/Μια μέρα … για μια αιωνιότητα για τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο

Μια μέρα … για μια αιωνιότητα για τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο

Tο νήμα της ζωής του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη Θεόδωρου Αγγελόπουλου, γεννημένου στις 27 Απριλίου 1935, κόπηκε ανεπάντεχα αργά το βράδυ της 24ης Ιανουαρίου 2012 στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν του Νέου Φαλήρου, όπου μεταφέρθηκε με βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Τον είχε χτυπήσει μία διερχόμενη μοτοσυκλέτα στον περιφερειακό της Δραπετσώνας, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του “Η άλλη θάλασσα”.

11 χρόνια μετά ένα μικρό αφιέρωμα για την παρουσία και την απουσία του μεγάλου σκηνοθέτη, ενός σκηνοθέτη που σφράγισε μια ολόκληρη γενιά κινηματογραφιστών και θεατών και οι ποιητικές εικόνες του επηρέασαν φωτογραφικά και αρκετούς φωτογράφους.

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος παραμένει ο σημαντικότερος κινηματογραφιστής, που ανέδειξε η χώρα μας κι ένας από τους σπουδαιότερους του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Για τον Αγγελόπουλο, το Σινεμά, η Ελλάδα, η Ευρώπη, η Ιστορία υπήρξαν πάντοτε μια άδεια σκηνή, σαν αυτή που κινηματογράφησε με κίνηση 360 μοιρών της κάμερας στο αριστούργημα του, τον «Θίασο» του 1974. Στο κέντρο της ο άνθρωπος, για τον Αγγελόπουλο, δεν μπορούσε παρά να μοιάζει μικρός, όσο μεγαλύτερα είναι τα όνειρα του και οι χαμένες ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς, αυτής που ο ίδιος εκπροσώπησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Και καπου εκεί, στα γυμνά τοπία μιας χώρας σε εγκατάλειψη, έβρισκαν πάντοτε χώρο για να βασιλέψουν η μοναξιά, η μελαγχολία, η αποξένωση, όλα όσα ο Αγγελόπουλος πίστευε πως μόνο το σινεμά μπορεί να καταδείξει και γιατί όχι να νικήσει.

Στην πραγματικότητα θα βρεις πολύ δύσκολα στο μεταπολεμικό σινεμά, ένα έργο τόσο αυτοβιογραφικό που μέσα του να χωράει ολόκληρα κομμάτια ιστορικής μνήμης. Ένα έργο βαθιά ελληνικό (όχι με τον τρόπο που προτιμούν να το «απομονώνουν» χρόνια τώρα οι φερόμενοι ως «εθνοπατέρες») και ταυτόχρονα διεθνές. Ένα έργο αλληγορικό και συμβολικό που στις καλύτερες στιγμές του – όταν δεν ανακυκλωνόταν μέσα στις ιδέες του, αποστειρωμένο από ρυθμό και ουσία – κατάφερε να μοιάζει απόλυτα ρεαλιστικό. Ένα έργο υπεύθυνο ταυτόχρονα για τη γέννηση του «νέου» ελληνικού κινηματογράφου, στις αρχές του ’70, αλλά και για την παρακμή του στη δεκαετία του ’80. Ένα έργο που τουλάχιστον για τις πρώτες δύο δεκαετίες του υπήρξε το μόνο ελληνικό σινεμά που γνώριζαν εκτός συνόρων.

Ένα κείμενο για τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο (γράφει η Πόπη Μανιά)

Για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο

Στη Δραπετσώνα, μια βραδιά σαν τη σημερινή, γράφτηκε άδοξα η λέξη «Τέλος» σε μια ταινία, μία και μοναδική, που επί 44 χρόνια γύριζε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Μια ταινία με πολλά κεφάλαια, τις ταινίες του δηλαδή,  σαν τις νότες μιας μουσικής που επανέρχονται, άλλοτε χαμηλόφωνα, άλλοτε σε κρεσέντο. Μας πρότεινε όσα έζησε, όσα ονειρεύτηκε, όσα επιθύμησε, όσα τον πονούσαν.

