/Μαρίκα Νέζερ: Γεννημένη στο θέατρο

Μαρίκα Νέζερ: Γεννημένη στο θέατρο

Σήμερα θα μιλήσουμε για μια ηθοποιό, που στην εποχή της χαλούσε κόσμο. Ήταν από οικογένεια ηθοποιών, με μεγάλο ταλέντο και η χαρακτηριστική κοψιά της και η χροιά της φωνής της, ακόμα και σήμερα μας κάνει να γελάμε, να ξεχνιόμαστε και να περνάμε όμορφα, τις στιγμές της ξεκούρασης μας. Σας παρουσιάζω:

Η Μαρίκα Νέζερ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1906. Ο Πατέρας της ήταν ο Κωνσταντίνος Νέζερ, ο οποίος ήταν και εκείνος ηθοποιός. Η μητέρα της ήταν η Κλεοπάτρα Νέζερ και ήταν και εκείνη ηθοποιός και μίμος. Ο παππούς της ήταν φρούραρχος της Ακρόπολης, ο Χριστόφορος Νέζερ και είχε έρθει στην Ελλάδα με την ακολουθία του Όθωνα. Ο αδελφός της, ο Χριστόφορος Νέζερ ήταν και εκείνος ηθοποιός και τον γνωρίζουμε από παλαιότερες ταινίες (θα μιλήσουμε στη δική του βιογραφία γι’ αυτόν) και ο πιο μεγάλος Χριστόφορος Νέζερ, ήταν ξάδερφος της και ήταν και αυτός σπουδαίος Αριστοφανικό ηθοποιός, του Εθνικού Θεάτρου. Εγγονός της είναι ο πολύ καλός ηθοποιός και άξιος συνεχιστής της παράδοσης, ο Γιώργος Πυρπασόπουλος.

Ο παππούς της όταν ήρθε στην Ελλάδα, παντρεύτηκε δυο φορές και έκανε είκοσι έξι παιδιά, όπου το εικοστό έκτο ήταν ο πατέρας της. Την μαμά της δεν πρόλαβε να την ζήσει καθόλου, γιατί πέθανε όταν η Μαρίκα ήταν μωρό, αλλά πάντα έλεγε ότι της μοιάζει, επειδή και εκείνη ήτανε μίμος. Ο πατέρας της παντρεύτηκε ξανά και έκανε τέσσερα παιδιά, από τα οποία το ένα ήταν κορίτσι. Έτσι με την ετεροθαλή αδελφή της βγήκαν στο θέατρο και ονομάστηκαν τα Νεζεράκια.

Από τα δεκατρία της χρόνια βγήκε στο θεατρικό σανίδι στην τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος» και στα δεκατέσσερα της χρόνια έπαιξε την γριά Γιάννενα στο έργο του Δημήτρη Κορομηλά «Ο αγαπητικός της Βοσκοπούλας».

Μάλιστα την είχανε φτιάξει τόσο καλά, που πραγματικά δεν μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει αν ήταν ένα κοριτσάκι δεκατεσσάρων χρονών ή μια γριά εβδομηντάρα. Αφού και η Κοτοπούλη που την είχε δει και λόγω του ότι τον είχε ενσαρκώσει και η ίδια αυτόν τον ρόλο, γύρισε και της είπε ότι η Μαρίκα ήταν πολύ καλύτερη από την ίδια.

