/Μανόλης Αναγνωστάκης: «Το θέμα είναι τώρα τι λες»

Μανόλης Αναγνωστάκης: «Το θέμα είναι τώρα τι λες»

Αν και όχι εξίσου γνωστός στο εξωτερικό, ο Μανόλης Αναγνωστάκης ήταν από τους ποιητές που περισσότερο διαβάστηκαν ή αναφέρθηκαν στην Ελλάδα στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό, ας συνεκτιμηθεί ότι ο συνολικός αριθμός των ποιημάτων του – ξεκινώντας με τις Εποχές το 1945 και καταλήγοντας με τη συλλογή Ο στόχος στις αρχές της δεκαετίας του 1970 – είναι, σε αυστηρή καταμέτρηση, 87. Αν υπήρχε κάποια μονάδα μέτρησης που συσχέτιζε παρόμοιο σύνολο με «κατά κεφαλήν» αναγνωσιμότητα, ο Αναγνωστάκης θα ανταγωνιζόταν από την άποψη αυτή τον Καβάφη, ο κανόνας του οποίου περιλαμβάνει 153 συν ένα ποιήματα.

Αναγνωστάκης και Καβάφης

Αναγνωρισμένος και ως βαρύνουσα κριτική φωνή της γενιάς του, ο Αναγνωστάκης (1925-2005) δεν δίστασε να αμφισβητήσει τον Καβάφη στην «αριστερόχειρη» συνέντευξη στον Μισέλ Φάις το 1992, με πρόβλεψη να δημοσιευτεί μετά θάνατον, και επομένως κατά κάποιον τρόπο πνευματική διαθήκη. Ειδικότερα σε σχέση με την υποδοχή του Καβάφη στο εξωτερικό, η καχυποψία του Αναγνωστάκη επικεντρωνόταν στο κατά πόσον μπορεί να μεταφέρει, πέραν της θεματολογίας, «ποιητικό αποτέλεσμα» η μετάφραση, μεταφορά που θεωρούσε αδύνατη σε σχέση με την ποίηση.

Αναγνώστες και των δύο ποιητών βέβαια διαπιστώνουν συγγένειες μεταξύ τους, που περιλαμβάνουν έναν «πεζό λυρισμό», ερωτική ένταση μορφοποιημένη μέσω της πολιτικής ή της ιστορίας και αποστροφή προς την τρέχουσα ρητορική. Ποιήματα όπως «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.» ή «Νέοι της Σιδώνος, 1970» – που εμφανίζονται στην τελευταία συλλογή του Αναγνωστάκη Ο στόχος – δεν θα μπορούσαν να είναι πιο σαφή ως προς την αναφορά τους στον Καβάφη, όπως συμβαίνει και με ξένους ποιητές, φερ’ ειπείν τον Τζέιμς Μέριλ, που αποτίνουν φόρο τιμής στον Αλεξανδρινό. Αμφισβητώντας τον Καβάφη, ο Αναγνωστάκης φαίνεται να αμφισβητεί την ελληνική ποίηση, την ποίηση γενικά και τη δική του ποίηση ειδικότερα.

Υπάρχουν και σημαντικές διαφορές. Παρά τις εκτός Ελλάδος εξαιρέσεις, χωρίς ιδιαίτερη αναγνώριση ενώ ζούσε, το έργο του Καβάφη κορυφώθηκε αργά, ενώ ποιήματά του κυκλοφορούσαν κυρίως σε αντίγραφα από τον ίδιο, που ποτέ δεν εξέδωσε βιβλίο. Αντιθέτως ο Αναγνωστάκης, που νωρίς επέδειξε δεξιότητα στην παραδοσιακή στιχουργική, εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο σε ηλικία είκοσι ετών, με την Ελλάδα να προχωρεί σε εμφύλιο πόλεμο, έδωσε για εκτύπωση το δεύτερο, ενώ ήταν φυλακισμένος τρία χρόνια αργότερα, έγραψε ποίηση μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς το 1967 και έπειτα σταμάτησε να γράφει ποιήματα γύρω στο 1971, όταν δεν ένιωθε πια αυτή την ανάγκη. Συνέχισε ως συγγραφέας και με ποιητικά αποσπάσματα, που άλλοι θεωρούσαν ποιήματα, αλλά όχι ο ίδιος, δοκίμια, άρθρα και βιβλία, μεταξύ των οποίων ανθολογίες που επιμελήθηκε. Το ποιητικό έργο του, που σιωπηρά είχε τερματίσει, συνέχισε να κυκλοφορεί σε ανανεωμένες εκδόσεις.

