Γράφει ο Τάκης Γεράρδης, συγγραφέας
Σάββατο απόγευμα κι ακόμη δεν είχε ξεπουλήσει. Αυτό το τριήμερο δρομολόγιο στο τέλος του Ιουνίου, με τις επαγγελματικές μικροαναποδειές, τον είχε κουράσει. Μέσα του ο φόβος πως αυτή τη βδομάδα θα παραμείνει στάσιμος, πως δεν θα καταφέρει να βιώσει την πολυπόθητη ευτυχία της μεταμόρφωσης που προκύπτει όταν επιτυγχάνεται ο στόχος.
Στο βαν είχαν απομείνει αρκετά κομμάτια απούλητα. Αυτά θα ήταν το ουσιαστικό κέρδος του ταξιδιού. Από την πώληση διακοσίων πενήντα κομματιών που ήταν το συνολικό φορτίο, τα μισά κέρδη περίπου αντιστοιχούσαν στα έξοδα του τριημέρου: βενζίνες, διόδια, γέφυρες, φαγητά, καφέδες, ξενοδοχεία και ποτά της χαλάρωσης τα βράδια. Στο αυτοκίνητο υπήρχε επί πλέον κι η παραγγελία του Γιώργου Καρασύριου που, πριν έναν μήνα, για να κρατήσει χαμηλά την τιμή, την είχε προπληρώσει. Έπρεπε να του παραδώσει το εμπόρευμα που του χρωστούσε και συνάμα να παζαρέψει μαζί του τα εναπομείναντα εξήντα κομμάτια για να ξεπουλήσει.
Μόλις είχε αφήσει την Άμφισσα, άρχιζε να ανεβαίνει τις στροφές προς τους Δελφούς και στο νου του είχε τον ιδιόμορφο πελάτη του. Πενηντάρης, πανύψηλος, περπατημένος, έβαζε κάθε πρωί καμιά δεκαπενταριά χιλιάρικα στο τσαντάκι και γυρνούσε με το φορτηγάκι του ανάμεσα στη Λιβαδειά και στις κωμοπόλεις της περιοχής για να βρει ευκαιρίες. Από τρόφιμα – είχε ένα αξιόλογο μάρκετ στη Δεσφίνα – μέχρι χαλιά, υφάσματα και όλα τα είδη λαϊκής κι ευρείας κατανάλωσης. Τα αγόραζε στο Δίστομο, τα πουλούσε στην Δαύλεια ή στην Αράχωβα. Το απόγευμα επέστρεφε στη βάση του. Το μάρκετ όλη μέρα το κρατούσε η γυναίκα του, η Νούνια από το Σαν Ντομίνγκο. Μια έφηβη κόρη που είχε από προηγούμενο γάμο ούτε που σήκωνε τα χέρια της. Από τα λοξά βλέμματα που έριχνε η κόρη στη Νούνια κι η Νούνια στην κόρη είχε καταλάβει πως δυο λαοί υπόδουλοι έστρεφαν το μίσος τους όχι στον δυνάστη αλλά στις μεταξύ τους μεθοριακές διαφορές. Η Νούνια πούλαγε, ξεφόρτωνε, κουβαλούσε τα βαριά καφάσια με τα είδη μαναβικής και τα βαρύτερα κιβώτια με τα ποτά. Μελαχρινή, με μια μαραμένη μιγάδικη ομορφιά, καθότι μέσα της κυκλοφορούσε ισπανικό και ιθαγενές Ταΐνιο αίμα, αμίλητη, και υπάκουη. Κοντά στα σαράντα, από τις ταλαιπωρίες και το άγχος επιβίωσης, είχε σταφιδιάσει. Η κόρη όλη μέρα άκουγε μουσική και μιλούσε στο κινητό. Κι ο Καρασύριος, σκληρός στο παζάρι, αλλά αγόραζε ό,τι του πάσαραν σε τιμή ευκαιρίας. Γι αυτό τον κάλεσε στο κινητό, με την ευκαιρία πως θα του πάει την παραγγελία του, να ρίξει λίγο και την τιμή στα τελευταία εξήντα κομμάτια για να ξεπουλήσει. Μετά από κάποια αναμονή τού απάντησε η Νούνια.
«Ο φίλος σου πέθανε πριν πέντε μέρες», του είπε με τα σπαστά ελληνικά της.
