Γράφει ο Ιάσονας Χατζηγεωργίου
«Πόνος μη μας έρθει μακάρι, πέφτω και κυλιέμαι σα ζάρι» είπε ευχαριστώντας την μουσική ακαδημία και παρέλαβε βραβείο συνεισφοράς στον πολιτισμό η Μαρίνα Σάττι. Ο στίχος προέρχεται από τραγούδι που θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στον διαγωνισμό τραγουδιού Eurovision, μολονότι κατά κοινή παραδοχή έχει ξεπέσει και πλέον αποτελεί έναν τραγέλαφο. Οι στίχοι του τραγουδιού είναι μια ακουστική αποτύπωση της αισχρής τέχνης που εκπροσωπείται στα media. Χαμηλού επιπέδου, με άτεχνες βάσεις και χωρίς επίδραση από και προς την κουλτούρα. Όπως όλο το κυρίαρχο καλλιτεχνικό ρεύμα. Πακέτο με αυτά έρχεται και η σεξουαλικοποίηση των πάντων στην βιομηχανία της μουσικής, από τους στίχους και τα video clip έως και τους ίδιους τους τραγουδιστές. Είναι ένα μαρκετίστικο κόλπο ώστε οι διανομείς των τραγουδιών να τραβήξουν την προσοχή του ούτως ή άλλως πανούργου και αμοραλιστικού κοινού.
Θα μου πείτε «μα καλά, ένα τραγούδι είναι». Όχι, είναι η πολιτισμική βιτρίνα της πατρίδας μας στην Δύση.
Και είναι απόδειξη χειρίστου τρόπου λειτουργίας του κράτους όταν το τραγούδι που πληροί όλα αυτά τα άσχημα δεδομένα επιλέγεται από κρατική επιτροπή και προωθείται από την δημόσια τηλεόραση.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Το καλλιτεχνικό ρεύμα έχει στραφεί για τα καλά σε κόλπα μηχανορραφίας και οι αρμόδιοι των καλλιτεχνών θέλουν απεγνωσμένα να διαστρέψουν το καταναλωτικό κοινό, τον λαό δηλαδή. Μεγάλο αγκάθι αποτελεί και η έλλειψη ελέγχου καθώς στην διακριτική ευχέρεια του κάθε ενός, ανεξαρτήτου ηλικίας, τίθενται προς θέαση ή ακρόαση όλα τα έργα χωρίς φραγμούς, χωρίς όρια. Για την τελευταία λέξη, «όρια», βγάζουν φλύκταινες οι πρόμαχοι του ψευδό-ελευθεριακού, δικαιωματίστικου τρόπου ζωής που απαιτούν η κοινωνία όχι απλώς να δέχεται τις δικές τους ορμές αλλά να τις ασπάζεται και να τις κάνει επίσημη ρητορική της. Όμως τέχνη χωρίς όρια δεν δύναται να υπάρξει.
Βεβαίως τίθεται το ερώτημα για το ποιος θα είναι ο κλειδοκράτορας στους περιορισμούς αυτούς. Και σαφής απάντηση δεν υπάρχει, όχι επειδή δεν την ξέρουμε αλλά επειδή δεν μπορεί να οριστεί. Άτυποι κριτές των έργων πρέπει να είναι όλοι οι άνθρωποι, όλοι οι πολίτες των οποίων η ιστορία και κουλτούρα προάγεται ή υποβαθμίζεται αναλόγως το δημιούργημα. Τους περιορισμούς πρέπει να τους θέτουμε όλοι εμείς. Και έργα όπως το «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι δεν μπορούν παρά να κριθούν αυστηρά από το άτομο και να βρουν τοίχο στο σύνολο. Επειδή δεν σέβονται την κουλτούρα, αποκαθηλώνουν αξίες και δυσφημούν την χώρα στα ξένα. Παράλληλα με αυτό το έργο προωθούνται και άλλες, το λιγότερο ύποπτες, δράσεις του καλλιτεχνικού χώρου. Τρανό παράδειγμα η ανάρτηση της ροζ «Ελληνικής» σημαίας στο δημαρχείο Αθηνών, σύμβολο του νέο-φεμινισμού και έργο που υποτιθέμενα δημιουργήθηκε από την ένωση σεντονιών βιασμένων γυναικών. Η προϊστορία της καλλιτέχνιδας που το έφτιαξε και η προσβολή στο εθνικό σύμβολο το καθιστούν αμφιλεγόμενο και σίγουρα ανάξιο προβολής από έναν επίσημο φορέα. Συγχρόνως υφίσταται και η κρατική αδράνεια σε περιπτώσεις έργων που δυσφημούν, αλλοιώνουν και προσβάλλουν την ιστορία μας, όπως η σειρά «Alexander» (το «The Great» δεν χώρεσε στον τίτλο) που παρουσιάζει τον Μέγα Αλέξανδρο ομοφυλόφιλο και αδύναμο χαρακτήρα. Όλες αυτές οι συνθήκες μαζί διαστρεβλώνουν την εικόνα του λαού εκτός συνόρων αλλά και στις ερχόμενες γενιές.
Αυτό το καλλιτεχνικό πρόσωπο δεν αρμόζει στην Ελλάδα.
Ο Michelangelo είδε τον Άγγελο μέσα στο μάρμαρο και τον απελευθέρωσε. Το μοναδικό που μπορεί να έχουν δει οι οραματιστές τέτοιων εκτρωμάτων που μας εκπροσωπούν είναι η χώρα μας στο αύριο, φλόγες στα συντρίμμια ενός πάλαι ποτέ κραταιού έθνους. Ρίχνουν τα ζάρια τους σ’ αυτό και ελπίζουν να τους κάτσει.