Υπάρχει συνέπεια μεταξύ της διαδρομής αυτής και του ερωτήματος «πότε είναι καιρός για ποίηση», που επανέρχεται ως μοτίβο στη δουλειά του. Το ερώτημα διαφέρει από την αμφισβήτηση που εκφράζει ο Αντόρνο, λόγου χάριν, για τη δυνατότητα να υπάρξει ποίηση μετά τη φρίκη του πολέμου. Όπως εκ των υστέρων ιδίως καθίσταται σαφές, ο Αναγνωστάκης αμφισβήτησε τη δυνατότητα της ποίησης οποτεδήποτε, εκτός από εποχές πολιτικής κινητοποίησης, ιδανικά σε σύνδεση με τον ενθουσιασμό της νεότητας. Με την αντίληψη αυτή περί ποίησης συνάδει η αναγνωστική του εξάρτηση, που είχε διακηρύξει, από «ελάσσονες» Γάλλους ποιητές που διάβαζε στο πρωτότυπο, όπως και καινοτόμες φυσιογνωμίες σαν τον Απολλιναίρ, που υπήρξε πρώιμη προσωπική του ανακάλυψη.

Τι, πώς, πότε

Μια μεγάλη ποικιλία σχέσεων μεταξύ θέματος και τεχνικής ή περιεχομένου και μορφής είναι παλαιότερη από την επινόηση της γραφής. Εμφιλοχωρεί στα προφορικά προηγούμενα της ποίησης και άλλων εκδοχών της γλώσσας, που προέκυψαν από την ποίηση ως χωριστά είδη, από τον επιτελεστικό λόγο και το θέατρο έως την πεζογραφία και τη δημιουργική μη μυθοπλασία. Εμποτισμένη από ομοιο-θρησκευτικά αισθήματα, η αντιπαράθεση αυτή μεταξύ του «τι» και του «πώς» άλλοτε γίνεται κυρίαρχη και άλλοτε υποχωρεί, αναδιατυπωμένη σύμφωνα με τις ιστορικές περιστάσεις. Το θέμα καθίσταται άλλοθι σε στιγμές ακραίας τεχνικής, ενώ οι όροι της σύνθεσης φαίνονται ασήμαντοι σε στιγμές ακραίας θεματικής επιμονής. Αυτό θυμίζει το δίλημμα των ακραίων αθλημάτων, όπου οι ακρότητες αναιρούν τον αθλητισμό, ενώ χωρίς ακρότητα δεν υπάρχει άθλημα.

Το ερώτημα μιας στρατευμένης λογοτεχνίας μπορεί σήμερα να αξιολογηθεί ως ένα σημαντικό επεισόδιο του εικοστού αιώνα σε αυτόν τον αρχέγονα σύγχρονο αγώνα που διατρέχει την πειθαρχία της ποίησης και τις τέχνες γενικότερα. Η περίοδος του μεσοπολέμου, όταν ο υπερρεαλισμός έμπαινε στην υπηρεσία της επανάστασης, μπορεί να επαναπροσδιοριστεί ως μια εποχή στην οποία κομμουνισμός και φασισμός διαγκωνίζονται για την αφοσίωση ποιητών και καλλιτεχνών, με τον Μπρεχτ ή τον Νερούντα να τάσσονται με τη μία πλευρά, ενώ με την άλλη ο Σαλβαδόρ Νταλί ή ο Πάουντ, με ευρεία στήριξη από τον Έλιοτ. Πρόκειται για μια γενική κατεύθυνση των πραγμάτων με αντίστοιχες ελληνικές εξελίξεις.