«Τι λες τώρα; Πώς έγινε;»
«Τη Δευτέρα το απόγευμα επέστρεφε στη Δεσφίνα. Στη Δαύλεια έπαθε ανεύρυσμα στο πόδι. Τον πήγαν μετά από ώρες στο νοσοκομείο στη Λιβαδειά αλλά δεν τον πρόλαβαν» συμπλήρωσε.
Είπε συλλυπητήρια και κλείνοντας το τηλέφωνο σκέφτηκε τα τρία χιλιάρικα που είχε ζητήσει από τον Καρασύριο πριν από έναν μήνα, για να καπαρώσει καλή τιμή στο φορτίο του επόμενου δρομολογίου του κι αυτός του τα είχε δώσει. Συχνά έμποροι και αγοραστές δείχνουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον, αρκούνται στο ισχυρό του λόγου που δίνετε μεταξύ τους και οι συναλλαγές τους απλώνονται άφοβα στα δίχτυα του χρόνου. Επί πλέον μεταξύ αυτού και του Καρασύριου υπήρχε και αμοιβαία πολιτική συμπάθεια. Τώρα θα έπρεπε να επιστρέψει τα χρήματα ή το εμπόρευμα είτε στη Νούνια, είτε στην κόρη του. Έστριψε για Αθήνα μέχρι να σκεφτεί και να αποφασίσει.
Στο δρόμο αναλογιζόταν τις επερχόμενες καλοκαιρινές διακοπές, ταυτόχρονα στο νου του ερχόταν η κακομοίρα μετανάστρια μόνη της στο μάρκετ της Δεσφίνας. Πώς διάολο θα επιβιώσει χωρίς την κολώνα της; Ο Καρασύριος δεν χρειαζόταν να δουλεύει στο μαγαζί. Αν και καθισμένος στην καρέκλα του ταμείου, έδειχνε πελώριος, επιβλητικός και έτσι ολιγόλογος που ήταν γινόταν αινιγματικός κι απρόσιτος. Αντίθετα από τους ομιλητικούς εμπόρους αυτός ξεστόμιζε λίγες κουβέντες. Πιο πολύ έμοιαζε με ορεσίβιο κτηνοτρόφο που πήγες στη στάνη του στα βουνά χαμένος, πεινασμένος και διψασμένος, κι αυτός σε κοιτάζει ατάραχα και δεν ξέρεις αν θα σου δώσει ένα κομμάτι ψωμί και νερό ή θα σε πετάξει στα αγριεμένα τσοπανόσκυλά του. Παζάρευε με επιμονή κι αφού τα εύρισκε με τους προμηθευτές έδινε εντολή να ξεφορτώσουν. Έτσι έκανε συνήθως και με αυτόν. Μόλις τον έμαθε τον έφερνε βόλτα. Τον έπρηζε βέβαια στο παζάρι, αυτός του γυρνούσε τη συζήτηση στα πολιτικά, γιατί ήταν αριστερός με εκτελεσμένο πατέρα από τους δεξιούς στα μετακατοχικά χρόνια και το κραύγαζε με αέρα και τουπέ, ώσπου έπαιρνε την εντολή να ξεφορτώσει τους καφέδες του στο επικλινές κι ανυψωμένο πεζοδρόμιο μπροστά από το μαγαζί. Εκεί η Νούνια αγκάλιαζε τα κιβώτια και τα κατέβαζε στο υπόγειο, βιαστικά γιατί οι εφοριακοί ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Όση ώρα διαρκούσε το ξεφόρτωμα ο Καρασύριος κοιτούσε απαθής. Κουβαλούσαν και όπως τον έβλεπε να ατενίζει ασυγκίνητος τις βουνοκορφές της Δεσφίνας σκεφτόταν πως ο ίδιος κι η Νούνια μοιάζουν με δυο σκλάβους βαστάζους του σε κάποιο λιμάνι της Καραϊβικής το 1650. Μόνο μαστίγιο δεν κρατούσε. Μερικές φορές που την είχε δει να γονατίζει με το κιβώτιο στα σκαλιά κουβάλησε τους καφέδες μέχρι κάτω, στο βαθύ και υγρό υπόγειο της επιχείρησης.