Πιασμένος, εννιάχρονος, στο χέρι της μαυροφορεμένης μάνας, να ψάχνουν μαζί παντού, ανάμεσα σε ζωντανούς και πτώματα, να αναγνωρίσουν τον πατέρα που είχαν συλλάβει, καταδικάσει σε θάνατο. Οι βαθιές χαραγματιές του Εμφυλίου δεν επουλώθηκαν ποτέ, πώς θα μπορούσαν άλλωστε! Ζωντανές, συναρπαστικές, τραγικές «ζωγραφίστηκαν» με χρώματα μουντά, με ομίχλη, με χιόνι και θάλασσα στις 14   «Παραλλαγές για ένα Θέμα» που αδιάκοπα, με ασίγαστο πάθος και απίστευτη επιμονή, δημιούργησε έκτοτε.

Ο πατέρας σώθηκε, επέστρεψε, η μάνα κεραυνοβολημένη τον υποδέχθηκε καθώς φάνηκε από το βάθος του δρόμου. Μετά κάθισαν απλά όλοι στο τραπέζι. Αυτό έγινε η πρώτη σκηνή της «Αναπαράστασης».

Τα μεγάλα γεγονότα της ζωής έχουν τέτοια βαρύτητα που παγώνει τον χρόνο. Όταν κινείσαι ταυτισμένος με τον χρόνο -ο Τ.Σ.Έλιοτ έλεγε, «ο χρόνος είμαστε εμείς»-γίνεσαι ο χρόνος. Ενώ τα υπόλοιπα κινούνται γύρω σου, εσύ παραμένεις ακίνητος. Αυτός ο «χρόνος» έντυσε τις ταινίες του, αργός, επώδυνος. Αναζητώντας τον εαυτό σου, τις αιτίες, τις απαντήσεις δεν βιάζεσαι ποτέ.

Ο μόνος τρόπος για να αντέξεις τον κόσμο είναι να αντιληφθείς την ποιητική του εκδοχή. Πολύ πιο σκληρή συνήθως από τον ίδιο τον ρεαλισμό. Η ποίηση ιχνηλατεί τις διαστάσεις που η αντίληψή μας αδυνατεί να συλλάβει. Σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως ήταν η δική του, αυτός ο λόγος ο ποιητικός, ο λιτός και συμβολικός, εκφράστηκε με τόση σαγήνη, τόσο υποβλητικό τρόπο στο σέλλουλοϊντ, μέσα από ασύλληπτης ομορφιάς εικόνες.  «Ο ποιητής των εικόνων» μας χαρίστηκε στη ζωή αυτή. Έγινε σύμβολο. Τα τοπία της καταχνιάς, της μοναξιάς, χαρακτηρίζονται πια ως «τοπία του Αγγελόπουλου».

«Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω…ξεχάστε με στη θάλασσα…»

Στο σπίτι μας στην Ύδρα, προτιμούσε να μένει στις βεράντες  να κοιτάει ατελείωτα τη θάλασσα, ξεχασμένος στις εικόνες της, βυθισμένος στα ταξίδια της ψυχής. Την τελευταία εκδοχή του σεναρίου της «Άλλης Θάλασσας», την 102η!, την τελείωσε εκεί. Για άλλη μια φορά, προφητικός, θα μιλούσε για την «νέα εποχή» στις κοινωνίες, για τον κόσμο των μεταναστών  που δεν θα διαφέρουν πλέον από τους γηγενείς, μια που όλοι γινόμαστε αργά «μετανάστες», ξεριζωνόμαστε με κάθε έννοια από τον «τόπο» μας, όπως και αν αυτό ορίζεται, αναζητώντας να ανοίξουμε τους κλειστούς ορίζοντες που κυριαρχούν πια στη ζωή μας.

Είχε ήδη μιλήσει για τα σύνορα, τα όρια, των κρατών, του έρωτα, το τέλος ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, για την πτώση των συμβόλων, την διάψευση των οραμάτων.

Είχε μιλήσει με τις ταινίες του, μιλούσε και καθημερινά, ακριβώς για όλα αυτά, με εκείνους που είχαν την εξαιρετική τύχη να βρίσκονται κοντά του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αλλά και με το κοινό σε κάθε ευκαιρία.

Η παρουσία του μέσα από το έργο του ήταν καθοριστική για κάθε παθιασμένο κινηματογραφόφιλο, ένα ορόσημο.  Έτσι, όταν συνέβη να γίνει ένα μέρος της αληθινής ζωής μας, κανείς δεν παραξενεύτηκε. Ήρθε σαν να ήταν -και ήταν- πάντα παρών. Σαν να άνοιξες μια πόρτα ξύλινη μασίφ, μισόκλεισες τα βλέφαρα για να δώσεις σχήμα στο μισοσκόταδο που πρόβαλε μπροστά σου και άρχισες να ανακαλύπτεις τα μύχια.