Μιλώντας εκ των υστέρων και σε αντίθεση προς την καθιερωμένη υποδοχή του, ο Αναγνωστάκης δεν αποδεχόταν καταχώρισή του ως «πολιτικού ποιητή». Στην πνευματική διαθήκη του, το 1992, περιγράφει τον εαυτό του ως ερωτικό και πολιτικό ταυτόχρονα, με τα δύο αυτά στοιχεία να συγχωνεύονται στο έργο του λόγω της εποχής στην οποία έζησε. Εγκαταλείποντας μια καθαγιασμένη αντίθεση μεταξύ περιεχομένου και μορφής, η σύνοψη αυτή προσπερνά το «τι» και το «πώς» και εστιάζεται στο «πότε». Η σημασία της χρονικής διάστασης για τον Αναγνωστάκη ανιχνεύεται σε όλη την παραγωγή του, με χαρακτηριστικούς ιδίως τίτλους ποιημάτων.

«Το θέμα είναι τώρα τι λες» δηλώνει ο τελευταίος στίχος της προμετωπίδας στην τελευταία συλλογή του. «Και τώρα» είναι ο στίχος που διαιρεί σε δύο μέρη το ποίημα «Αισθηματικό διήγημα», επίσης από τη συλλογή Ο στόχος. «Τώρα …» είναι ένα από τα ποιήματα στις Εποχές 3, ενώ η αίσθηση χρόνου κυριαρχεί σε τίτλους ποιημάτων στις Εποχές, το πρώτο του βιβλίο: «Χειμώνας 1942», «Χάρης 1944», «Απροσδιόριστη χρονολογία», «Θα ’ρθει μια μέρα», «Μια ημερομηνία πριν από χρόνια». «Τώρα μιλώ πάλι …» είναι ο τίτλος του πρώτου ποιήματος στη συλλογή Συνέχεια 3, που εκδόθηκε σε περίοδο αναμενόμενου εκδημοκρατισμού το 1962. Η έμφαση στο παρόν συνεχίζεται στα γραμμένα στις αρχές της επταετούς δικτατορίας κείμενα του Περιθωρίου: «Τώρα πια που δεν γράφω …», «Τώρα, μπορεί πια ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει …».

Ποίηση και «Συγχρονισμός»

Αν και συχνά δεν αναγνωρίζεται, αντιθέτως από το τι συμβαίνει σε σχέση με τη μουσική ή τον πόλεμο, ο «συγχρονισμός» (timing) είναι θεμελιώδης στην ποίηση. Τρεις όψεις του συγχρονισμού είναι κρίσιμες, όταν εξετάζεται η χειροτεχνία εκείνη τοποθέτησης λέξεων σε μια σελίδα χωρίς να τη γεμίζει εντελώς, δηλαδή η ποίηση όπως μετά τον Γουτεμβέργιο μεταστοιχειώνεται από τα στοιχεία της τυπογραφίας, στη μακρά παράδοσή της, που ως σύγχρονο λυρισμό επιχείρησε να ανασυγκροτήσει ο Μπωντλαίρ. Ονομάζω αυτές τις τρεις όψεις «εσωτερικό», «εξωτερικό» και «διαιώνιο» (coeternal) συγχρονισμό.

