Γράφει η Μαρία Σκαμπαρδώνη
Ο Λόρδος Βύρων συγκινούσε διαχρονικά την ψυχή μου. Με τα ξανθά του μαλλιά, τα μπλε του μάτια, τη σπάνια ποιητική του ευαισθησία.
Μέσα σε ένα ασθενικό σώμα και μία μικρή ζωή διάρκειας 36 ετών, πρόλαβε και χώρεσε έναν αγώνα για την Ελευθερία που στάθηκε ύψιστης σημασίας για τη χώρα μας σε μία τόσο δύσκολη ιστορική στιγμή.
Απόδειξη ότι το μέγεθος δεν έχει παρά την αξία που του δίνουμε εμείς, με την ψυχική θέληση να ξεπερνά τη λιλιπούτεια εξωτερική μορφή.
Ο Δήμος Βύρωνα τίμησε πρόσφατα αυτό τον μεγάλο φιλέλληνα και ποιητή με ένα μπρούτζινο άγαλμα που βρίσκεται στην αρχή της πόλης.
Παρατηρώντας το, θυμήθηκα ξανά το πόσο μεγάλη προσωπικότητα θεωρούταν ο ίδιος στην παιδική μου ιδιοσυγκρασία, η οποία -για να είμαι ειλικρινής- είχε γοητευτεί και από το όμορφο παρουσιαστικό του.
Απόδειξη του ότι η τέχνη λυσσαλέα ανασύρει από κάθε άνθρωπο την αναγκαιότητα αποδέσμευσης από δεσμά, τόσο υλικά όσο και πνευματικά. Η πνευματική δραστηριότητα δεν απομακρύνει τον άνθρωπο από τα προβλήματα της κοινωνίας και της υλικής πραγματικότητας; τον ωθεί να λάβει ενεργή δράση και να μεταγγίσει την άυλη έμπνευση σε υλική προσφορά που θα έχει και πρακτική ωφέλεια για τον άνθρωπο.
Αυτή η κυρίαρχη μορφή του Ρομαντισμού, δεν επέτρεψε στην ποίηση να κατευνάσει τη μαχητική του διάθεση για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Μπορεί στο χαρτί να καταγράφηκε η ευαισθησία της ψυχής του, όμως στη μάχη έδειξε τον δυναμισμό, την επιθυμία υπερίσχυσης, την αταλάντευτη επιθυμία του για κατατρόπωση του εχθρού. Ακόμα και αν αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση της υγείας του, η οποία διαχρονικά υπήρξε ιδιαίτερα φιλάσθενη και ευαίσθητη.
Αυτός ο ποιητικός τυχοδιώκτης, αυτός ο αιώνιος εραστής της Ελευθερίας, γοητευμένος από τον Αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό και αντικρίζοντας τον Παρθενώνα, αποφάσισε να αφοσιωθεί στην απελευθερωσή μας. Η ποίηση έγινε επαναστατικό ρυάκι που κύλησε στις φλέβες του όχι απλά καλλιτεχνικά, αλλά αφυπνηστικά και ξεσηκώνοντας από μέσα του κάθε ένστικτο ρωμαλέο επιβίωσης και υπερίσχυσης.
Από το 1823 μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το 1824, ο Λόρδος Βύρων διέμενε στο Μεσολόγγι. Πίνακες τον έχουν απαθανατίσει με τοπικές ενδυμασίες της περιοχής, αποδεικνύοντας ότι ο ίδιος άφησε το Ελληνικό πνεύμα να τον μεταμορφώσει ριζικά, ακόμα και στον τρόπο της ενδυμασίας του.
Αξεπέραστα γοητευτικός, με την εμφάνισή του να αφήνει πολλά ερωτευμένα θύματα,
με μία ερωτική ζωή πλούσια και με μία δυναμική ποιητική παρουσία, ο ίδιος έμελλε να μείνει στην Ιστορία περισσότερο για την ολόκαρδη αφοσίωση σε αυτό που αγάπησε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: την Ελλάδα.
«Η Ελλάδα στέφουσα τον Λόρδο Βύρωνα», αλληγορικό μαρμάρινο σύμπλεγμα, Αθήνα.
Μία ποιητική διάνοια εμπνευσμένη από το ύψιστο ιδανικό της ελευθερίας και εγκλωβισμένη στον ίλιγγο των παθών του, που τιμήθηκε από τη χώρα μας με δεκάδες προτομές, ανδριάντες, αναφορές στην τέχνη και τον κινηματογράφο, απέδειξε με τη ζωή του την τελευταία του φράση πριν σβήσει από αυτό τον σύντομο, ποιητικά όμορφο κόσμο..
«Της έδωσα τον καιρό, την υγεία μου, την περιουσία μου, και τώρα της δίνω τη ζωή μου. Τι περισσότερο μπορούσα να κάνω;»