Κρατούμε τις κουβέντες μας, τα γέλια, τα τραγούδια, τις χαρούμενες στιγμές,  τα ανέκδοτα περιστατικά, τις πολιτικές συζητήσεις, τη γοητεία της παρουσίας, την υπέροχη χροιά της φωνής που μας μαγνήτιζε, τις ατελείωτες διηγήσεις από το μεγάλο του ταξίδι.

Κρατούμε τις ταινίες του, όλες, σαν σκηνές από μία ταινία, μία και μοναδική όπως έλεγε, η οποία θα διένυε τον χρόνο της ζωής του, χωρίς να έχει τέλος, παρά μόνον εκείνο που θα ερχόταν, όταν η ζωή θα περνούσε το όριο προς τον θάνατο. Αυτό έγινε στις 24 Ιανουαρίου 2012.

Πόπη Μανιά

Μαρούσι, 24 Ιανουαρίου 2018

Η ζωή και το έργο του

27 Απριλίου 1935 : Γεννιέται στην Αθήνα. Δημοτικό και γυμνάσιο στην Αχαρνών. Συµµαθητές και φίλοι καλοί: ο Αλέκος Φασιανός, ο Χρήστος Γιανναράς, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.

1953 : Νοµική Σχολή Αθηνών την οποία εγκαταλείπει στο πτυχίο.

1961 : Φεύγει για τη Γαλλία και γράφεται στη Σορβόννη όπου παρακολουθεί µαθήµατα γαλλικής φιλολογίας και φιλμολογίας, µε καθηγητές τον Ζορζ Σαντούλ και τον Μιτρί, τους οποίους ξανασυνάντησε αργότερα στην IDHEC. Παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα εθνολογίας µε τον Λεβί Στρος. Για να αντεπεξέλθει στα έξοδα των σπουδών δουλεύει στη ρεσεψιόν της Σιτέ Ουνιβερσιτέρ (µε την ώρα) µαζί µε τον γλύπτη Γεράσιµο Σκλάβο.

1962-63 : Γίνεται δεκτός, ύστερα από εξετάσεις, στην περίφηµη σχολή κινηµατογράφου IDHEC. Η διαφωνία και σύγκρουσή του µε τον καθηγητή της σκηνοθεσίας οδηγεί σε πρόωρη λήξη τις σπουδές του.

1963-64 : Συνεχίζει τη φοιτητική του διαδρομή στο Musee de l’homme κοντά στον εθνολόγο  σκηνοθέτη Ζαν Ρους, όπου διδάσκεται το σινεµά-ντιρέκτ.

1964 : Επιστρέφει στην Ελλάδα. Η επάνοδος στην πατρίδα συνοδεύεται από αναίτιο ξυλοδαρμό του από την αστυνομίαα καθώς βάδιζε ανύποπτος. Επεισόδιο που τον επηρέασε και άλλαξε την διάθεση και τα σχέδιά του. Τότε η σκηνοθέτις Τώνια Μαρκετάκη του προτείνει να συνεργαστεί µε την εφηµερίδα «∆ηµοκρατική Αλλαγή» ως κριτικός. Προς µεγάλη έκπληξη όλων – και του ιδίου – αντί να γυρίσει στην Γαλλία, όπως ήταν και το αναμενόµενο, έμεινε στην Ελλάδα. Και εργάστηκε ως κριτικός.

1965 : Οι Φόρµινξ (ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο αδελφός του και µάνατζερ του συγκροτήµατος Νίκος), του προτείνουν να γυρίσει µια ταινία που θα προωθούσε την περιοδεία τους στην Αμερική. Τότε, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, κάνει και το πρώτο γύρισµα στη Θεσσαλονίκη, στο Παλαί ντε Σπόρ, σε συναυλία του συγκροτήµατος, µε 8.000 θεατές. Η περιοδεία µαταιώθηκε και η ταινία «Φόρµινξ» δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

1968 : Η µικρή µήκους «Εκποµπή». Πρώτη συµµετοχή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Βραβείο κριτικών.

1969 : Την 1η Σεπτεµβρίου κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του ιστορικού περιοδικού «Σύγχρονος κινηµατογράφος». Συνιδρυτές ο Θόδωρος Αγγελόπουλος µε τον Βασίλη Ραφαηλίδη. Οι δυο τους συνέλαβαν την ιδέα της οργάνωσης και εκτέλεσης ενός θεωρητικού περιοδικού για τον κινηµατογράφο που θα παρακολουθούσε και θα σχολίαζε την σύγχρονη πρωτοπορία. Στη συντακτική επιτροπή οι: Τώνης Λυκουρέσης, Γιώργος Κόρρας, Λάκης Παπαστάθης, Κώστας Σφήκας, Ρούλα Μητροπούλου, Ρίτσα Ντάκου. Οργάνωση και διεκπεραίωση: Παντελής Βούλγαρης.

