/Μικρό Διήγημα: Ανελέητος ιός (Χρήστος Ναούμ)

Μικρό Διήγημα: Ανελέητος ιός (Χρήστος Ναούμ)

Γράφει ο Χρήστος Ναούμ

Να έπαιρνε το μετρό, ή το λεωφορείο; Δεν ανέφεραν διακοπή της συγκοινωνίας στις ειδήσεις. Βραδινή νοσοκόμα δούλευε. Είχαν κηρύξει απαγόρευση της κυκλοφορίας. Η επιδημία μαινόταν. Οι μύες της πόναγαν, το σώμα της ασήκωτο, μολύβι. Ξεκουραζόταν ελάχιστα. Πού χρόνος; Στοίβες ρούχα μπροστά της για σιδέρωμα. Ανάσα δεν έπαιρνε.

Η βαριά στολή την εξόντωνε στο νοσοκομείο. Σαν αστακός γύριζε από τους θαλάμους στην εντατική. Προφυλασσόταν. Όλες, οι συναδέρφισσες της έτρεχαν να προλάβουν. Οι νέοι ασθενείς κατέφθαναν κι οι παλιοί μεταφέρονταν στους αναπνευστήρες, ή στο νεκροτομείο. Δεν της απέμενε περιθώριο για αρνητικές σκέψεις.

Ερχόταν αντιμέτωπη καθημερινά με τον εστεμμένο ιό και δεν είχε καμιά διάθεση να του χαριστεί. Είχε παραδοθεί με όλο της, το είναι, στο καθήκον.

Καθώς έστρωνε το κραγιόν στα χείλια της χτύπησε το τηλέφωνο. Το ανακάλυψε πάνω στο τραπεζάκι σκεπασμένο από διαφημιστικά. Απάντησε δισταχτικά: «Τι θες;» Είχαν να μιλήσουν πάνω από μια βδομάδα.

«Είμαι, από κάτω. Άνοιξε μου,» ο τρόπος του δεν χωρούσε αμφισβήτηση. Ήταν ικανός να της κτυπάει για ώρα.
«Χωρίσαμε. Φύγε,» του το έκλεισε κατάμουτρα.

Το κουδούνι ηχούσε επανειλημμένα. Καθώς του άνοιγε, νόμισε θα καταρρεύσει. Ένας άγριος βήχας την έπνιξε. Όχι, δεν έπρεπε να τον συναντήσει. Φοβόταν την συνέχεια. Το αύριο. Την σχέση που ψυχορραγούσε. Σαν υπνωτισμένη μουρμούρισε: «Γιατί, με τυραννάς;» Την έσπρωξε και μπήκε στο σαλόνι. Βρήκε το μπουκάλι με το ουίσκι και γέμισε το ποτήρι του: «Έχω ξεχάσει ένα φάκελο,» ήπιε.

«Θα στον έστελνα με κούριερ,» τον πλησίασε άτολμα. «Γιατί βγήκες; Αν σε πιάνανε,… »

Το βλέμμα του ήταν αποκαλυπτικό για τις προθέσεις του. Την τράβηξε στην αγκαλιά του.

«Φύγε, από την ζωή μου. Μείνε, με την γυναίκα σου. Τα ξεκαθαρίσαμε,» ψέλλισε.

Σα στήλη άλατος αφέθηκε στα φιλιά του, στην ζεστή ανάσα του να περιπολεί το λαιμό της. Μια, τόση δα, στάλα δύναμης χρειαζόταν για να τον αποτρέψει. Να τον σπρώξει μακριά της. Δεν την είχε. Παραλυμένη, του παραδόθηκε. Το σώμα της ανταποκρινόταν σε ένα μεθυστικό πόθο. Σε ένα παραλήρημα πάθους. «Δεν θα σε αφήσω,» της ψιθύρισε.

Όταν τέλειωσαν, δεν ήξερε πώς να τον αντιμετωπίσει. Ένοιωθε τύψεις προδίδοντας τον εαυτό της, την υπόσχεση της να μην τον ξαναδεί. Τα συναισθήματα της δεν την υπολόγιζαν. Η καρδιά της την έσερνε στην αγκαλιά του, παρόλο που γνώριζε εξ αρχής, ότι ο έρωτας τους ήταν καταδικασμένος. Στο τελευταίο φιλί του ξεστόμισε: «Μην ξανάρθεις. Νοιώθω παρείσακτη. Ας τελειώνουμε εδώ.»

Το τηλέφωνο δεν της άφησε περιθώρια για συζήτηση. Την έπαιρναν από το τμήμα της: «Μένεις καραντίνα. Το τεστ, για τον ιό, είναι θετικό.» Το τηλέφωνο έπεσε από τα χέρια της. Μια στιγμή αμηχανίας κράτησε αιώνες. Πού την είχε οδηγήσει το πάθος της; Θόλωσε. Τού είχε μεταδώσει την αρρώστια; Θα πέθαιναν μαζί;

Σηκώθηκε άνετος κι έψαξε το βρακί του: «Δεν θα σε αφήσω. Βαλ’ το καλά, στο μυαλό σου,» την είδε συννεφιασμένη και νέκρωσε.

«Δεν είναι στο χέρι σου. Τράβα στην γυναίκα σου και μην ξανάρθεις,» έκαιγε σύγκορμη. Ένοιωθε σα τη «Νανά» του Ζολά.

«Τι συμβαίνει;» κάθισε δίπλα της.

«Κινδυνεύεις,» έβηξε. «Έχω… τον ανελέητο ιό!»

Στην αναμέτρηση συμμετείχαν οι τρεις τους. Κάποιος θα πλήρωνε ακριβά το στέμμα.