.
– Άγγιχτο ούρλιαξαν συμπαίκτες και αντίπαλοι.
Ο Πάνος και Φάνης σχεδόν ήταν έτοιμοι να τον σηκώσουν στους ώμους. Τόση σημασία ειχε το τρίποντο στα μάτια των δεκατριάχρονων αγοριών.
– Κρατηθείτε, είπε με σύνεση. Πρώτα να νικήσουμε. Το παιχνίδι ξεκίνησε και αμέσως έγινε φανερό ότι θα εξελισσόταν σε μονομαχία δίχως αύριο. Ευκολα γινόταν αντιληπτό σε έναν αμερόληπτο παρατηρητή πως το ματς αυτό δεν μπορούσε να τελειώσει κανονικά καθώς τα σκληρά φάουλ έδιναν και έπαιρναν με συνέπεια να επαπειλείται γενικευμένη σύρραξη σε κάθε φάση. Μετά από μερικά λεπτά άτεχνου μπάσκετ και κάμποσου ξύλου ο δείκτης του σκορ( αν υπήρχε δείκτης ταμπλό και βέβαια μετρούσε κάποιος) ήταν στον 9-9. Το παιχνίδι ηταν συμφωνημένο να λήξει στα 11 επειδή το σκοτάδι ειχε αρχίσει να πυκνώνει εμποδίζοντας τις κινήσεις.
Την μπάλα είχε η ομάδα του Γιώργου. Ο Πάνος πήρε την πρωτοβουλία και σουτάρισε από μέση απόσταση με ταμπλό. Γωνία με ταμπλό ήταν σπεσιαλιτέ του αλλά η μπάλα δεν του έκανε το χατίρι. Όμως ο Φάνης πήδηξε για το ριμπάουντ και το κέρδισε διορθώνοντας το λάθος του συμπαίκτη του. Αμέσως μετά πέταξε την μπάλα στα σίγουρα χέρια του Γιώργου που περίμενε στην γραμμή του τριπόντου. Αναπαυμένος εκείνος στις δάφνες του αρχικού του τριπόντου δεν ειχε κάνει σπουδαία πράγματα σε τούτο το τελευταίο ματς. Λένε όμως πως η μεγάλοι παίκτες ειναι για το τελευταίο σουτ εκεί που η μπάλα καίει και ζυγίζει δυο τόνους. Χωρίς να διστάσει δίχως καν να το σκεφτεί σούταρε. Ο χρόνος πάγωσε για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου καθώς η μπάλα ταξίδευε προς το καλάθι και ο Γιώργος μπόρεσε να δει ζωγραφισμένη την αγωνία στα τραβηγμένα χαρακτηριστικά του Λευτέρη που με υπερπροσπάθεια είχε επιχειρήσει να ανακόψει το σουτ. Μάταια όμως. ‘Οπως και την πρώτη φορά η μπάλα προσγειώθηκε στο καλάθι σκίζοντας σχεδόν το διχτάκι. Είχαν νικήσει, είχε αναδειχθεί νικητής! Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, συνειδητοποιώντας ο Λευτέρης ότι είχε χάσει την μονομαχία ούρλιαξε στα μούτρα όλων- Αδικία. Αν το παιχνίδι έληγε στα εικοσιένα όπως όλα θα νικάγαμε. Οι συμπαίκτες του Γιώργου εκνευρίστηκαν.
– Που την είδες την αδικία, είπε εκείνος με αρχηγική ηρεμία. Ηταν συμφωνημένο να τελειώσει στα έντεκα αν θυμάσαι. Πως θα παίζαμε ως τα εικοσιένα; Νύχτωσε ήδη.