1970 : «Αναπαράσταση». Σαρώνει τα βραβεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Βραβείο Ζώρζ Σαντούλ για την καλύτερη ταινία που προβλήθηκε στη Γαλλία το 1971. Καλύτερη ξένη ταινία στο Φεστιβάλ του Hyeres (1971). Ειδική µνεία της FIPRESCI (∆ιεθνής Ένωση Κριτικών Κινηµατογράφου) στο Φεστιβάλ Βερολίνου (1971).

1972: «Μέρες του ’36» Βραβείο σκηνοθεσίας και φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Βραβείο της FIPRESCI στο Φεστιβάλ Βερολίνου (1972).

1974-75 : «Ο Θίασος». ∆εκατρία βραβεία. Στις Κάννες (1975) από τη FIPRESCI. Στην Ταορµίνα, στο Βερολίνο (Βραβείο ΙΝΤΕΡΦΙΛΜ), στο Λονδίνο (1979, Καλύτερη ταινία της χρονιάς), στην Ιαπωνία, στη Θεσσαλονίκη (1975, Βραβεία Καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, Α αντρικού και Α γυναικείου ρόλου, ΠΕΚΚ). Καλύτερη ταινία της δεκαετίας 1970 – 1980 από την ένωση κριτικών της Ιταλίας. Ανάµεσα στις καλύτερες ταινίες στην Ιστορία του Παγκόσµιου Κινηµατογράφου από την FIPRESCI.

1977: «Κυνηγοί». Επίσηµη συµµετοχή στο Φεστιβάλ των Καννών. Βραβείο Καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ του Σικάγο. Βραβείο της Ένωσης Τούρκων Κριτικών.

1980: «Μεγαλέξανδρος». Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας, όπως επίσης και τα βραβεία της FIPRESCI και Cinema Nuovo στο ίδιο φεστιβάλ. Βραβείο της ΠΕΚΚ στη Θεσσαλονίκη.

1981: «Χωριό ένα, κάτοικος ένας» (διάρκεια 20′). Τηλεοπτική παραγωγή της ΥΕΝΕ∆. Αναφέρεται στην εγκατάλειψη του χωριού Νέα Σεβάστεια του νοµού Θεσσαλονίκης από τον τελευταίο του κάτοικο.

1983: «Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη». Μια διαφορετική Αθήνα. Της ιστορίας και του προσωπικού µύθου του σκηνοθέτη (διάρκεια 43′). Ποίηση: Σεφέρη, Λειβαδίτη. Μουσική: Χατζηδάκη, Κηλαηδόνη, Σαββόπουλου.

1984: «Ταξίδι στα Κύθηρα». Βραβείο σεναρίου στις Κάννες. Κρατικά βραβεία Καλύτερης ταινίας, σεναρίου, Α ανδρικού ρόλου, Α γυναικείου ρόλου, σκηνογραφίας, Βραβείο Κριτικών στο Φεστιβάλ Ρίο ντε Τζανέϊρο (1984).

1986: «Ο Μελισσοκόµος».

1988: «Τοπίο στην οµίχλη». Αργυρό Λιοντάρι στη Βενετία. Βραβείο Φελίξ Καλύτερης Ευρωπαϊκής ταινίας.
1991: «Το µετέωρο βήµα του πελαργού». Επίσηµη συµµετοχή στο Φεστιβάλ των Καννών.
1992: Του απονέµεται το παράσηµο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιµής από την Γαλλική ∆ηµοκρατία.
1995: «Το βλέµµα του Οδυσσέα». Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών καθώς και το βραβείο της FIPRESCI. Καλύτερη ταινία της χρονιάς, Φελίξ των κριτικών.
1995: Ανακηρύσσεται επίτιµος διδάκτωρ του πανεπιστηµίου των Βρυξελλών. 1997 : Officier dans l’Ordre des Arts et des Lettres, από το Centre National de la Cinematographie.
1998: «Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα». Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών, και το Prix Ecumenique

1999: Officier de la legion d’honneur, από τον Πρόεδρο της Γαλλικής ∆ηµοκρατίας.
1999: Docteur Honoris Causa, από το πανεπιστήµιο Universite Paris X Nanterre.
2001 Doctor Honoris Causa, από το Πανεπιστήµιο του Essex.
2004: Doctor Honoris Causa, από το Πανεπιστήµιο «Stendhal-Grenoble3», Γαλλία.
2004: “Τριλογία:Το λιβάδι που δακρύζει». Βραβείο της ∆ιεθνούς Ενωσης Κινηµατογράφου (FIPRESCI ) στην καλύτερη Ευρωπαϊκή ταινία για το 2004.
2008: “Η Σκόνη του Χρόνου”. Επίσημη συμμετοχή Φεστιβάλ Βερολίνου.