Η γνωριμία της με τον παντοτινό σύζυγο της, Ερρίκο Κονταρίνη (ηθοποιός και αυτός), ήταν όταν ο Ερρίκος πήγε μια μέρα στον θίασο των δεσποινίδων Νέζερ και με την πρώτη ματιά που αντάλλαξαν, συνειδητοποίησαν ότι ο ένας αρέσει στον άλλον.  Η γυναίκα του πατέρα της καταλαβαίνει ότι κάτι πάει ν’ αρχίσει και καταλαβαίνουμε όλοι, ότι εκείνη την εποχή που τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα και λόγο σχέσεων και λόγο συνεχών περιοδειών, δεν ήθελε να μπλέξει η κόρη της και μάλιστα με κάποιον ο οποίος δεν ήταν καν πρωταγωνιστής. Μάλιστα επειδή ο Ερρίκος είχε έρθει από την Ρουμανία (ο πατέρας του ήταν Κεφαλλονίτης μετανάστης στην Ρουμανία και επειδή ο Ερρίκος είχε βγάλει γυμνάσιο, πράγμα απίθανο για εκείνη την εποχή, τον έστειλαν στην Ελλάδα να γίνει γιατρός, αλλά τον κέρδισε το θέατρο), η γυναίκα του πατέρα της τον κατήγγειλε στις αρχές ως ανυπότακτο, απομονώνοντας ταυτόχρονα και την Μαρίκα και έτσι η επαφή μεταξύ τους χάθηκε.

Μετά όμως από καιρό και κάτω από ανεξήγητη συγκυρία, πήραν στον θίασο που βρισκόταν η Μαρίκα και τον Ερρίκο και κάνοντας μια περιοδεία στην Πελοπόννησο, μπόρεσαν οι δυο νέοι να συναντηθούν ξανά. Οι συνθήκες βέβαια δεν τους ευνοούσαν να μπορούν να βρίσκονται όπως ήθελαν και όταν γύρισαν επιτέλους στην Αθήνα ο Ερρίκος της στέλνει ένα σημείωμα και της ζητάει να φύγει από το σπίτι της και να μείνουνε μαζί.

Εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη και μόνο με το φόρεμα που φορούσε το έσκασε και όπως ήταν και οι δυο τους μικροί και απένταροι, απευθύνθηκαν σε μια θεία του Ερρίκου η οποία όμως δεν τους δέχτηκε. Τότε ο θεατρικός επιχειρηματίας Μακέδος, μαθαίνει την περιπέτεια των δυο παιδιών και αποφασίζει να τους φιλοξενήσει εκείνος και μάλιστα προθυμοποιήθηκε να τους παντρέψει κιόλας, όπως και έγινε. Την επόμενη μέρα βούιξαν οι εφημερίδες για την απαγωγή.  Βέβαια όπως όλα τα πράγματα, έτσι και η απαγωγή είχε και άλλη εκδοχή. Ότι έφυγε κρυφά ο Ερρίκος από το θέατρο στις 11 το πρωί και πίσω του ερχόταν και η Μαρίκα, με χίλιες προφυλάξεις και άρχισαν να τρέχουν σ’ ένα αμάξι που τους περίμενε πιο κάτω και σε λίγες ώρες οι εφημερίδες άρχισαν να διαδίδουν το νέο της απαγωγής. Βέβαια ο Ερρίκος και η Μαρίκα γελούσαν με τα νέα, αλλά οι γονείς της δεν ήταν ευχαριστημένοι από όλο αυτό το γεγονός. Εννοείται ότι την επόμενη μέρα παντρεύτηκαν με την βοήθεια του Μακέδου και έτσι ξεκίνησε η κοινή τους πορεία, μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος του Ερρίκου το 1971 σε ηλικία 65 χρονών.  Ήταν πολύ αγαπημένο ζευγάρι και παρόλο που εκείνη έζησε άλλα δεκαοχτώ χρόνια περίπου, δεν τον ξέχασε και δεν έκανε τίποτα άλλο με κανέναν, ποτέ.

Όλοι μιλούσαν για την Μαρίκα με τα καλύτερα λόγια. Ήταν μια γυναίκα με καλοσύνη, με πολύ χιούμορ, αλλά όταν κάτι δεν της άρεσε, έκανε και τα πείσματα της. Είχε αρκετό άγχος κάθε φορά που της έδιναν έναν καινούριο ρόλο, γιατί φοβόταν μήπως δεν τον ενσάρκωνε σωστά, μήπως τα λόγια δεν είναι αυτά που πρέπει, πια ρούχα θα ήταν τα κατάλληλα για τον συγκεκριμένο ρόλο και γενικά φαινόταν να είναι πάντα ανικανοποίητη και προβληματισμένη.  Ήταν όμως και προληπτική. Αν γινόταν κάτι που δεν της άρεσε, έλεγε να της αλλάξουν κάτι από το νούμερο, για να φύγει η γκαντεμιά του προηγούμενου.

