/Μικρό Διήγημα: Απόγευμα στον Κήπο (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Μικρό Διήγημα: Απόγευμα στον Κήπο (Πάνος Χατζηγεωργιάδης)

Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης

Πάνε πολλά χρόνια απο τότε που είχε αρχίσει αυτό το ευγενές θα έλεγε κάποιος συνήθειο που του είχε γίνει με τον καιρό μία δεύτερη φύση. Γενικά ήταν ένας άνθρωπος απόμακρος απο τους γύρω, έτσι με κάθε ευκαιρία προσπαθούσε να παραμένει στο μετααίχμιο του τώρα, του εδώ και του εκεί μέσα απο μιά διαδικασία που είχε ανακαλύψει εδώ και πολύ καιρό και τον βοηθούσε ψυχοθεραπευτικά στο να μην καταρρεύσει απο την σκληρή πραγματικότητα που ζούσε. 

Οι συχνοί περίπατοι του, θαρρείς τον ανακούφιζαν και του προσέφεραν δίχως και ο ίδιος αρχικά να το νιώθει εντελώς, μία προστασία, ένα ψυχικό κέλυφος ανάμεσα στον εαυτό του και τους άλλους. Αγαπημένα του μέρή, ήταν συνήθως οι παλιές γειτονιές της Αθήνας όπου έμενε απο τότε που γεννήθηκε και ποτέ του δεν είχε σκεφθεί σοβαρά να την εγκαταλείψει παρά το γεγονός πως η ζωή του δεν ήταν καθόλου εύκολη. Την ίδια ώρα με τις τόσες δυσκολίες που αντιμετώπιζε, θεωρούσε πως δεν θα μπορούσε να βρεί σε άλλη πόλη την ενέργεια των συγκεκριμένων τόπων όπου του άρεσε πολύ να περιδιαβαίνει πάντοτε μόνος. Όταν είσαι μόνος σε ένα μέρος – συνήθιζε να λέει στον εαυτό του – είναι διαφορετική η ενέργεια που προσλαμβάνεις απο το να βρισκεσαι μαζί με άλλους στο ίδιο ακριβώς σημείο. 

Πάντοτε ή τουλάχιστον απο τότε που κατάλαβε τον εαυτό του, πίστευε πως  δεν ανήκει στην εποχή του, μα ούτε και σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Πως η θέση του ήταν αναμεταξύ γης και ουρανού,. Έτσι έβρισκε ψυχική ανάταση σε πράγματα απλά που στους άλλους έμοιαζαν τόσο μα τόσο περίεργα, όπως ένας περίπατος σε σημεία που θεωρούσε άξια λόγου ενεργειακά όπως στα κοιμητήρια και ιδιαίτερα το Α κοιμητήριο των Αθηνών, μία εξαίσια γλυπτοθήκη υπαίθρια για όποιον ήθελε να την δεί υπό αυτό το πρίσμα ή το προτιμότερο στο Ζάππειο και στον Εθνικό κήπο. 

Σε αυτό το ιστορικό κομμάτι της Αθήνας λοιπόν, ο ήρωας της ιστορίας μας συνήθιζε να πηγαίνει κατά μόνας κυρίως τα απομεσήμερα και ιδιαίτερα τα απομεσήμερα των ζεστών καλοκαιριών της πρωτεύουσας – τσιμεντούπολης. Εκεί μέσα διατηρούσε πάντοτε την αίσθηση πως αυτό το περιφραγμένο κομμάτι γης εδώ και κοντά διακόσια χρόνια που αποτελούσε αρχικά τον Βασιλικό κήπο, τον προστάτευε απο την έξω μεγαλούπολη και δρούσε μέσα στην ψυχή του ως μία όαση ησυχίας μέσα στην πολύβουη αυτή πόλη. Του άρεσε ιδιαίτερα να κάθεται σε ένα συγκεκριμένο παγκάκι του κήπου αυτού, όσο πιο κοντά στην συγκεκριμένη ώρα ενός απομεσήμερου, θαρρείς και έδινε ένα άτύπο ραντεβού με τον χρόνο, τις αναμνήσεις και τις ατέρμονες αναπολήσεις που τον στοίχειωναν και που μεγαλώνοντας και περνώντας τα χρόνια, γίνονταν όλο και πιο έντονες, όλο και περισσότερες στον αριθμό. 