Στα τέλη του 2011 ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας Η άλλη θάλασσα, που θα αναφερόταν στην ελληνική κρίση και θα ολοκλήρωνε την τριλογία. Όμως 24.1.2012, το νήμα της ζωής του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη κόπηκε ανεπάντεχα αργά εκείνο το βραδυ στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν του Νέου Φαλήρου, όπου μεταφέρθηκε με βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Τον είχε χτυπήσει μία διερχόμενη μοτοσυκλέτα στον περιφερειακό της Δραπετσώνας, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας…

«Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012. Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Οι ράγες ενός τράβελινγκ κόβουν την είσοδο στα δύο, σαν το ποτάμι στις ταινίες του – το ίδιο ποτάμι, η ίδια νύφη που ζει και δεν ζει το όνειρό της. Είναι όλοι εδώ. Ολοι. Ενας παγερός αέρας ανταποδίδει τιμές σ’ έναν άνθρωπο που τίμησε πολύ το χειμώνα». (Αχιλλέας Κυριακίδης)


Είπαν γι αυτόν:

“Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται κανείς που στην Ελλάδα εμφανίστηκε ένας σκηνοθέτης για τον οποίο ποίηση και φιλοσοφία είναι ένα.”  Michel Ciment (Γάλλος κριτικός κινηματογράφου)

“Ο θίασος δεν περιφέρεται μόνο ανά την Ελλάδα, περιφέρεται και ανά τις ταινίες του Αγγελόπουλου, δηλαδή μέσα σε μια Ελλάδα φιλμική. Στην (ποιητική) πραγματικότητα, δεν γνωρίζω καμιά άλλη Ελλάδα, πέραν αυτής που σχεδίασε ο Αγγελόπουλος στο δικό του ποιητικό χάρτη, που διαφέρει απ’ αυτό των χαρτογράφων, όχι μόνο γιατί είναι ποιητικός αλλά και διότι είναι πολιτιστικός και όχι γεωγραφικός. Άλλωστε, ο ελληνικός γεωγραφικός χώρος δεν χαρτογραφείται εύκολα. Διότι η Ελλάδα δεν είναι χώρα, είναι πολιτισμός. Η Ελλάδα βρίσκεται παντού. Συνεπώς και στην Ελλάδα. Αλλά μόνο ως το βαθμό που διασώζονται κι εδώ κάποια ψήγματα ελληνικού πολιτισμού. Ο οποίος ωστόσο μας ήρθε απ’ την Ευρώπη, όπου βρήκε καταφύγιο ο ελληνικός πολιτισμός για να σωθεί απ’ τους βαρβάρους που κατοικούν πλέον αυτόν τον τόπο που φέρει αταβιστικά το όνομα Ελλάδα.” Βασίλης Ραφαηλίδης (Αναφερόμενος στον “Θίασο” στο βιβλίο του ‘Το Ομιχλώδες Τοπίο της Ιστορίας’.)

“Μέσα από το φακό του ο Αγγελόπουλος κοιτάει τα πράγματα με σιωπή. Αυτού του είδους η κινηματογράφηση, τόσο προσωπική και μοναδική μέσα στην ιδιαιτερότητά της, επιστρέφει στις ρίζες του σινεμά. Εγώ βλέποντας αυτή την ταινία ένιωσα απόλαυση για το σινεμά με την πιο απόλυτη έννοια του όρου.” Akira Kurosawa (Ο μεγάλος σκηνοθέτης, μιλώντας για τον “Μεγαλέξανδρο”.)

“Είναι ένα αριστούργημα. Είναι μια εμπειρία απίστευτα συγκλονιστική.” Ingmar Bergman (Ο μέγας Bergman για τον “Μελισσοκόμο”.)