Η Δεσφίνα, μια ορεινή κωμόπολη χτισμένη αμφιθεατρικά, κατοικήθηκε από την αρχαιότητα με την ονομασία Εχεδάμεια. Μια μεγαλούτσικη πλατεία συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των γεωργών και κτηνοτρόφων κατοίκων της. Σε περίοπτη θέση στέκει το σούπερ μάρκετ του Καρασύριου. Αλλά αυτά, όπως και η αρχαία ιστορία της κωμόπολης με τα απομεινάρια μυκηναϊκών αρχαιοτήτων, αλλά και η ηρωική δράση των Δεσφινιωτών στην Επανάσταση του 1821, δεν θα μας απασχολήσουν τώρα. Τώρα θα μας απασχολήσει η μυστηριώδης φυσιογνωμία της Νούνιας, που κάποιοι περίεργοι αληγείς και ανταληγείς άνεμοι μπλέχτηκαν και την έφεραν από τον Σαν Ντομίνγκο εδώ, στη Δεσφίνα. Σε ένα μονοήμερο ταξίδι του στην περιοχή, πριν από έξι μήνες, είχε πάρει για παρέα και το φίλο του, τον Τρύφωνα.
«Έλα ρε. Θα πάμε σε τρεις πελάτες, θα πουλήσουμε και το βράδυ θα επιστρέψουμε. Στο δρόμο θα πούμε και καμιά μαλακία για την ΑΕΚ, το ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία να περάσει η ώρα μας».
Ο Τρύφωνας έχει το ιδίωμα να γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα. Από το πώς πρέπει να στηθεί σωστά ένα περίπτερο, μέχρι πώς γίνεται νόμιμα ή παράνομα το εμπόριο όπλων. Από πού αντλεί αυτές τις εύστοχες και ακριβείς πληροφορίες είναι άγνωστο. Με το Google δεν είχε ποτέ καμία σχέση, βιβλία δε σπάνια και με κόπο διαβάζει. Όμως, όλη μέρα, από τις εφτά το πρωί, μέχρι αργά το βράδυ, κώλο δεν στρώνει. Στην ερώτηση «πού ήσουνα μιάμιση ώρα και με έστησες στο ραντεβού;» Απαντά με φυσικό τρόπο: «Ήμουνα με έναν φίλο μου εφοπλιστή και συζητούσαμε». Ή «αποφυλακίστηκε ένα φιλαράκι και τα λέγαμε».
«Αυτή την ξέρω»,
του τόνισε με έξαψη μόλις ξεφόρτωσαν και έφυγαν από τη Δεσφίνα.
«Την έχω πληρώσει πριν από χρόνια σε κωλάδικο των Τζιτζιφιών για να μου χορεύει ξεβράκωτη πριβέ. Την πήγα και σε ξενοδοχείο κάποιες φορές. Κι αυτή με θυμήθηκε αλλά κοίταζε συνεχώς αλλού. Κάνει και γαμώ τις πίπες!»
«Τι λες ρε Τρύφωνα; Πόσο μικρός είναι ο κόσμος! Τώρα η κακομοίρα ξεπατώνεται μ’ αυτό το γαϊδούρι που την παντρεύτηκε».
«Μη την λυπάσαι ρε συ. Καραδοκεί την ευκαιρία, σαν αιλουροειδές».
Δεν έδωσε συνέχεια σκεφτόμενος πως αυτή είναι μια κακία του δεξιού και συντηρητικού φίλου του, γιατί, όπως είναι γνωστό, οι δεξιοί δεν συμπαθούν τους μετανάστες. Και προσπάθησε αυτές οι πρόσθετες πληροφορίες για τον πρότερο βίο της Νούνιας να μην τον επηρεάσουν στις επόμενες επισκέψεις του στη Δεσφίνα. Πού και πού βέβαια, μετά από τη βόλτα με τον Τρύφωνα, την κοιτούσε φευγαλέα, περισσότερο εξεταστικά και αρκετά αντρικά.
