Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, συγγραφέας
Η Έκθεση Βιβλίου στο Ζάππειο αποτελούσε μια οικογενειακή τελετουργία από τα παιδικά χρόνια, για τους περισσότερους από εμάς. Ένα; συνηθισμένος περίπατος μετατρέπονταν σε ανεπανάληπτη εμπειρία εξερεύνησης της γνώσης. Δεν ήταν τόσο η περιήγηση σε διαφορετικά είδη βιβλίων, μέσα σε λίγα μέτρα, ήταν κυρίως οι συζητήσεις που άνοιγαν μετά για θέματα για τα οποία είχαμε λάβει αμέτρητα ερεθίσματα από το σεργιάνι μας στα περίπτερα των εκδοτικών οίκων. Θέματα υπαρξιακά και ανθρώπινων σχέσεων, ή ακόμη και ιστορικά ή πολιτικά.
Πλέον, κάτι η εκτεταμένη ψηφιοποίηση της ζωής μας, που κάνει ταχύτατη τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης και αγοράς κάθε συγγραφικού έργου, κάτι οι απανωτές κρίσεις, που έβαλαν κάποιον φραγμό στις μετακινήσεις και τα “περιττά” έξοδα, μείωσαν την “εξάρτηση” από εκδηλώσεις όπως μια μεγάλη έκθεση βιβλίου. Ένα μέρος της παλιάς της αίγλης χάθηκε κάπου ανάμεσα στους αλόγιστους ρυθμούς της εποχής και την κοινωνική “απομόνωση”.
Όμως όσο αλλάζουν οι περίοδοι, αλλάζουν και οι τρόποι προσέγγισης των αναγκών, όχι τόσο αυτές καθαυτές ανάγκες. Μπορεί οι Έλληνες να μην έχουμε υπάρξει ποτέ ένας λαός με ιδιαίτερη έφεση στο διάβασμα, ιδιαίτερα σε καιρούς με την πληροφορία να προσφέρεται σε μορφή κατακλυσμού, πολλές φορές κουράζοντας τον αναγνώστη. Για να προσελκύσεις το πλατύ κοινό χρειάζονται νέες, φρέσκες, πιο ευφάνταστες μορφές παρουσίασης και προώθησης του “προϊόντος”, πέρα από τις κλασικές κι αναμενόμενες φόρμες.
Η Έκθεση Βιβλίου στο Ζάππειο, σήμα κατατεθέν μιας άλλης εποχής, οφείλει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, να ανανεωθεί, να εμπλουτιστεί, να αξιοποιήσει σύγχρονες τεχνολογίες, να χρησιμοποιήσει σε βάθος τις τακτικές και τα μέσα του marketing και του ψηφιακού μας κόσμου. Απαιτούνται συνέργειες κι όχι άγονοι ανταγωνισμοί. Στοχευμένες προσφορές κι όχι αόριστες παροχές. Διάδραση με τους αναγνώστες κι όχι στείρα αναπαραγωγή και “βουβές” παρουσιάσεις.
Το βιβλίο, βρίσκεται γενικότερα σε μια μεταβατική φάση. Όσο πιο γρήγορα αντιληφθεί το καινούριο περιβάλλον και προσαρμοστεί στις συνθήκες του, τόσο πιθανότερο είναι να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας. Αν αφήσει, έστω και παροδικά κενό, αναμοχλεύοντας “κεκτημένα” του παρελθόντος και φιλοσοφικές εμμονές, ίσως να βρεθεί σύντομα σε έναν κυκεώνα δίχως γυρισμό.