Πράγματι είχε νυχτώσει κι ας ήταν μόνο 17.30 η ώρα. Είπαμε ήταν χειμώνας. Παρόλο που είχε άδικο ο Λευτέρης δεν έλεγε να το παραδεχτεί και συνέχισε να γυρνάει το γηπεδάκι σε έξαλλη κατάσταση φωνάζοντας και λυσσώντας για την μεγάλη αδικία. Τότε ο Γιώργος δεν κρατήθηκε και έκανε κάτι που ήθελε από καιρό να κάνει. Σφίγγοντας τις γροθιές του κίνησε προς την μεριά του Λευτέρη και του κατάφερε μια γερή στην μούρη. Ο Λευτέρης κλαίγοντας σχεδόν απο θυμό, οργή και ντροπή συνάμα όρμησε στον Γιώργο και τα δύο παιδιά κυλίστηκαν στο τσιμεντένιο δάπεδο. Τα υπόλοιπα αγόρια σχημάτισαν ενα κύκλο γύρω απο τους συμπλεκόμενους και κοίταζαν με ενδιαφέρον.
Σε μια στιγμή ο Λευτέρης βρέθηκε από πάνω και άρχισε να σκάει απανωτά χαστούκια και γροθιές στο πρόσωπο του Γιώργου αλλά πιο βαρύς εκείνος κατάφερε χρησιμοποιώντας το σώμα του να τον γυρίσει. Ύστερα τον σήκωσε στα χέρια όπως σηκώνει ενα νιόπαντρος την σύζυγο του και τον άφησε να προσγειωθεί απότομα στον λαχανόκηπο του Ασπιώτη. Τα αγόρια όλα γέλασαν συμπαίκτες και αντίπαλοι του Γιώργου επικρότησαν τον νικητή. Ο Γιώργος σίγουρος πλεον για τον εαυτό του έστρεψε τα νώτα του στον Λευτέρη. Ο Λευτέρης όμως μην αντέχοντας την προσβολή που του είχε γίνει, αρπαξε μια πέτρα και αλαλάζοντας σαν Ιάπωνας στρατιώτης σε επίθεση Μπανζάι όρμησε πάνω του.
Και ενώ συμπαίκτες και αντίπαλοι με τις φωνές τους προειδοποιούσαν τον Γιώργο να καλυφθεί απο την ύπουλη κι επικίνδυνη ενέργεια του Λευτέρη, οι προβολείς ενος μεγάλου αυτοκινήτου φάνηκαν μπροστά στην καγκελόπορτα. Ηταν η Μερτσέντες του Ασπιώτη που απροσδόκητα ερχόταν να βάλει τέλος στην μάχη και σε ενα πιθανό τραυματισμό. Αμέσως τα παιδιά σαν να ηταν συνεννοημένα ξέχασαν έχθρες και διχόνοιες και πηδώντας μάντρες και κάγκελα το σκάσαν σκορπίζοντας δεξιά κι αριστερά σαν τα ποντίκια που τρέχουν να κρυφτούν με το φως…
Το βράδυ εκείνης της ίδιας ημέρας κανείς δεν είχε όρεξη να συζητήσει για το κερδισμένο στοίχημα. Ο Γιώργος είχε φάει την μπριζόλα με τις πατάτες που ηταν η ανταμοιβή του και μαζί με τους άλλους είχαν καταλήξει στο δεντρόσπιτο. Δεντρόσπιτο ηταν μια μικρή παράγκα που ειχαν μόνα τους τα αγόρια φτιάξει από παλέτες, ελενίτ και κάθε είδους άχρηστο πεταμένο υλικό και στο οποίο φυσικά απαγορευόταν να εισέλθουν κορίτσια. Εκεί λοιπόν ηταν μαζεμένη όλη η συμμορία πλην Λευτέρη, και τα πρώτα τσιγάρα, που τα αγόρια αγόραζαν συνήθως απο το παντοπωλείο του Καπώνη, άναβαν ήδη. Βήχοντας λιγάκι γιατί ο καπνός δάγκωνε τους παιδικούς λαιμούς ο Φάνης σχολίασε το απρόσμενο γεγονός της έλευσης του Ασπιώτη σε χειμωνιάτικο Σαββατοκύριακο με την λαμπερή του κούρα.