“Είναι μάλλον ο πιο ξεχωριστός σκηνοθέτης στον κόσμο σήμερα επειδή μετά από 5 δευτερόλεπτα καταλαβαίνεις ότι βλέπεις μια ταινία του. Κανείς άλλος δε δημιουργεί ένα σύμπαν σαν τον Αγγελόπουλο.” Geoff Andrew (Παρουσιάζοντας τον Αγγελόπουλο μετά από την προβολή του “Τοπίου στην Ομίχλη” το 2003 στο National Film Theatre του Λονδίνου.)

“Οι εικόνες του μας υποχρεώνουν να συλλογιστούμε την ιδέα των συνόρων και των περιοχών – γεωγραφικά, πολιτιστικά, πολιτικά και προσωπικά – που ορίζουν.” Andrew Horton (Συγγραφέας και σεναριογράφος, με αφορμή το “Μετέωρο Βήμα του Πελαργού”.)

“Έφυγα από τις Κάννες μαγεμένος από το ‘Βλέμμα του Οδυσσέα’. Στο Τόκιο που βρίσκομαι τώρα με ακολουθεί. Πιστεύω ότι είναι μια ταινία που θα μείνει στην ιστορία.” Wim Wenders (Ο μεγάλος σκηνοθέτης μιλά για το “Βλέμμα” λίγο μετά το Φεστιβάλ των Καννών του 1995.)

“Το ξέρεις όταν βλέπεις μια ταινία του Αγγελόπουλου επειδή όταν ξεκινά κοιτάς το ρολόι σου και λέει έξι. Και τρεις ώρες μετά, κοιτάς το ρολόι σου ξανά και λέει έξι και πέντε.” ~Ανώνυμος θεατής σε Φεστιβάλ (Όπως την κατέγραψε ο David Jenkins, κριτικός του κινηματογραφικού περιοδικού Sight of Sound.)


Σκέψεις /  εξομολογήσεις του σκηνοθέτη

Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία, αλλά δε μπορώ να κάνω το ταξίδι σας.

Είμαι επισκέπτης.
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά..

Κι έπειτα, δε μου ανήκει.
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει ”δικό μου είναι”.

Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου, είχα πει κάποτε με υπεροψία.

Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε.

Ότι δεν έχω, καν, όνομα.

Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο.

Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάζω. Ξεχάστε με στη θάλασσα.

Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία.

Ένα ανέκδοτο ποίημα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, γραμμένο το 1982, που ίσως να αποτελεί και μια αυτοβιγραφική απολογία …

Η μητέρα μου διάβαζε τη Γραφή και ο πατέρας μου εφημερίδα. Έπειτα, τα χρόνια εκείνα, χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, σε μια οικογένεια σαν τη δική μου, που πάλευε για την επιβίωση, το βιβλίο δεν ήταν εύκολη καταφυγή. Ανακάλυψα μόνος μου το βιβλίο. Κάποια μέρα, παίζοντας σ’ ένα υπόγειο του σπιτιού, ανακάλυψα σ’ ένα παλιό μπαούλο μερικά βιβλία του πατέρα μου. Από την εποχή που ήταν εμποροϋπάλληλος στην Πάτρα. Ήταν “Ο Βασιλέας των Ορέων”, του Εντμόντ Αμπού. Αργότερα, όταν έκανα τον “Μεγαλέξανδρο”, μου φάνηκε περίεργο, διότι όντως μου θύμιζε αυτή τη φιγούρα. Ηταν ο “Ναπολέων” του Τσβάιχ και ήταν και Σταντάλ – δεν θυμάμαι: πιθανώς το “Μοναστήρι της Πάρμας. Αργότερα, στο Γυμνάσιο, είχα ανήσυχους συμμαθητές. Ανταλλάσσαμε μεταξύ μας βιβλία. Η εποχή εκείνη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ήταν μια εποχή συμβίωσης με το βιβλίο και λογοτεχνικών τσακωμών ώς το πρωί με τη συντροφιά του σχολείου, και όχι μόνο. Πάθος και τσακωμοί για τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Καρυωτάκη, τον Λαπαθιώτη.  Υπήρξε μια περίοδος, εκεί γύρω στα δεκαπέντε μου, που θα μπορούσα να την ονομάσω ντοστογιεφσκική. Συχνά έκανα τον άρρωστο για να διαβάσω Ντοστογιέφσκι. Όλο το χαρτζιλίκι της γιαγιάς πήγαινε στα βιβλία του…. [απόσπασμα από συνέντευξη του Θ. Αγγελόπουλου στον Μισέλ Φάις στην Ελευθεροτυπία  (31/5/2002)]