Ο εσωτερικός συγχρονισμός στην ποίηση αναφέρεται στο πώς λέξεις – ως ήχοι, σημασίες και πολιτιστικά προσδιορισμένοι υπαινιγμοί – συνδέονται χρονικά σε ένα ποίημα, που είναι διαδοχικό ως κείμενο που διαβάζεται. Ταυτόχρονα ωστόσο ένα ποίημα είναι προσβάσιμο μέσω οπτικής επιθεώρησης (οριακά έτσι καθιστώντας όλη την ποίηση «συγκεκριμένη» ή «οπτική») και διαθέσιμο μέσω υπερκειμενικά ενεργοποιημένης συσσωρευτικής επανανάγνωσης. Όσο κρίσιμος και αν είναι αυτός ο εσωτερικός συγχρονισμός του ποιήματος στον Αναγνωστάκη, όπως άλλωστε σε κάθε ποίημα που λειτουργεί, το ενδιαφέρον δεν επικεντρώνεται εδώ.

Ο εξωτερικός συγχρονισμός αναφέρεται στη χρονική διαπλοκή του ποιήματος με το περιβάλλον των συνθηκών παραγωγής του. Σε σχέση με την όψη αυτή επίσης έχουν προβληθεί διαφορετικές αντιλήψεις και θεωρίες σε μια προσπάθεια συγχρονικής ή διαχρονικής εξέτασης κειμένου (text) και πλαισίου (context) ή συγγραφέα – εν ζωή ή «νεκρού» – και περιβάλλοντος. Με αναφορά σε αυτόν τον εξωτερικό συγχρονισμό της ποίησης συντονίζονται παραγωγός και προϊόν ή βίος και έργο. Η διάσταση αυτή ρητά αναδεικνύεται στην ποίηση του Αναγνωστάκη.

Μια τρίτη όψη συγχρονισμού, διαιώνια, όπως έχει αποκληθεί, αναφέρεται σε μετατοπιζόμενες συμπτώσεις μεταξύ ποιήματος ή ποιητή και ανάγνωσης ή αναγνώστη. Κάθε φορά που οι δύο πλευρές εμφανίζονται συγχρονισμένες, το ποίημα θεωρείται διαχρονικό, αποτέλεσμα που αντιστοιχεί στην εντύπωση ότι ο ποιητής μιλά απ’ ευθείας σε μια κοινότητα αναγνωστών, αν και αυτό συμβαίνει ανεξάρτητα από το πότε προέκυψε το ποίημα. Θα έλεγα ότι οι συγγραφείς δεν προηγούνται της εποχής τους, αλλά μάλλον καθυστερούν οι αναγνώστες. Σε σχέση με το γενικό αυτό πλαίσιο, το έργο του Αναγνωστάκη συνδυάζει τρεις ισχυρά εμπλεκόμενες όψεις του συγχρονισμού.

Βίος & έργο

Αν το ζήτημα είναι «τώρα τι λες», τότε το ζήτημα δεν είναι «τι» λες, αλλά «πότε». Και το τι λες δεν γίνεται ζήτημα, εκτός αν ειπωθεί ή ιδίως γραφεί ή, στην περίπτωση του Αναγνωστάκη, έχει υπάρξει άρνηση της γραφής του. Επαναπροσδιορίζεται έτσι ένας διάλογος μεταξύ ποίησης και ζωής ή συγγραφέα και αναγνώστη. Αυτή δεν είναι η καθιερωμένη ανάγνωση του Αναγνωστάκη, αλλά μια ανάδειξη σημείων τομής, που με φυσικότητα έπειτα αναδιπλώνονται, μεταξύ του τι φαίνεται να λένε τα ποιήματα στον αναγνώστη και του τι υποδεικνύει ο ποιητής σχετικά με τα ποιήματα. Παρακάμπτοντας το γεγονός ότι το τι λέει ένας συγγραφέας για το έργο του δεν μπορεί ποτέ να είναι επαρκές, επιβεβαιώνεται ότι αυτό παραμένει αναγκαίο.
Από το ύψος ενός τελειωμένου οικοδομήματος, μια ζωή αποτελεί απλώς σκαλωσιά που επέτρεψε την οικοδόμηση χωρίς να συνιστά μέρος του αρχιτεκτονικού σχεδίου. Αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις όμως, πιθανών και μη πιθανών κατασκευών, δεν ισοδυναμούν με κατασκευαστικό αποτέλεσμα. Το ότι ο κατασκευαστής έχει σχέδιο διακρίνει την ανθρώπινη δεξιότητα από εκείνη της μέλισσας, αλλά «απόδειξη» του ποιήματος μέσω ανάγνωσής του δεν μπορεί να προσαχθεί χωρίς να έχει ποιηθεί. Όπως κάθε δημιουργία, η ποίηση προϋποθέτει κατασκευαστή ή ποιητή. Αποτελώντας δημιουργία εντός μίας γλώσσας – που η σύνδεσή της με μία κοινότητα την ορίζει ως κοινωνική και, κατά συνέπεια, ως πολιτικό θεσμό – η ποίηση συντελείται στο διπλό πεδίο πολιτικής της δημιουργίας, που συγκροτούν το έργο και ο βίος που το στηρίζει.