Αγαπούσε πάρα πολύ το θέατρο και ήθελε να είναι σε όλα τέλεια. Όλα της τα χρήματα τα ξόδευε στο να φτιάχνει ρούχα κατάλληλα για τον ρόλο που της έδιναν, για να μην υπάρχει ούτε ένα ψεγάδι στην ενσάρκωση του.

Ήταν η πρώτη διδάξας στην πρόζα και όταν πρώτο ενσάρκωσε  την «Μαντάμ Σουσού», όλοι αναρωτιόντουσαν αν η Μαρίκα Νέζερ γέννησε την Ματάμ Σουσού, ή η Μαντάμ Σουσού την Μαρίκα Νέζερ. Δυστυχώς όμως η κόπια έχει χαθεί και έτσι δεν μπορούμε να την απολαύσουμε και οι νεώτερες γενιές.

Η Μαρίκα Νέζερ είχε πολλά χαρίσματα. Ένα από αυτά ήταν και οι μιμήσεις. Πάντα βέβαια έλεγε ότι αυτό το πείρε από την Μητέρα της, η οποία ήταν καταπληκτική μίμος. Μπορούσε να μιμηθεί δεκαεφτά ηθοποιούς, χώρια τους πολιτικούς της εποχής. Ήταν ανήσυχο πνεύμα και όταν ιδρύθηκε για πρώτη φορά το Εθνικό Θέατρο, πήγε σαν μαθήτρια με δάσκαλο της τον Φώτο Πολίτη. Αργότερα έκανε μαθήματα και με τον Ροντήρη και ας ήταν πια φτασμένη πρωταγωνίστρια. Έλεγε πάντα ότι χάριν του Ροντήρη έμαθε πώς να παίρνει τις αναπνοές, πώς να κάνει τις παύσεις και τόσα άλλα, για τα οποία του ήταν πάντα ευγνώμων. Της άρεσε πολύ να μαθαίνει καινούρια πράγματα και πάντα ήθελε, αν μπορούσε να την διδάσκει κάποιος, εκείνη τον άκουγε με μεγάλη προσοχή.

Πάντα πριν βγει στην σκηνή, έπαιζε τον ρόλο της μπροστά από ένα καθρέφτη και ας τον ήξερε τον ρόλο απ’ έξω και ανακατωτά και μετά κοιτούσε κρυφά το κοινό από την κουίντα, για να δει πόσο τους αρέσει η παράσταση και πόσο χειροκροτούσαν.

Ήταν διακριτική, ευαίσθητη και δεν ήθελε να πικραίνει κανέναν. Παρόλο που είχαν αρχίσει τα πόδια της να την πονάνε πολύ και είχε αρχίσει πια να κουτσαίνει, παρακολουθούσε τα πάντα και πάντα πίσω από την κουίντα κοιτούσε όρθια το κοινό. Δεν ήθελε να δώσει δικαίωμα στον επιχειρηματία να της κάνει παρατήρηση, ότι κάτι δεν κάνει καλά, που δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση γιατί όλοι την αγαπούσαν και την σεβόντουσαν και την παρακαλούσαν να κάτσει να ξεκουραστεί, αλλά εκείνη πάντα αρνιόταν ευγενικά και όταν έβγαινε στην σκηνή, ήταν σαν να μην είχε ούτε ένα μικρό πόνο. Αυτόματα της περνούσαν όλα. Όταν όμως έπρεπε να χαιρετήσει τον κόσμο στο τέλος της παράστασης που την χειροκροτούσε, από τους πόνους στο πόδι της, κρατιόταν από την αυλαία και ο κόσμος νόμιζε ότι ήταν κάποια τσαχπινιά της. Εκείνη όμως υπέφερε και σκεφτόταν πως θα τα καταφέρει να πάει στο καμαρίνι της.

