/Μικρό Διήγημα: Αγίου Ονησίμου (Γιώργος Μελίτος)

Μικρό Διήγημα: Αγίου Ονησίμου (Γιώργος Μελίτος)

Γράφει ο Γιώργος Μελίτος

Στην πολυκατοικία απέναντι και λίγο δεξιά πριν δυο βράδια παραλίγο να γίνει μια διάρρηξη. Ο επίδοξος δράστης αντιμετωπίστηκε άμεσα, η απειλή εξουδετερώθηκε και η γειτονιά κοιμάται πάλι ήσυχη.

Η οδός Αγίου Ονησίμου είναι πάντα ήσυχη, μα ειδικά τέτοια ώρα. Περασμένα μεσάνυχτα, με σχεδόν καλοκαιρινή ζέστη, κάθομαι στο μπαλκόνι μου και καπνίζω. Ένας γλάρος χτυπάει τα νύχια του στον ηλιακό πάνω απ’ το δώμα σαν βαριεστημένος υπάλληλος. Ο γιατρός στο απέναντι μπαλκόνι κοιτάει αφηρημένος το κινητό του. Τότε ο ουρανός γεμίζει θόρυβο και μας ξύνει τ’ αυτιά. Βροντάει κι έσπασε η μεταλλική πόρτα με τα χοντρά τζάμια, στην εξώπορτα απέναντι απ’ το μπαλκόνι και λίγο δεξιά, κοντά δεκαπέντε μέτρα κάτω. Βγάζω αργά το κεφάλι έξω απ’ το κάγκελο, ησυχία και πάλι. Εγώ, ο γλάρος κι ο γιατρός επιστρέφουμε στα πόστα μας. Πάλι φασαρία, κάποιος γκαρίζει και φροντίζει να ξεχωρίζουν κάτι λεπτομερείς απειλές. Είναι η ώρα της μανούρας, κι είμαστε τώρα και οι τρεις με το βλέμμα λιμασμένο και καρφί στην είσοδο της πολυκατοικίας.

Ένας μελαχρινός τυπάκος στραβοπερπατάει μέσα από την κομματιασμένη πόρτα, με τα χοντρά τζάμια της σπασμένα και κουνάει το κεφάλι του ζαλισμένος. Κολυμπάει μέσα σε μία πολύ φαρδιά ξασπρισμένη φόρμα και φοράει κάτι λαστιχένιες παντόφλες. Πίσω του κι ημίγυμνος, ο μισοκοιμισμένος πολίτης που τον συνέλαβε. Φαντάσου πώς θα βαράει αυτός ο θηρίος όταν θα ‘ναι τελείως ξύπνιος. Ακούγονται η λέξη αστυνομία, ένα κλαψουρητό και η λέξη σκάσε. Ο ηρωικός γείτονας παραδέχεται πως έχει φοβηθεί πάρα πολύ. Τον παρακαλάει σφαλιαρηδόν να μην του λέει μαλακίες πώς πήγε τάχα να κλέψει ένα ζευγάρι παπούτσια. Μάταια, μα πριν τον ικετεύσει κιόλας, ένα ασημί αυτοκίνητο παρκάρει ανάμεσα στους κάδους, κι από μέσα βγαίνουν τρεις αστυνομικοί με πολιτικά. Κρατούνε φακούς και φορούν βιαστικά μάσκες για τον ιό, τυπικότατοι για τόσο αργά.

Περνούν στον τυπάκο χειροπέδες, αφού του ζητάνε να ρίξει τα πράγματα του σε μια σακούλα στο πάτωμα. Χαλάρωσε κάπως που ήρθανε και τον έσωσαν, οπότε απαντάει στις ερωτήσεις τους για το σκηνικό. Τον ρωτάνε πού είναι το τηλέφωνο του. Δεν πιστεύουν ότι δεν έχει κι έτσι ψαχουλεύουν. Από τις τσέπες του βγάζουν γύρω στα πέντε ευρώ σε εικοσάλεπτα, που του τα ξαναβάζουν με κάποια ευγένεια πάλι μέσα. Ο ένας, που φοράει μπλουτζίν κι άσπρα αθλητικά, τον αναγνωρίζει και τον μαλώνει. Έλα τώρα, εσένα σε ξέρω, γνωριζόμαστε καλά. Χαμογελιούνται και πέφτει μια σφαλιάρα. Ζαμπόν είσαι; Τι δουλειά έχεις στα ξένα τα σπίτια νυχτιάτικα ρε; Μου λες; Δεν πιστεύει ούτε αυτός τη φάση με τα παπούτσια, κάτι άλλο θα παίζει. Τον αφήνουν μισό λεπτό με το στέρνο στον τοίχο και μπαίνουν στην πολυκατοικία, για να γράψουν κάτι χαρτιά στο φως. Ο δράστης δε χάνει χρόνο. Κοιτάει δεξιά, κοιτάει αριστερά, σφίγγεται και τινάζεται. Αρχίζει να τρέχει δεμένος πισθάγκωνα κατά μήκος του τετραγώνου, προς τα φανάρια, όπου σταματάει να υπάρχει φως στα πεζοδρόμια, κι οι αυλές των πολυκατοικιών δεν έχουν περιφράξεις.