Η προτεραιότητα ερωτημάτων χρονικότητας στην ποίηση του Αναγνωστάκη αντιστοιχεί στη χρόνια υπεροχή της πολιτικής στη ζωή του. Η πολιτική επικράτησε στον Αναγνωστάκη μόλις αφέθηκε στον δημιουργικό ιστό της, όσο και αν κρατήθηκε μακριά της για υπολογίσιμα διαστήματα, ενώ στο τέλος αποσύρθηκε, ασθενής και απογοητευμένος, θεωρώντας ότι δεν του ταιριάζει η πολιτική, όπως δηλώνει στη συνέντευξή του που προοριζόταν για μετά θάνατον δημοσίευση.
Τα τρία μέρη που ακολουθούν, ως intermezzo, συνυφαίνουν έναν βαθμονομημένο αυτο-σαρκασμό της πρώιμης μύησής του στην πολιτική με τη γενικότερη συζήτηση περί βίου, έργου και συγχρονισμού. Παραπομπές γίνονται σε ένα κείμενο αναμνήσεων, με τον τίτλο «Ο Ιωάννης Μεταξάς κι εγώ», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή στις 3 Αυγούστου 1986, μία ημέρα πριν από την πεντηκοστή «επέτειο» της δικτατορίας Μεταξά στην Ελλάδα.

«Η πρώτη πολιτική πράξη της ζωής μου»

Το καλοκαίρι εκείνο του 1936, ο Αναγνωστάκης, έντεκα ετών, βρισκόταν στην Κρήτη, στο ορεινό χωριό του παππού του από την πλευρά του πατέρα του, ενώ ετοιμαζόταν για εισαγωγικές εξετάσεις στο γυμνάσιο. Επρόκειτο για χρονιά έντονων συγκρούσεων στην Ελλάδα, ειδικά στη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη και γενέτειρα της προδρόμου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) Φεντερασιόν. Την Πρωτομαγιά του 1936, ενώ συνεχιζόταν η απεργία των καπνεργατών, η χωροφυλακή είχε πυροβολήσει εναντίον διαδηλωτών. Στον θρήνο της μητέρας ενός από τους δώδεκα νεκρούς παραπέμπει ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου.

Το αγόρι και ο παππούς του παρακολουθούσαν χωρικούς σε καφενείο να παίζουν χαρτιά, όταν έφτασαν τα νέα ότι ο Ιωάννης Μεταξάς, με βασιλική στήριξη, είχε ανακηρύξει τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, για να αποκρούσει, όπως υποστήριζε, την αυξανόμενη επιρροή κομμουνιστικών ιδεών και ασφαλώς για να ανακόψει τη διολίσθηση κεντρώων κομμάτων προς συνεννόηση με την αριστερά. Αμέσως ο ενδεκαετής ανέβηκε σε μια καρέκλα και φώναξε: «Ζήτω το Λαϊκό Μέτωπο!» Ήταν η πρώτη και για πολλά χρόνια μοναδική πολιτική πράξη της ζωής μου, λέει ο Αναγνωστάκης στο σαρκαστικό απομνημόνευμά του.