Έτσι και σήμερα, μιά αφόρητα θερμή μέρα του Αυγούστου, αποφάσισε να ξεκινήσει απο το σπίτι του με τα πόδια που δεν ήταν άλλως τε και εντελώς μακριά και να φτάσει στον κήπο. Στην διαδρομή έτρεχε με την λαχτάρα ενός παιδιού. Ήθελε να προλάβει την συγκεκριμένη θέση στο παγκάκι που με το μυαλό του είχε φανταστεί πως τον περίμενε  για να καθήσει μόνον αυτός ξεχνώντας ίσως πως τον Αύγουστο ολάκερη η Αθήνα είναι άδεια. 

Η καρδιά του σκίρτησε τρελλά με το που έφτασε στον προορισμό του. Ναι το παγκάκι ήταν εκεί άδειο λές και τον περίμενε να καθήσει. Κάθησε όσο αναπαυτικότερα ήταν δυνατόν για ένα παγκάκι σε ένα δημόσιο κήπο και εφόσον ξεκουράστικε για λίγο, άνοιξε ένα βιβλίο. Το διάβασμα ήταν μία ακόμη ευάρεστος έξις και πήγαινε τόσο με τον χαρακτήρα του όσο και με τους θερινούς ρεμβασμούς που πραγματικά απολάμβανε μακριά απο όλους τους άλλους. 

Το διάβασμα προχωρούσε με ταχύτατους ρυθμούς, εξάλλου επρόκειτο περί ενός αναγνωρισμένου απο όλους βιβλιοφάγου. Το δέ βιβλίο αφορούσε έναν απο καιρό λησμονημένο ποιητή που έγραφε στην καθαρεύουσα, σε μιά γλώσσα τόσο ακατανόητη πλέον απο το πλήθος των συγκαιρινών του. Ξάφνου μετά απο λίγο, παραδίπλα του ακούει φωνές νεαρών γυναικών. Πριν προλάβειι να μαζέψει τα χαρτιά και τις σκέψεις που έκανε εκείνο το ωραίο ομολογουμένως απομεσήμερο, με την άκρη του ματιού του, σαν οπτασίες  είδε να εμφανίζονται εμπρός του σχεδόν απο το πουθενά, τρείς νεαρές γυναίκες, ντυμένες με τα ρούχα μιάς αλλιώτικης, παλιάς εποχής. 

Δεν πρόφτασε να συνειδητοποιήσει το τι πραγματικά συμβαίνει και η μία απο αυτές τις νεαρές κυρίες μίλησε στην διπλανή της που προπορεύονταν μερικά μέτρα. Και μίλησε με μιά καθαρά ξενική προφορά, μάλλον γερμανική και σε ύφος μάλλον επιτακτικό. “Δεσποινίς Θεοχάρη, σας παρακαλώ βαδίζετε σιγότερα, δεν μπορώ να ακολουθήσω τον ρυθμό του βήματος σας για ώρα επιτέλους !”. Η δεύτερη γυναίκα στην οποία φαίνεται να απευθύνεται η πρώτη, σταμάτησε αμέσως το βάδισμα της και με σεβασμό που τον φανέρωσε μιά ελαφρά υπόκλιση, απήντησε με την γλυκύτατη φωνή της. “Με συγχωρείτε μεγαλειοτάτη όπου βιάζομαι, μα θα χάσουμε το απογευματινό μας τέιον στον βράχο **, κι έπειτα ακολουθούν τόσα που πρέπει να γίνουν απόψε σχετικώς με τον χορό στο παλάτι”, ενώ η τρίτη γυναίκα της συντροφιάς έγνεψε συγκαταβατικά στα λόγια της, σαν να συμφωνούσε 

Προς στιγμή  ο ήρωας της ιστορίας μας σάστισε. “Μεγαλειοτάτη”, “Παλάτι”, “Χορός”,το τσάι στην καθαρεύουσα, μα προσπάθησε να μην δώσει περαιτέρω σημασία, διότι τα όμορφα πρόσωπα, τα πανέμορφα ενδύματα και των τριών κυριών που περπατούσαν τώρα με τον ίδιο ρυθμό και χάθηκαν ξαφνικά σε μιά στροφή του κήπου όπως ακριβώς φάνηκαν πριν μερικά λεπτά, τον είχαν πραγματικά θαμπώσει. Πρώτη του φορά έβλεπε απο κοντά μιά τέτοια μόδα και τούτο δεν του ήταν διόλου δυσάρεστο ομολογουμένως. .