Εχω μιλήσει πολλές φορές για την πρώτη επαφή μου με το σινεμά: Οι “Άγγελοι με λασπωμένα πρόσωπα” του Μάικ Κούρτιζ, τότε, μετά την απελευθέρωση. Πηγαίναμε πιτσιρικάδες, χωνόμασταν ανάμεσα στους μεγάλους. Και κάποιοι μας κυνηγούσαν πάνω στον εξώστη. Είχε πολύ κόσμο τότε το σινεμά. Ο “Αρης” Αχαρνών γέμιζε. Αλλά το τελειωτικό χτύπημα μού το έδωσε το “Με κομμένη την ανάσα” του Γκοντάρ. Εβλεπα ταινίες και δεν μ’ ενδιέφερε ποιος παίζει, όπως τους φίλους μου, αλλά ποιος την υπέγραφε. Μιλάμε για το ’59, ’60. Είχα ήδη αποφασίσει να ασχοληθώ με το σινεμά. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό κατάλαβα ότι με ενδιαφέρει η γραφή, η κινηματογραφική περιπέτεια, σαν προσωπική περιπέτεια… [απόσπασμα από συνέντευξη του Θ. Αγγελόπουλου στον Μισέλ Φάις στην Ελευθεροτυπία  (31/5/2002)]

Ξεκινάω πάντα από δικές μου ιστορίες. Χρειάζομαι έναν συνομιλητή. Υπάρχει φυσικά και ο “Θίασος”, που τον έγραψα χωρίς συνομιλητή, αλλά συνήθως υπάρχει κάποιος. Θεωρώ ότι ένας συγγραφέας έχει προβληματιστεί πάνω στο πώς διηγούμαι μια ιστορία, στο τι σημαίνει διηγούμαι μια ιστορία. Οπότε έχω έναν αντίλογο. Στέλνω τις ιστορίες μου και μου απαντάει. Όπως, λέει, ο Γκουέρα: παίζουμε πινγκ-πονγκ. Αν η μπαλιά πέσει σ’ ένα σημείο που θα κάνω προσπάθεια να την αντιμετωπίσω, αυτό μου γεννάει κάτι. Ο Μάρκαρης είχε γράψει ένα βιβλίο για το πώς γεννήθηκε η προηγούμενη ταινία, “Η Αιωνιότητα”. Εκεί φαίνεται καθαρά αυτή η διαδικασία. Στο πρώτο στάδιο, όπου αφηγούμαι και διαλέγομαι, η αντιπαράθεση, ή το πινγκ-πονγκ όπως το είπαμε, είναι μια ευχάριστη και παραγωγική σχέση. Ομως συχνά αυτή η συνεργασία παίρνει παράξενες μορφές. Να πω ένα παράδειγμα από το “Τοπίο στην ομίχλη”. Είχε τελειώσει ήδη η συζήτηση, που είχα τότε με τον Γκουέρα και τον Βαλτινό, και ήδη έγραφα το σενάριο. Ημουν στο Μάτι, όπου έχω γράψει πολλά από τα σενάριά μου, και δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον Γκουέρα: “Δεν ξέρω γιατί, αλλά νομίζω ότι κάπου πρέπει να βάλεις μια κότα”. Λέω, “τι είπες;”, λέει “μια κότα”. “Σοβαρά μιλάς;”. “Πολύ σοβαρά”. Χαμογέλασα και κλείσαμε. Συνέχισα να γράφω. Κάποια στιγμή θυμήθηκα ότι μου έλειπε η αρχή μιας σκηνής. Την άρχιζα με έναν τρόπο που δεν μου άρεσε πολύ. Θυμήθηκα τον Γκουέρα και ξαναγράφω τη σκηνή βάζοντας την είσοδο μιας κότας στο σταθμό ενός τρένου. Όταν με ρωτάνε τι σημαίνουν οι κίτρινοι άνθρωποι στις ταινίες μου, δεν μπορώ να απαντήσω με ακρίβεια. Είμαι σίγουρος όμως ότι έχουν τη θέση τους εκεί. Όπως είχε και η κότα… [απόσπασμα από συνέντευξη του Θ. Αγγελόπουλου στον Μισέλ Φάις στην Ελευθεροτυπία  (31/5/2002)]