Την εποχή που δημοσιεύτηκε, ο συγγραφέας ήταν πολιτικά ταυτισμένος με την ευρω-κομμουνιστική τάση, που είχε ιδιαίτερη επιρροή μεταξύ διανοουμένων μετά την κατάρρευση της επταετούς δικτατορίας, την οποία ακολούθησε η πιο παρατεταμένη περίοδος πολιτικής σταθερότητας στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Είχαν προηγηθεί η δικτατορία Μεταξά, κατοχή και εμφύλιος, ο μόνος με συστηματικές εχθροπραξίες σε ευρωπαϊκή χώρα μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μακρόχρονες επιπτώσεις. Επιπλέον, διαιρέσεις του εμφυλίου πολέμου απηχούσαν παλαιότερους διχασμούς μεταξύ φιλελευθέρων και μοναρχικών.

Ο απροσδόκητος εκφωνητής του Λαϊκού Μετώπου, ο ενδεκαετής Αναγνωστάκης, ένιωσε έκπληξη, γράφει, με τη διακήρυξή του, αφού πιο φυσικό θα ήταν να βροντοφωνάξει υπέρ του εκλιπόντος Ελευθερίου Βενιζέλου, τέκνου της Κρήτης και μονάρχη των δημοκρατικών στην Ελλάδα. Ο Κρητικός παππούς του Αναγνωστάκη αναγνώριζε άλλωστε μόνο δύο ειδών ανθρώπους: καλούς (Βενιζελικούς) και κακούς (άλλους). Εγκατεστημένος ως γιατρός στη Θεσσαλονίκη, ο πατέρας του Μανόλη, όπως και της Λούλας Αναγνωστάκη, ήταν ένας μετριοπαθής δημοκρατικός χωρίς ιδιαίτερη ανάμειξη στην πολιτική.

Διασώζοντας φωτογραφίες

Παρά την όποια δυσφορία, ο πατέρας του ποιητή δεν μπορούσε παρά να αποδεχθεί την ένταξη του νεαρού Μανόλη στη φασιστικού προσανατολισμού οργάνωση νεολαίας του καθεστώτος Μεταξά. Η συμμετοχή για νέους της δικής του κοινωνικής προέλευσης ήταν εν πολλοίς υποχρεωτική. Αντιθέτως προς άλλους της γενιάς του, τονίζει στο κείμενό του, ο Αναγνωστάκης κράτησε τις φωτογραφίες του με στολή νεολαίας Μεταξά. Και εκφράζει έκπληξη πώς τόσα άτομα, μάλιστα πιο στενά από τον ίδιο συνδεδεμένα με κινήσεις εκείνης της εποχής, φαίνεται να μην έχουν ούτε μία φωτογραφία τους ή ακόμη και αναμνήσεις της ανάμειξής τους.

Επιπλέον, συνεχίζει, η συμμετοχή είχε πλεονεκτήματα, όπως δωρεάν εισιτήρια για ταινίες και αγώνες ποδοσφαίρου, δύο πάθη της ζωής του, που διαμορφώθηκαν τότε. Όχι ότι αυτός ο μαθητής γυμνασίου δεν διέθετε οικογενειακό χαρτζιλίκι, αλλά οικονομία σε εισιτήρια επέτρεπε αγορές σε βιβλιοπωλεία, λόγου χάριν του περιοδικού Νέα Εστία, σε μια διαρκώς χαμένη μάχη μήπως κατασιγάσει τον αναγνωστικό εθισμό που είχε αναπτύξει. «Διάβασε όσο μπορείς τώρα, καθώς το διάβασμα αργότερα μπορεί να είναι εμπόδιο στη σκέψη», τον είχε συμβουλεύσει καθηγητής του στο Πειραματικό, που συνδεόταν με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Η πανουργία της προπαγάνδας