“Κάποια ταινία ίσως γυρίζουν, δεν είναι σπάνιο εξάλλου για εδώ”, ομολόγησε στον εαυτό του, σε μιά προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα που του συνέβησαν εκείνο το απόγευμα. Έφυγε έπειτα απο λίγο με το βιβλίο εκείνο που αναφερόταν σε κάποιον απο καιρό λησμονημένο λογοτέχνη της παλιάς Αθήνας και επέστρεψε σπίτι κάπως προβληματισμένος μα και κουρασμένος απο τον τόσο δρόμο, ξεχνώντας το περιστατικό σύντομα, μιάς και η ζωή του έτρεχε ασταμάτητα με έναν ρυθμό που αδυνατούσε να ελέγξει εδώ και πολλά πολλά χρόνια. 

Πέρασαν μήνες απο τότε. Ο ήρωας μας συνέχισε τους περιπάτους ολοένα και πιο εντατικά στην προσπάθεια που κατέβαλε εδώ και καιρό να αποσυρθεί έστω και πρόσκαιρα απο την σκληρή του πραγματικότητα και ζωή που θαρρείς τον τραβούσε, τον βασάνιζε και δεν τον άφηνε να ξεχαστεί ούτε μιά στιγμή. Βρέθηκε τούτη τη φορά σε ένα άλλο αγαπημενο του μέρος όπου ποιητική αδεία περιπατούσε και εκεί ενίοτε, στην μεγαλύτερη ίσως γλυπτοθήκη υπαίθρια αυτής της χώρας και σίγουρα αυτής εδώ της πόλης. 

Σαν πρόσεξε μισοκρυμμένο απο την βλάστηση κι αφρόντιστο δεκαετίες ένα μνήμα που θα έλεγε κανείς πως είχε βαλθεί να κρυφτεί απο τα μάτια των περίεργων και που για να λέμε και την πάσα αλήθεια δεν είχε ποτέ του προσέξει ξανά, ξαναθυμήθηκε το περιστατικό και χαμογέλασε με ένα αίσθημα νικητή σαν να επιβεβαίωνε την πρώτη, την πιότερο τρελή του σκέψη. Το μνήμα έγραφε κάτω απο την αριστουργηματικής ομορφιάς σκαλισμένη σε καθαρό αρίστης ποιότητας πεντελικό μάρμαρο. “Ελένη Ν. Θεοχάρη, Μεγάλη Κυρία  επί των τιμών της Α.Μ. Αμαλίας των Ελλήνων”*….

 

* Η Ελένη Νικολάου Θεοχάρη υπήρξε πρόσωπο ιστορικό όπου διετέλεσε Μεγάλη Κυρία επί των τιμών κατά την διάρκεια της Βασιλείας Όθωνος και Αμαλίας. Στην φωτογραφία που είναι σπάια του 1847, είναι η δεύτερη  εξ αριστερών. Το μνήμα της βρίσκεται στο Α κοιμητήριο των Αθηνών στον τομέα του παλαιού νεκροτφείου..

** Στον Εθνικό πρώην Βασιλικό κήπο, υπάρχει ο λεγόμενος “Βράχος της Αμαλίας” λοφίσκος όπου διατηρείται ακόμη το τραπέζι όπου η Βασίλισσα Αμαλία έπαιρνε το απογευματινό της ρόφημα και αγνάντευε απο εκεί την τότε Αθήνα. Σήμερα η θέα έχει αλλάξει, λόγω της έντονης βλάστησης και του ύψους των δέντρων που τότε δεν υπήρχαν.