Παρόλο όμως τον πόνο της, πάντα ερχόταν κόσμος στα παρασκήνια, για να της δείξει την αγάπη του και τον θαυμασμό του. Όταν μάλιστα της έλεγαν «Κυρία Νέζερ κλέψατε την παράσταση», εκείνη αισθανόταν άσχημα γιατί άκουγαν και άλλη συνάδελφοι ηθοποιοί και τους απαντούσε «Καλέ τι είμαι κλέφτρα για να κλέψω την παράσταση?». Της άρεσε όμως να της λένε πόσο καλή ήταν και γι’ αυτό στεναχωρήθηκε πάρα πολύ που αναγκάστηκε να σταματήσει νωρίτερα τις παραστάσεις, γιατί η ασθένεια της δεν της επέτρεπε να συνεχίσει, όσο και αν εκείνη το προσπαθούσε και το ήθελε πολύ.

Μάλιστα ένα τελευταίο γεγονός που θυμόταν ο Γιώργος Λαζαρίδης, ήταν όταν ήθελαν να κάνουν ένα αφιέρωμα στις παλιές επιτυχίες του μουσικού θεάτρου και κυρίως του βαριετέ, της ζήτησε να συμμετάσχει και εκείνη, αλλά εκείνη αρνήθηκε ευγενικά, γιατί αν το έκανε αυτό θα της έκοβαν το μοναδικό μέσω επιβίωσης της, την σύνταξη της. Τότε ο Λαζαρίδης την ρώτησε πόση σύνταξη παίρνει και όταν του είπε τρία χιλιάρικα, εκείνος αμέσως της είπε ότι θα της δώσει για τρείς μήνες σύνταξη και θα είναι καλυμμένη. Αμέσως λοιπόν μόλις ξεκίνησε η παράσταση, της έδωσε ένα φάκελο με είκοσι χιλιάρικα. Η επιτυχία ήταν καταπληκτική και ο κόσμος κατενθουσιασμένος,  αλλά μπόρεσε να παίξει μόνο ενάμιση μήνα, γιατί είχε βαρύνει αρκετά. Όποτε βλέποντας τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν, στο τέλος της παράστασης, περίμενε τον Λαζαρίδη και του έδωσε πίσω τον φάκελο με τα είκοσι χιλιάρικα, γιατί του είπε «είναι η πρώτη φορά που πήρα περισσότερα χρήματα απ’ όσα περίμενα και δεν μπορώ να τα κρατήσω, γιατί δεν τα έχω δουλέψει».

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, τα πέρασε κατάκοιτη και μάλιστα ήταν μαζί με την αδελφή του άντρα της, η οποία ήταν και αυτή κατάκοιτη.

Έφυγε από την ζωή στις 18 Ιουλίου 1989 σε ηλικία 83 χρονών και στην κηδεία της παρευρέθηκαν μόνο τέσσερις καλλιτέχνες.

Ένας άνθρωπος γλυκός, ευαίσθητος, με υπερβολικό ταλέντο και υπερβολική αγάπη για το θέατρο, αφού και παρόλο το μεγάλο της ηλικίας της, θυμόταν όλους τους ρόλους που είχε ενσαρκώσει. Μαρίκα Νέζερ σ’ ευχαριστούμε για τις ευχάριστες στιγμές που μας χάρισες και συνεχίζεις να μας χαρίζεις και ελπίζω να συνεχίσεις να είσαι ευτυχισμένη εκεί ψιλά, δίπλα στον πολύ αγαπημένο σου άντρα και οι παραστάσεις που θα δίνεται να σας κάνουν ακόμα πιο χαρούμενους.