/Λίλλη Παπαγιάννη: Η διακριτική ζωή μιας μεγάλης κυρίας

Λίλλη Παπαγιάννη: Η διακριτική ζωή μιας μεγάλης κυρίας

Μια υπέροχη αριστοκρατική γυναίκα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου

«Η πρωταγωνίστρια δεν πρέπει να πεθαίνει ποτέ στο φινάλε». Αυτός ήταν ένας κανόνας που διδάχτηκε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ήδη από το 1962, όταν διαπίστωσε ότι ο κόσμος ελάχιστα εκτίμησε την κατάληξη της δραματικής ταινίας «Το ταξίδι» του Ντίνου Δημόπουλου.

Βλέποντας την αρνητική απήχηση που είχε στο κοινό το συγκεκριμένο φιλμ, η Αλίκη ορκίστηκε ότι δεν θα διαπράξει ποτέ ξανά αυτό το -θανάσιμο για την καριέρα της, όπως πίστεψε- σφάλμα. Γι’ αυτό η Βουγιουκλάκη δεν πέθανε ποτέ ξανά σε ταινία της – ή τουλάχιστον όχι χωρίς να ανασταίνεται προτού πέσουν οι τίτλοι τέλους. Παρ’ όλα αυτά, θεωρούσε ότι στο «Ταξίδι» είχε δώσει τον καλύτερό της εαυτό, ιδιαίτερα σε κάποιες σκηνές τραγικής έντασης, με πιο χαρακτηριστικά τα τετ α τετ με τον εραστή και εντέλει δολοφόνο της Στέφανο (Νίκο Κούρκουλο) και οπωσδήποτε τη σαρδόνια, τυραννική και αδυσώπητη Σούλα Κληρίδη, δηλαδή τη Λίλλη Παπαγιάννη.

Μοιραία, όπως συνήθως γίνεται για τα αστέρια που έχουν παραχωρήσει τη μορφή τους στις ασπρόμαυρες συλλογικές αναμνήσεις της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας, κάθε απώλεια οδηγεί σε αναζήτηση των πιο χαρακτηριστικών στιγμών της σταδιοδρομίας τους. Από την προηγούμενη Τρίτη, με τον αθόρυβο θάνατο της Λίλλης Παπαγιάννη, η πρώτη αναζήτηση εύλογα ανασύρει ατάκες από τα κωμικά ντουέτα της με την Τζένη Καρέζη από ανεπανάληπτες ταινίες όπως «Δεσποινίς Διευθυντής», «Μια τρελή τρελή οικογένεια» κ.λπ. Ωστόσο, στο μάλλον ξεχασμένο «Ταξίδι» του Ντίνου Δημόπουλου, η Λίλλη Παπαγιάννη, μολονότι, όπως κατά κανόνα συνέβαινε, δεν είναι η ίδια το κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης, οι σκηνές στις οποίες εμφανίζεται αναδεικνύουν το ταλέντο της σε όλη του την έκταση. Ως διαβολική κακιά του έργου και παρ’ όλες τις σεναριακές ατέλειες που ακρωτηριάζουν τον ρόλο της, η Σούλα μπαινοβγαίνει στη φτωχολογιά που αποτελεί τον βιότοπο της  Βουγιουκλάκη με μια υπεροπτική, σαδιστική αρχοντιά, με τη χαρακτηριστική της κουπ άψογα φροντισμένη – σαν να λάμπει ολόκληρη, ανέγγιχτη από την περιρρέουσα μιζέρια.

Η επιδεικτική κοκεταρία της «πλούσιας» εκφράζεται με κάθε κίνηση και με κάθε παραμικρό μορφασμό που με αληθινή δεξιοτεχνία παρουσιάζει στην κάμερα η Λίλλη Παπαγιάννη. Η κυριαρχία της σε αυτές τις σκηνές είναι ολοκληρωτική, οι προσβολές που φτύνει στα μούτρα της νεαρής Βουγιουκλάκη είναι ισοπεδωτικές, είτε την αποκαλεί «παρθένα», είτε «πουτάνα». Στη μονομαχία ανάμεσα στις δύο γυναίκες, την υποτίθεται νόμιμη πλην ανεπιθύμητη σύζυγο και την παράνομη ερωμένη του Νίκου Κούρκουλου, η Λίλλη Παπαγιάννη ξιφομαχεί με όλο το φαρμάκι της σνομπ σκύλας που δεν διστάζει να τσαλαπατήσει την πληβεία που τόλμησε να της κλέψει τον άντρα. «Κρύψου, κρύψου να μη μάθει ο κόσμος την ντροπή σου», βρυχάται στη Βουγιουκλάκη προτού ξεσπάσει στο γνωστό δαιμονικό γέλιο με το οποίο κλείνουν, σύμφωνα με το στερεότυπο, τέτοιου είδους σκηνές. Θα μπορούσε, λοιπόν, η Λίλλη Παπαγιάννη να έχει κάνει μια καριέρα κακιασμένης πλούσιας και ωραίας, να παγιωθεί σε έναν χαρακτήρα που ενσάρκωνε με απαράμιλλη επιτυχία.