– Πως έγινε και ήρθε ο Ασπιώτης;
– Δεν ξέρω, σχολίασε ο Πάνος. Εγω έρχομαι κάθε Σαββατοκύριακο και ποτε δεν έτυχε αυτό. Μάλλον έγινε για να σώσει τον Γιώργο από την πέτρα του Λευτέρη.Ο Γιώργος τράβηξε μια τζούρα από τα τσιγάρα που ειχαν αγοράσει( αγόραζαν πρωτίστως ολες τις παράξενες μάρκες με κριτήριο το πακέτο κατά κύριο λόγο) προσπαθώντας να κατεβάσει κάτω τον καπνό.
– Που είναι αυτός ο δειλός που πήγε να με χτυπήσει πισώπλατα; είπε. Οταν τον ξαναδώ θα του σπάσω τα μούτρα.
– Για την ωρα πάντως φύγατε και οι δυο με μαυρισμένα μάτια, παρατήρησε ο Κώστας ο Πανιώνιος που ήταν λιγάκι μεγαλύτερος απο τ άλλα παιδιά.
– Τι σου είπε η γιαγιά σου, ρώτησε ο Πάνος ;Η γιαγια του η Μοσχούλα ηταν γνωστός δράκος της Νεράντζας. Ηταν μια σούπερ γιαγιά στην οποία άπαντες μικροί μεγάλοι βαρούσαν προσοχές
.-Αμαν, αναφώνησε ο Γιώργος. Η γιαγιά! Κοίταξε το ρολόι του -ενα casio που του είχαν πάρει στα γενέθλια του δώρο- και είπε:
– Πρέπει να φύγω. Της υποσχέθηκα ότι θα γυρίσω νωρίς.
Οι άλλοι γέλασαν. Έφυγε χωρίς να απαντήσει στο πως είχε η γιαγιά του αντιδράσει οταν της παρουσιάστηκε με μαυρισμένο μάτι. Οταν έμειναν μόνα τους τα αγόρια σχολίασαν:
– Είναι καλός παίχτης αλλα η γιαγιά του τον κάνει ότι θέλει. Ολοι συμφώνησαν και γέλασαν ηταν κοινή αυτή η διαπίστωση…Βγαίνοντας από το δεντρόσπιτο ο Γιώργος κοίταξε πάνω στον ουρανό. Είχε ξαστεριά. Εκατοντάδες χιλιάδες αστέρια έλαμπαν στον ουρανό σαν διαμάντια πάνω σε μαύρο πανί. Το κύμα που έσκαγε απαλά στην ακτή και ο γκιώνης που λαλούσε ψάχνοντας όπως κάθε βράδυ τον χαμένο του αδελφό συμπλήρωναν το ειδυλλιακό τοπίο. Το αγαπούσε αυτο το μέρος .
Αγαπούσε πολύ και την γιαγιά του. Κι ας ήταν αυστηρή μερικές φορές. Σε εκείνη χρωστούσε τούτα τα Σαββατοκύριακα, αλλιώς θα έμενε στο σπίτι περνώντας βαρετά. Τωρα μπορούσε μετά από μια ολόκληρη μέρα μάχης και έντασης να ξαπλώσει στο κρεβάτι του και να διαβάσει το κόμικ με τις περιπέτειες του αγαπημένου του Τεν Τεν. Αυτό θα ήταν ένα λαμπρό κλείσιμο για μια επεισοδιακή ημέρα. Ο ύπνος θα τον έπαιρνε με το περιοδικό ακόμα στα χέρια. Το φεγγάρι θα ήταν ψηλά στον ουρανό και εκατοντάδες βατράχια απο τα γύρω έλη θα έκρωζαν όλη την νύχτα αλλά δεν θα τ άκουγε γιατί θα κοιμόταν ήρεμος και σίγουρος. Ήταν νικητής…