/Μικρό Διήγημα: Υπόγεια διάβαση (Κωνσταντίνος Μανίκας)

Μικρό Διήγημα: Υπόγεια διάβαση (Κωνσταντίνος Μανίκας)

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Συγγραφέας

Περνούσε κάθε μέρα από εκείνη τη διάβαση στη Συγγρού. Το χειμώνα κατά τις 8 το βραδάκι και το καλοκαίρι κατά τις 9, που κλείδωνε το μαγαζί, ένα συνοικιακό βιβλιοπωλείο κρυμμένο πίσω από φωτεινές πινακίδες πολυεθνικών αλυσίδων, έπαιρνε το δρόμο για την επιστροφή στην αστική καταφυγή του. Ένα στενόμακρο διαμέρισμα με θέα το γκρίζο της απέναντι πολυκατοικίας. Αν έπαιρνε ζωή από κάτι ήταν τα λιγοστά σπουργίτια που τιτίβιζαν τα πρωινά σαν σάλπιγγες της εσωτερικής μονοτονίας.

Απέφευγε την υπόγεια διάβαση εδώ και χρόνια. Από τότε που η οικονομική κρίση έκλεισε και τα τελευταία καταστήματα που είχαν επιλέξει εκείνη την πολυσύχναστη λωρίδα γης για να στερεώσουν τα όνειρα τους, ο φόβος της απρόσμενης εγκληματικής επιδρομής έσπρωχνε τα βήματα λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα. Εκεί απ’ όπου θα έπαιρνε το λεωφορείο το οποίο θα τον άφηνε αρκετά πιο μακριά από το σπίτι του απ’ ότι αν πέρναγε απέναντι κι ακολουθούσε την αρχική διαδρομή.

Τούτο το βράδυ, όμως τον είχε κατακλύσει μια ακατανόητη αδυναμία. Έρεε στο αίμα του, σε κάθε μυϊκή σαν θανατερό ιός. Δεν ξεχώριζε αν έφταιγε η κούραση ή αν η απόγνωση της εμπορικής καχεξίας τον είχε καταβάλει τόσο πολύ. Γιατί δεν διαβάζουν πια, οι άνθρωποι, μονολογούσε. Πού βρίσκουν λιμάνι για τα πνιγμένα όνειρα τους;

Έστριψε αριστερά και κατευθύνθηκε προς την υπόγεια διάβαση. Όχι πώς έγινε απότομα ατρόμητος αλλά πλησίαζε τα όρια του κατατονικού και οι λυγισμένες αντοχές του λειτουργούσαν σαν ασπίδα ή αυτοκτονική λεπίδα. Κατέβηκε αργά, βασανιστικά την κεκλιμένη επιφάνεια που οδηγούσε στο άτυπο “τούνελ”. Ήταν άδειο ως την άλλη άκρη όπου ξεπρόβαλε ένα πενιχρό, μουντό φως, όμοιο με τη διάθεση του.

Καθώς πλησίαζε στο τέλος της λιγοστής διαδρομής, με τις σκέψεις τους να περιπλανώνται στα πιο σκοτεινά μονοπάτια των ανασφαλειών του για το αύριο, σκόνταψε πάνω σε μια άμορφη μάζα τυλιγμένη με ξεφτισμένες κουβέρτες, Χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβει ότι τα πόδια του ακουμπούσαν ένα νεανικό ανδρικό κορμί. Το πνιχτό, αβέβαιο “σιγά” που ακούστηκε ήρθε να ενισχύσει περαιτέρω την τεράστια έκπληξη του.

Αβίαστα ξεπρόβαλλε μέσα από την κρύπτη του ένα μελαμψό αγόρι που μετά βίας το λόγιαζες για ενήλικο. Μια μορφή γλυκύτητας και απορίας. Όπως ένα εγκαταλελειμμένο κουτάβι που κάποτε ένιωσε τη θαλπωρή  και τώρα τα ίδια χέρια που του την χάρισαν του την στερούν με τον πιο άγριο τρόπο. Ένα πρόσωπο – καμβάς για να διαγράφεται ο αναίτιος πόνος, η βουβή απογοήτευση, o τρόμος της απόρριψης. Κάπου, όμως, ανάμεσα στο βαθύ σκοτάδι, δυο μάτια αργοκαίγαν σαν κάρβουνο που δεν πρόκειται να σβήσει. Κάτω από το μαύρο πέπλο, άστραφτε μια πυκνή κόκκινη φωτιά.

Τι κάνεις εδώ, τον ρώτησε. Κοιμάμαι, απάντησε αφοπλιστικά το παιδί.

Αυτό το βλέπω. Μένεις εδώ;

Ναι, εδώ. Καλό καιρό. Σκιά. Όλα καλά.

Λόγια που δεν πίστευε. Λέξεις περιγραφικές, παραπλανητικές δίχως συναίσθημα.

Θες να σε πάω κάπου; Πόσο κενός κι ανόητος αισθάνθηκε με αυτή του τη φράση.

Όχι. Όλα καλά. Καληνύχτα κύριε.

Όλα καλά κύριε. Σε τρεις λέξεις συναντήθηκαν η αξιοπρέπεια και η ευγένεια. Χαμένες έννοιες στον κυκλώνα της αυταρέσκειας. Κι όμως τις ξανάκουσε γεμάτες ουσία από αυτό το άγουρο, σχεδόν παιδικό ακόμα στόμα. Έφυγε. Ντράπηκε για την ανικανότητα του να αλλάξει πρώτα τον εαυτό του και μετά τον κόσμο. Αξιοπρέπεια κι ευγένεια. Μήπως ξέχασε κι ο ίδιος αυτά που πρέσβευε. Μήπως αυτή ήταν η αναλαμπή που έλειπε από το παγερό, πλέον, μυαλό του. Αξιοπρέπεια και ευγένεια. Όλα καλά, ζωή….