Η Νούνια αναλογιζόμενη κάποιες φορές τη θέση της στην παρούσα συγκυρία στη Δεσφίνα δεν ένιωθε πνιγηρά. Όταν πριν από είκοσι χρόνια την είχαν πάρει από τη σκλαβιά και την πείνα του Σαν Ντομίνγκο και την μετέφεραν στην Ευρώπη, ούτε καν επάγγελμα δεν χρειάστηκε να αλλάξει. Πόρνη στην πατρίδα της, πόρνη και στην Αθήνα. Τρεις ήταν οι σταθμοί στη ζωή της που οριοθέτησαν τον κόσμο της. Πρώτος σταθμός όταν, πανέμορφη κοπέλα στα δέκα εφτά της, ο Ενρίκε την είχε πάρει από το χωριό της δίνοντας χρήματα στον πολύτεκνο πατέρα της. Όλο χαμόγελα και υποσχέσεις τις πρώτες μέρες, μετά την έριξε στη δουλειά. Σαράντα με πενήντα πελάτες εξυπηρετούσε καθημερινά, κάνοντας τσιμπούκια σε βρώμικες άσπρες και μαύρες ψωλές, ψωλές που εκτός από το στόμα τις έβαζε στο μουνί, στα βυζιά και στον κώλο της. Μέχρι που στο δεύτερο σταθμό της ζωής της, όταν ο Ενρίκε αρρώστησε και χρειάστηκε χρήματα την πούλησε σε άλλους. Κι αυτοί την έφεραν στην Αθήνα. Καλύτερα φωτισμένη η νέα πόλη της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας, πολύβουη, καθαρότερη, δουλειά σε ξενοδοχεία με μπάνιο. Παντρεμένοι και χωρισμένοι σαραντάρηδες και πενηντάρηδες, έμποροι, φορτηγατζήδες, μικροεπαγγελματίες, δημόσιοι υπάλληλοι, όλοι τους αρσενικοί της μεταμεσονύχτιας Αθήνας, αλαλιασμένοι από τις «μπόμπες» που τους σερβίριζαν, ιδρωμένοι και ψευτοκαυλωμένοι έχυναν βρώμα, αηδία και δηλητήριο μέσα της. Μέχρι είκοσι οκτώ χρονών είχε ζήσει όλα τα στάδια της κόλασης.
Όλα άλλαξαν γι’ αυτήν όταν στον τρίτο σταθμό της ζωής της ο Καρασύριος, ψηλός, όμορφος και με αρκετά χρήματα για ξόδεμα την ερωτεύτηκε. Αγόρασε το διαβατήριο από τους προστάτες της, την έβαλε στο κάθισμα της μπλε Toyota Carina δίπλα του και την ξεφόρτωσε στην Δεσφίνα. Με πολιτικό γάμο απέδειξε τον έρωτά του γι αυτήν, την έκανε για αρκετό καιρό κυρία Καρασύριου, και όπως όλοι οι Έλληνες που ερωτεύονται την μοστράριζε στη Δεσφίνα, σε συγγενείς και γνωστούς του, όπως κάποιος που πήγε για σαφάρι στην Αφρική κι επιστρέφοντας από το περιπετειώδες του ταξίδι επιδεικνύει το κεφάλι του λιονταριού που σκότωσε και καμαρώνει. Η Νούνια για κάποιο διάστημα ένιωθε σαν βασίλισσα της Δεσφίνας. Τέρμα τα ξενύχτια, τέρμα και η απάνθρωπη δουλειά που έκανε ως τότε. Τώρα είχε μόνο μία καυλωμένη πούτσα για να περιποιείται με τα χέρια, το στόμα και το σώμα της.
Όμως ο έρωτας είναι μια εποχιακή ασθένεια, μια ίωση που ξεπερνιέται χωρίς τη χρήση αντιβιοτικών, μόνο χρόνο χρειάζονται οι παθόντες για να θεραπευτούν. Έτσι, παράλληλα με την κοινωνική της άνοδο στη Δεσφίνα, σαν κυρία Καρασύριου, άρχισε και μια συνεχής κατάβασή της, προϊόν της καθημερινής φθοράς που προκύπτει από τις ανάγκες του μάρκετ, το οποίο κάποιος έπρεπε να το φροντίζει, μιας και ένα τέτοιο μαγαζί είναι σαν ζωντανό, σαν άλογο ή σαν γελάδα που για να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των αφεντικών χρειάζονται καθημερινά ξύστρισμα, τάισμα, άρμεγμα και αδιάκοπες φροντίδες. Μια λόρδωση που ο Καρασύριος κουβαλούσε από παιδί ήταν η αφορμή, αφενός μεν να δείχνει πιο επιβλητικός με το κορμί του στητό, αφετέρου δε να αρνείται να ξεφορτώνει, να κουβαλά και να μεταφέρει αντικείμενα εφόσον έτσι θα επιβάρυνε την μέση του. Δουλειές και ευθύνες που επωμίστηκε αδιαμαρτύρητα η Νούνια.