Το καλοκαίρι του 1940, λίγους μήνες πριν αρχίσει ο πόλεμος, ήταν μια περίοδος αποκάλυψης. Υπήρχαν παραστάσεις στο τότε Βασιλικό Θέατρο στη Θεσσαλονίκη. Πριν στιγματιστεί από τη σχέση του με τον Χίτλερ, ο Κνουτ Χάμσουν είχε μεταφραστεί στα ελληνικά. Κορίτσια στην παραλία προσεγγίζονταν με την ελπίδα μήπως μεταρρυθμιστεί η τριγωνομετρία στα χείλη τους ή με άλλες ατάκες ξεσηκωμένες από έργα του Μενέλαου Λουντέμη, σε μια επιβεβαίωση της στενής σχέσης μαθηματικών, λογοτεχνίας και αριστεράς.

Μια ημέρα μπαίνοντας στο γραφείο στελέχους της νεολαίας, ο Αναγνωστάκης παρατήρησε έναν σωρό από αντίτυπα του ίδιου τόμου, καθ’ οδόν προς κάποια αποθήκη ίσως. Αχόρταγος αναγνώστης, ρώτησε αν μπορούσε να πάρει ένα. «Καλό, αλλά δύσκολο να διαβαστεί», είπε ο άλλος. Ο τόμος είχε τον τίτλο Κομμουνισμός στην Ελλάδα (1937). Στην προμετωπίδα απόσπασμα, που αποδιδόταν στον Ιωάννη Μεταξά, θα μπορούσε να εκληφθεί ως σκηνική οδηγία για ταινία του Αγγελόπουλου: Μια τεράστια κόκκινη σημαία σηκωνόταν και πολλές μικρότερες ετοιμάζονταν… να σηκωθούν την κατάλληλη στιγμή στα πιο κρίσιμα σημεία στην Ελλάδα, στρατόπεδα, πλοία, σχολεία, Πανεπιστήμια, εργοστάσια, στο σπίτι του αγρότη. Και μία ημέρα ο τόπος αυτός θα είχε πνιγεί από το κόκκινο χρώμα του αίματος.

«Το βιβλίο αυτό έγινε το Ευαγγέλιό μου», γράφει ο Αναγνωστάκης. «Η αντι-κομμουνιστική προπαγάνδα αποδείχθηκε ακαταμάχητη για τη διάδοση του κομμουνισμού. Ήταν εντυπωσιακό», αναφέρει, «να πληροφορούμαι ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε 159 δικές του εφημερίδες, υπό έλεγχο 24 αθλητικά σωματεία μόνο στην Αθήνα και καθοδηγούσε χιλιάδες οπαδούς σε όλη τη χώρα. Ένιωσα δέος και θαυμασμό για τέτοια επιτεύγματα, εξηγεί. Φρόντισα να μάθω την αργκό του Κόμματος, από προβοκάτσια έως αγκιτπρόπ. Ήθελα να συναντήσω αυτούς τους ανθρώπους, ελπίζοντας να προλάβω πριν τελειώσει η δικτατορία». Κατέβασε τόμους της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας από τα ράφια του πατέρα του και διάβασε ό,τι βρήκε για Λένιν, Μαρξ και Μαρξισμό.

«Ήμουν έτοιμος να ενταχθώ στην κομμουνιστική οργάνωση νεολαίας μόλις κάποιος χτυπούσε την πόρτα μας», καταλήγει το κείμενο του Αναγνωστάκη. Όμως μεσολάβησε η 28η Οκτωβρίου 1940, όταν η Ελλάδα έπρεπε να αποκρούσει ιταλική φασιστική εισβολή. Ακολούθησε η κατοχή από δυνάμεις του Άξονα μετά την εμπλοκή γερμανικών δυνάμεων για να αποτραπεί η ιταλική ήττα. Με δεδομένο το ταλέντο του εκκολαπτόμενου ποιητή, η στιγμή ήταν κατάλληλη για να γραφούν «τα απαραίτητα ποιήματα».

Γιώργος Χουλιάρας

hartismag

Leave a reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *