Γράφει η Άννα Λύκου
Το καράβι είχε μόλις εγκαταλείψει το λιμάνι. Ομίχλη και κρύο περιέβαλλε τον σκοτεινό όγκο του όπως συμβαίνει πάντα κατά τις διστακτικές αναχωρήσεις . Ακόμα και με λιακάδα όπως εκείνη την ημέρα. Ένα πεισματάρικο κομμάτι της έμεινε πίσω, αρνήθηκε να επιβιβαστεί και τώρα κουνούσε λευκό μαντήλι λυπημένα. Ας είναι.
Κοίταξε το ρολόι της. Αυτό που της είχε χαρίσει εκείνος κάποτε. Με το μισοσπασμένο πια καντράν και τη χρυσή πεταλούδα. Την πεταλούδα που μετρούσε αντίστροφα, η αφελής, και τελικά άρχισε να παίρνει τη μορφή γκριζωπής κάμπιας. Χωρίς εγγύηση, χωρίς δυνατότητα επιστροφής, δίχως ελπίδα να καταφέρει μια μέρα να πετάξει.
Κάθισε διστακτικά σε ένα ξεθωριασμένο παγκάκι από αλάτι στο κατάστρωμα, ενώ ο χρόνος έπλεε δίπλα της αργά. Οι γλάροι, λαθραίοι συνεπιβάτες, τσιμπολογούσαν δευτερόλεπτα. Έβγαλε από την μισοξηλωμένη τσέπη του πράσινου παλτού της ένα τσαλακωμένο εισιτήριο. Οι αριθμοί επάνω του είχαν κιόλας ξεθωριάσει από τα συνεχή αγγίγματα των δακτύλων της. Αντίχειρας, μένω. Δείκτης, φεύγω. Ξανά και ξανά. Ο δείκτης νίκησε, οι κάβοι λύθηκαν.
Ας είναι καλό το ταξίδι. Δεν την ενδιέφερε άλλωστε ο προορισμός. Αυτός δεν έχει ποτέ σημασία. Σημασία έχει η απόφαση να ταξιδέψεις. Μακριά. Να μάθεις να φεύγεις. Δεν ήταν δέντρο. Αυτό ψιθύριζαν μεγάλα στόματα ανθρώπων με ρίζες ως τα έγκατα της γης. Κανένα όμως από αυτά δεν φρόντισε να της πει τι γίνεται με τη βαλίτσα. Κανείς δεν την είχε προειδοποιήσει. Αναμνήσεις, χαμόγελα, δάκρυα, σκέψεις, όλα εκεί βιαστικά στοιβαγμένα. Ένα δάκρυ είχε κολλήσει στο φερμουάρ, το μπλόκαρε, δυσκολεύτηκε να την κλείσει. Μια ευτυχισμένη σκέψη, δεν είχε χωρέσει. Έμεινε πεταμένη στο πάτωμα μαζί με κάτι άλλες, αδιάφορες.
Καθώς το καράβι ξεμάκραινε και εξέπνεε πυκνό καπνό σαν βαμβάκι βουτηγμένο σε στάχτη, κάτι αναπάντεχο συνέβη. Η βαλίτσα έγινε ξάφνου θεόρατη, άρχισε να βαραίνει. Το φερμουάρ δεν άντεξε, έσπασε. Λόγια που είχε πει ενώ δεν θα’ πρεπε και άλλα που δεν είχε τολμήσει να ξεστομίσει, ενοχές και αναμνήσεις ξεχύθηκαν ολόγυρα, έγιναν τόνοι ολόκληροι, φορτίο αβάσταχτο για ένα καράβι.
Το αμπάρι τρύπησε μεμιάς αδυνατώντας να ανταπεξέλθει. Απειλητικά νερά άρχισαν να εισβάλλουν. Γέμισαν τα μάτια της αλμύρα, η ψυχή της αχινούς και δηλητηριώδεις μέδουσες. Άδειασε η βαλίτσα. Ναυάγησε. Άρχισε να βυθίζεται αργά στο ανοιχτό πέλαγος.
Τότε, της φάνηκε πως την είδε. Η ευτυχισμένη σκέψη από ελαφρύ υλικό ήταν εκεί, επέπλεε και πάλευε πεισματικά με τα κύματα. Καθώς εκείνη βυθιζόταν στα παγωμένα νερά, η σκέψη βούτηξε, άρπαξε τη βαλίτσα και χάθηκε μακριά στον ορίζοντα. Πήρε μαζί της τη βαλίτσα. Αυτήν που καθορίζει τον καιρό, το ύψος των κυμάτων, την αντοχή του καραβιού. Την παλιά, την καινούρια, τη μισογεμάτη, τη μισοάδεια, την πολύχρωμη, τη μουντή. Αυτή που πάντα υπάρχει δίπλα σου. Αυτή που γεμίζεις από τη μέρα που γεννιέσαι. Αυτή που κουβαλάς αδιάκοπα μαζί σου. Αυτή που πρέπει να ελέγχεις τακτικά, να ξεκαθαρίζεις, να συμμαζεύεις. Για να μπορείς να ταξιδέψεις μαζί της. Να μπορεί να σε ταξιδέψει. Εκείνη δεν τα κατάφερε.
Καθώς βυθιζόταν στην αγκαλιά της θάλασσας συλλογίστηκε πως ίσως θα έπρεπε να είχε μαζέψει την ευτυχισμένη σκέψη από το πάτωμα προτού αναχωρήσει. Ίσως θα έπρεπε κάπου να την έχει στριμώξει. Μα δεν είχε βρει χώρο.