Αρχές Σεπτεμβρίου, οι υποχρεώσεις τρέχανε, όμως τα τρία ξένα χιλιάρικα κρατούσαν το είναι του σε εγρήγορση. Μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Καρασύριου κι αφού εν τω μεταξύ στις διακοπές του Αυγούστου πέρασε πολύ καλά, ξοδεύοντας και κερνώντας συγγενείς και φίλους, με τις τύψεις να τον κατατρώνε, κατέφτασε στη Δεσφίνα έχοντας αποφασίσει με πόνο να επιστρέψει στη χήρα τα τρία χιλιάρικα. Μόλις τα σκάρτα χρήματα θα έφευγαν από το τσαντάκι του, θα ακολουθούσε ένα αναμενόμενο στρίμωγμα, αλλά μετά θα τα ξεχνούσε και θα γαλήνευε. Δεν χρειάστηκε και πολύ χρόνο για να πείσει τη Νούνια να αγοράσει δώδεκα τετράδες καφέδων και μάλιστα σε καλή τιμή. Σε σχέση με την εικόνα του σκληρού κι ανελέητου στα παζάρια μακαρίτη Καρασύριου, στη συναλλαγή μαζί της ένιωθε πως κρατούσε μια πελώρια απόχη και κυνηγούσε μια αθώα πεταλουδίτσα. Θα ξεφορτώσω στο πεζοδρόμιο, σκεφτόταν, θα πάρει αυτή τους καφέδες μέχρι το υπόγειο και μετά που θα κάνουμε λογαριασμό θα της δώσω τα χρήματα που μου είχε δανείσει ο άντρας της. Θα συγκινηθεί, μπορεί και να βουρκώσει, θα μου πει χίλια ευχαριστώ κι εγώ θα είμαι ήσυχος με τη συνείδησή μου.
Μόνο που το πρόβλημα παρουσιάστηκε αλλού. Η Νούνια μακιγιαρισμένη και καλοντυμένη, με κρίκους στα αυτιά και βραχιόλια στα χέρια, καθόταν στην καρέκλα του Καρασύριου στο ταμείο, μεταμορφωμένη σε ένα άλλο ον, μάλλον σε ιέρεια μιας από τις πολλές θρησκείες που υπάρχουν στην Καραϊβική, αγέρωχη, βέβαιη και τιμωρός. Μια περίεργη λάμψη στα μάτια της ένθρονης θεάς μαρτυρούσε απέραντη δικαίωση, υπεροχή και ηδονή. Όση ώρα αυτός μετέφερε τα κιβώτια από το βαν στο πεζοδρόμιο δεν κουνήθηκε καθόλου από τη θέση της, παρά ατένιζε αγέρωχα τις βουνοκορφές της Δεσφίνας. Το λασποχώρι που γεννήθηκε, οι σκοτεινοί δρόμοι του Σαν Ντομίνγκο που την ωρίμασαν βίαια, οι νύχτες της Αθήνας με τις μουσικές που διαμέλιζαν το κρανίο της καθώς χόρευε στις μπάρες, οι εφιάλτες που βίωσε από διάφορους ημιπαράφρονες πελάτες, όλα αυτά είχαν μετατραπεί σε μακρινές και θολές αναμνήσεις. Και λίγο πριν τελειώσει το ξεφόρτωμα:
«Πήγαινέ τα κάτω»,
του λέει με ύφος στυφό, σαν να τον διέταζε.
«Ξέρεις πού να τα βάλεις».
Αμίλητος μετέφερε τους καφέδες μέχρι το υπόγειο, όπως οι σκλάβοι ιθαγενείς της Καραϊβικής. Ιδρωμένος και λαχανιασμένος πληρώθηκε, τοποθέτησε στο τσαντάκι τα χρήματά της δίπλα στα τρία χιλιάρικα, έβαλε μπρος στο αυτοκίνητο κι αυτό κατηφόρισε στην πλατεία. Στη Δεσφίνα δεν ξαναπάτησε το πόδι μου.