Γράφει ο Χριστόφορος Τριάντης
Ο σκηνοθέτης περίμενε την πτήση του, στο αεροδρόμιο. Ένα ακόμα ταξίδι στο εξωτερικό για τις ανάγκες της νέας του ταινίας. Μια ακόμα ταξιδιωτική μέρα, σ’ ένα μεγάλο αεροδρόμιο. Κάθισε σε μια καφετέρια, παρήγγειλε έναν ζεστό καφέ κι άνοιξε την εφημερίδα του (η εφημερίδα ανήκε στην κεντροδεξιά, παλιότερα «ακολουθούσε» τη σοσιαλδημοκρατία). Αφού διάβασε μερικές γραμμές, ξεκίνησε τη φυσιογνωστική παρατήρηση του κόσμου που ερχόταν κι έφευγε, άλλαζε θέσεις και καθίσματα, πήγαινε προς τα εκδοτήρια, ή ήταν σε αναμονή των πτήσεων. Ήταν μια κινηματογραφική συνήθεια η εστίαση στα πρόσωπα, στις κινήσεις, στα βλέμματα και τις συμπεριφορές. Η κινηματογραφική του ματιά σταμάτησε ή μάλλον επικεντρώθηκε σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες. Αυτοί που του έκαναν μεγάλη εντύπωση ήταν οι νέοι άνθρωποι. Οι παρέες τους έδειχναν ευτυχισμένες και ξέγνοιαστες, ολοκάθαρα στοιχεία μιας χορτασμένης νεότητας. Αλλά η εικόνα είχε πάνω της κάτι σαν ψέμα, έδειχνε να στερείται γνησιότητας και μιας κάποιας ευγένειας.
Οι νεαροί προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή των παρευρισκόμενων. Γελούσαν δυνατά, χειρονομούσαν χάσκοντας, και τα σχόλιά τους ήταν θορυβώδη κι άξεστα. Αδιαφορούσαν για τους υπόλοιπους ταξιδιώτες που παρακολουθούσαν στωικά τα νεανικά δρώμενα, τις άνετες δήθεν συμπεριφορές. Οι νέοι άνδρες ήταν αξύριστοι με γενειάδες, γεμάτοι τατουάζ στα χέρια και τους σβέρκους. Κάθε αποκαλυπτόμενη και μη επιφάνεια έβριθε παραστάσεων και σημειολογιών (ημερομηνίες, ζωικό και πτητικό βασίλειο, άγιοι και διάβολοι, περσοαραβικά ρητά και επαναστατικά συνθήματα, όρκοι και οικογενειακά στιγμιότυπα). Πανδαισία αυτοναφοράς, πειστήρια ισχυρά αντισυμβατικής ωραιοπάθειας. Δηλώσεις περί των πάντων, απόντων όμως των ίδιων των εαυτών τους. Αν και η βαθύτερη επιθυμία τους ήταν να περνούν για διαφορετικοί, εντούτοις ήταν τόσο όμοιοι. Όλοι αυτοί οι δερματικοί στιγματισμοί φανέρωναν και μια έλλειψη ευαισθησίας. Από τη στιγμή που αψηφούσαν τον πόνο ακόμα και στις πιο ευάλωτες επιφάνειες του σώματος, ήταν γεγονός ότι δεν έδιναν καμία σημασία και προσοχή στις ψυχικές πληγές, αυτές που διαφοροποιούν τον άνθρωπο από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο.
Τα κορίτσια μασούσαν τσίχλες, με μαύρα νύχια (οι περισσότερες), κρατούσαν πλαστικά ποτήρια με κρύους καφέδες, έβγαζαν διάφορες φωτογραφίες με τα κινητά τους, παίρνοντας τις ανάλογες πόζες και διαλέγοντας τα ανάλογα σκηνοθετικά ντεκόρ. Από τη μία, η εικόνα της επίπλαστης επαναστατικότητας, της δήθεν αμφισβήτησης των κοινωνικών δομών και από την άλλη η εικόνα της αυταρέσκειας. Γεννημένοι «επαναστάτες» , ετούτοι οι γόνοι των αστικών και μικροαστικών οικογενειών, μύριζαν από μακριά τακτοποίηση και λεφτά. Η σκηνοθετική ευαισθησία διέκρινε τον «φιλοκομφορμισμό» πίσω από τα τατουάζ και τα μαύρα νύχια. Αναστέναξε και σκέφτηκε τον τίτλο της επόμενης ταινίας του: «Δερματοστιξίες».