Τα οικοδομικά τετράγωνα σε αυτή τη γειτονιά είναι στ’ αλήθεια ορθογώνια, δυο φορές μεγαλύτερα στο μήκος απ’ ότι στο πλάτος τους. Έτσι η κοντινότερη διασταύρωση, με το φανάρι που αναβοσβήνει πορτοκαλί, απέχει κοντά 40 μέτρα από εκεί που ξεκίνησε ο αγώνας δρόμου. Κι είναι που ο δρομέας δεν φοράει παπούτσια, κι οι παντόφλες του ακούγονται πολύ δυνατά σαν παλαμάκια, κι έτσι τον παίρνουν είδηση. Τα κέρματα βαραίνουν τη φαρδιά του φόρμα που αρχίζει και πέφτει. Λίγα μέτρα ακόμη και θα ξεγλιστρήσει μέσα από τις πυλωτές. Ποδοβολητά από Stan Smith και βρισίδια κροταλίζουν πίσω του. Φαίνεται πια το βρακί του, είναι ένα μαύρο σλιπάκι. Αγκομαχάει και τρέχει, σχεδόν φτάνει στους κάδους δίπλα στο φανάρι, ώσπου το βήμα του δεν ανοίγει άλλο πια κι η φόρμα του έχει πέσει τελείως. Γρυλίζει καθώς σκοντάφτει στα γόνατα και χάνει την ισορροπία του και πέφτει και γυρνάει το κεφάλι προς τα πίσω και προς τα πάνω κι έχει τα μάτια της παναγίας.

Ακούγεται ένα “δεν έκλεψα” κι αμέσως ένα “μωρή γαμιόλα”. Το κεφάλι του κοπανιέται μία, δύο, τρεις, τέσσερις φορές σε έναν γαλάζιο κάδο ανακύκλωσης, που τον αδειάζει τα ξημερώματα το ίδιο σάπιο φορτηγό που μαζεύει και τους κανονικούς πράσινους κάδους. Η γειτονιά, έξω απ’ τα βροντήγματα, παραμένει πολύ ήσυχη. Ο κάδος βάφεται καρό, με δυο κόκκινες ρίγες ως τις χειρολαβές. Ο γλάρος χτυπάει ρυθμικά τον ηλιακό άλλες πέντε φορές και φτερουγίζει για το διπλανό τετράγωνο. 

Μισή ώρα περνάει. Κατεβαίνω κάτω και καπνίζω εκεί. Ρωτάω τη σπιτονυκοκοιρά μου αν τρόμαξε. Ναι, θέλω ν’ αρχίσουμε να κλειδώνουμε κάτω απ’ τις εννιά. Πριν το περιπολικό εξαφανιστεί, μαθαίνουμε πως ο επίδοξος διαρρήκτης θα φάει μια μήνυση ίσα με το μπόι του, επειδή έσπασε το δάχτυλο του οργάνου που τον ακινητοποίησε, στην προσπάθεια του να διαφύγει. Ο γιατρός στο μπαλκόνι από πάνω, αφού κατέβηκε για λίγο και μας ενημέρωσε πως είναι μεγάλο φάουλ για αστυνομικό να του ξεφύγει κάποιος που φοράει χειροπέδες, τώρα επιστρέφει στα δεκαοχτάχρονα που χαζεύει στα social κι οι κυρίες της πολυκατοικίας συγχαίρουν τον δίχως αφαλό σωτήρα τους. Μαύρισα που το είδα αυτό, χωρίς να ξέρω περισσότερα για το συμβάν κι αν οι ήρωες της βραδιάς άξιζαν τις επευφημίες. Ίσως και να τις δικαιούνται και με το παραπάνω, εγώ το μόνο που ξέρω είναι όσα δείχνουν οι τρεις μου οθόνες και τα δυο μου μπαλκόνια. Κι οι οθόνες, ακόμη και μέχρι σήμερα, δεν έχουν δείξει τίποτα παραπάνω σχετικά.

Το αναρωτήθηκα μερικές φορές εκείνη την ώρα, μήπως κάποιο στυγερό έγκλημα εμποδίστηκε, κι αν θα ‘πρεπε όταν ξαναπαρκάρω πίσω από τον ήρωα να του σφίξω το χέρι, ή μήπως αν για το καλό μου είναι που δεν γνωρίζω περισσότερα. Τις τελευταίες δύο ημέρες όμως αναρωτήθηκα ξανά και ξανά άλλα πράματα, όπως: Γιατί τα τετράγωνα στη γειτονιά μου να είναι μεγαλύτερα κατά μήκος; Γιατί οι παντόφλες μου όταν ανοίξω το βήμα να ακούγονται σαν σφαλιάρες; Γιατί τα φαρδιά παντελόνια να μου πέφτουν όταν βιάζομαι να φτάσω στη δουλειά στην ώρα μου; Γιατί τα κέρματα στις βερμούδες το καλοκαίρι να κουδουνίζουν και κάθε λίγο να φανερώνουν τι χρώμα είναι τα βρακιά μου; Χωρίς προφανή λόγο, αναρωτήθηκα πιο πολλές φορές απ’ όσες θα μου ήταν άνετο, όλα αυτά τα περίεργα κι ένα ακόμη:

Τι είδους άνθρωπος τη βρίσκει με τα σλιπάκια;