Το ύφος και η γλώσσα ενός μεγάλου βιβλίου δεν μεταφέρονται στο σινεμά. Πρέπει να απομακρυνθεί κανείς πολύ, σχεδόν να ξεχάσει το βιβλίο από όπου προέρχεται το σενάριο, για να ξαναβρεθεί ενδεχομένως μια συγγενής, αλλά άλλης τάξης μουσική. Οι καλύτερες μεταφορές γίνονται από βιβλία αστυνομικά ή αισθηματικά του κιλού, όπου η έλλειψη σεβασμού στο βιβλίο προκαλεί μια σχεδόν πρωτογενή δημιουργική έκρηξη. Παράδειγμα: “Η δίψα του κακού” του Ορσον Ουέλες, ταινία που προήλθε από ένα μέτριο αστυνομικό μυθιστόρημα… [απόσπασμα από συνέντευξη του Θ. Αγγελόπουλου στον Μισέλ Φάις στην Ελευθεροτυπία  (31/5/2002)]

Ξεφυλλίζω παλιές μουσικές. Ο Μπαχ με ισορροπεί και μου κάνει τον κόσμο ανεκτό. Μπορώ να τον ακούω με τις ώρες. Καμιά φορά συμβαίνει να εισβάλλει απαιτητικά κάτι καινούργιο. Ενας από τους τελευταίους εισβολείς είναι ο Πάουλ Τσέλαν, ένας μεγάλος ποιητής που δυστυχώς λίγοι γνωρίζουν. Από τότε που τον ανακάλυψα, στη μετάφραση του Χρήστου Λάζου, είναι αυτός με τον οποίο συνομιλώ περισσότερο. Και βέβαια ο Σολωμός. Ο Σολωμός που είχα αδικήσει. Χρειάστηκε να τον διαβάσω και θεωρώ πως είναι αδικημένος… [απόσπασμα από συνέντευξη του Θ. Αγγελόπουλου στον Μισέλ Φάισ στην Ελευθεροτυπία  (31/5/2002)]

Έχω μια ειδική σχέση με τον καιρό. Είναι μια εσωτερική ιστορία. Υπάρχει μέσα μου και την αναζητώ έξω με μια ερωτική εμμονή. Πριν κάνω μια ταινία, ταξιδεύω πολύ, αναζητώντας τον ιδανικό χώρο, τα χρώματα, τα σχήματα, τις αισθητικές ισορροπίες . Κι αν η πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται στην πρωτογενή εσωτερική εικόνα επεμβαίνω οδηγώντας στο άβατο, σε ιδανικές γραμμές και σε χρώματα για να την συναντήσουν ή οργανώνω από το τίποτα ένα αισθητικό σύμπαν, όπως θα έκανε ένας εικαστικός… [απόσπασμα από συνέντευξη του Θ. Αγγελόπουλου στη Φωτεινή Ζιώζια για το περιοδικό “Μοτέρ” από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου]

– Μια εικόνα ή ένα βιβλίο θα έπαιρνες μαζί σου ως τελευταία αποσκευή;

Μια εικόνα. Ενα τοπίο που, όσος καιρός κι αν πέρασε, λειτουργεί μέσα μου μουσικά. Εχει ρυθμό, αναπτύσσεται στο χρόνο… Ψάχνοντας τότε, το ’69, για το χωριό της “Αναπαράστασης”, βρέθηκα σ’ ένα χωριό ψηλά στα Ζαγόρια. Νοέμβρης μήνας με ψιλόβροχο. Μαύριζε η γκρίζα πέτρα από νερό. Πένθιμες γυναικείες φιγούρες χάνονταν στα ερείπια. Μια γέρικη φωνή τραγουδούσε στο έρημο καφενείο: “Μωρή κοντούλα λεμονιά…” »Στάθηκα εκεί στην άκρη. Η φωνή ράγισε κι έσπασε έπειτα από λίγο. Έμεινε το τοπίο με τη βροχή. Έμεινα κι εγώ. Αυτό θα ‘παιρνα μαζί μου… [απόσπασμα από συνέντευξη του Θ. Αγγελόπουλου στον Μισέλ Φάις στην Ελευθεροτυπία  (31/5/2002)]

Η σχέση του με τον κινηματογράφο άρχισε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν μαθητής του δημοτικού ακόμη παρακολούθησε την γκανγκστερική ταινία του Μάικλ Κέρτιζ “Κολασμένες Ψυχές” (Angels With Dirty Faces). Όπως ίδιος αφηγείται:

«Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία όπου ο ήρωας οδηγείται από δυο φύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν, οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο. Ξαφνικά μια κραυγή… Δεν θέλω να πεθάνω. Αυτή η κραυγή για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου. Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγάλωνε σε έναν τοίχο και μια κραυγή».

photologio