Αντ’ αυτού, όμως, εκείνη προτίμησε να μείνει μερικά βήματα πίσω από την πρώτη γραμμή, περιορίστηκε σε περιστασιακές, κωμικές κυρίως εξάρσεις του τύπου «εσύ, Μπούλη, ρούφα τ’ αυγό σου», όπως λέει στον Σταύρο Ξενίδη, στην πασίγνωστη σκηνή από το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα».

Το προφανές είναι η αρχοντική φυσική κομψότητά της, η οποία μάλιστα έμοιαζε αναλλοίωτη καθώς περνούσαν τα χρόνια. Είναι όμως η υπόγεια δύναμη και ο πλήρης έλεγχος στην ηθοποιία της αυτά που εντυπωσιάζουν – έστω και αν αυτά είναι στοιχεία που εντοπίζει κανείς σε δεύτερη ανάγνωση. Αυτός όμως ήταν ο τρόπος που της ταίριαζε και έτσι έχτισε την κινηματογραφική της περσόνα, χαράζοντας μια πορεία που περιλάμβανε συμμετοχές στο διάστημα της εικοσαετίας μεταξύ 1959 και 1979. Η λιγότερο εμπορική από αυτές αφορά την «Εκδρομή» του Τάκη Κανελλόπουλου, η οποία ήταν φυσικά ασπρόμαυρη και η Λίλλη Παπαγιάννη υποδυόταν την Ειρήνη, την οποία διεκδικούσαν δύο στρατιωτικοί. Ως πρωταγωνίστρια της «Εκδρομής», η Παπαγιάννη τιμήθηκε το 1966 με το Βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.

Συνάδελφός της θυμήθηκε μια παράσταση αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο από την περίοδο της συνεργασίας της με το Εθνικό Θέατρο, στην οποία η Λίλλη Παπαγιάννη, παρά τη βαριά στολή της Κλυταιμνήστρας, δεν αμέλησε να προσφέρει καλαθάκια με άνθη σε όλα τα μέλη του θιάσου για γούρι – για να πάνε όλα καλά. Η ανιψιά της, η δημοσιογράφος και σεναριογράφος Ελενα Ακρίτα (η μητέρα της Σύλβα ήταν πρώτη ξαδέλφη με τη Λίλλη Παπαγιάννη), έμπλεα συγκίνησης, περιέγραψε σε ένα κείμενό της την επίμονη διακριτικότητα και την ευγένεια που χαρακτήριζε την εκλιπούσα. Ακόμη και στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ο τότε σύζυγος της Ακρίτα, ο γνωστός ηθοποιός Κώστας Αρζόγλου, η Παπαγιάννη παρεισέφρησε απαρατήρητη από τις κάμερες των συγκεντρωμένων ΜΜΕ. Ως τα 80 της χρόνια, η Λίλλη Παπαγιάννη είχε επιλέξει να ζει αποτραβηγμένη από οποιαδήποτε είδους δημοσιότητα και αυτό συνέβη, όπως συνάγεται από όσα λένε άνθρωποι που βρίσκονταν στον κύκλο της ως το τέλος, για δύο λόγους. Η πρώτη τάση απόσυρσης είχε να κάνει με τη θέλησή της να προστατέψει τις αναμνήσεις που είχε το κοινό από τη γοητεία και την ομορφιά της, καθώς δυσκολευόταν να συμβιβαστεί με την ιδέα της αναπόφευκτης σωματικής φθοράς.

Η δεύτερη απομόνωση, η πιο σκληρή και επώδυνη, είχε να κάνει με την απώλεια του συντρόφου της ζωής της, του Ανδρέα Φιλιππίδη. Οι δυο τους, εκτός από σύζυγοι και ηθοποιοί, ήταν επίσης συνθιασάρχες, καθώς από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους, το 1957, στο Θέατρο Τέχνης, αποφάσισαν να μοιράζονται τα πάντα, κάτι που έληξε με τον θάνατο του Φιλιππίδη το 1989. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2004, η Λίλλη έχασε ακόμη και εκείνη που μπορούσε να της θυμίζει τον αγαπημένο της σύζυγο, την πρώην γυναίκα του, Δέσπω Διαμαντίδου, με την οποία διατηρούσε στενή φιλία. Λέγεται χαρακτηριστικά ότι συναντιόντουσαν ανελλιπώς κάθε Τρίτη απόγευμα («jour fixe», όπως το έλεγαν μεταξύ τους). Παρόλο που, απ’ ό,τι ακούγεται, διατηρούσε μια ελάχιστη, τυπική κοινωνικότητα, όταν ο θάνατος έσβησε το βλέμμα από τα μάτια της, είναι πολύ πιθανόν το τελευταίο συναίσθημά της ήταν ανακούφιση.

protothema