Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Η διαφορετικότητα είναι το ασφαλέστερο σκαρί για να δημιουργηθούν οι καλύτεροι άνθρωποι, οι σημαντικότερες ιδέες τα σπουδαιότερα επιτεύγματα . Η ομογενοποίηση της κοινωνίας πολλές φορές κάτω από την πρόφαση της ισότητας οδηγεί στην προσκόλληση σε ένα μοντέλο που θυσιάζει την πρωτοτυπία και τη δημιουργική διάθεση στην αφόρητη τυποποίηση και εν τέλει στην καταστροφή της ελευθερίας. Σε τέτοιες άρρωστες κοινωνίες, δεν είναι καθόλου υγιές να βρει τη θεσούλα του ο καθ’ ένας από μας και να ζει τον βίο του αμέριμνος και υποταγμένος.
Η διασκευή του μυθιστορήματος του Ντον ΝτεΛίλο «Λευκός θόρυβος», το οποίο γράφτηκε τη δεκαετία του ’80, είναι γεμάτο ρηξικέλευθες ιδέες, αφηγηματικές εξάρσεις, ανατρεπτικές εξιστορήσεις
και όλα αυτά μέσα σε ένα μεταμοντέρνο αστραφτερό κέλυφος, γεμάτο με αμόλυντο σαρκασμό της υπερκατανάλωσης, απαστράπτουσα ειρωνεία της υπερπληροφόρησης και διαβρωτικό χλευασμό τους ανεξέλεγκτου ριγκανισμού και των επιτευγμάτων του. Όλα μπαίνουν στον μύλο του δαιμόνιου Ντελίλο οι αξίες της αμερικάνικης οικογένειας, η οικολογική απειλή, η καριέρα και η επιτυχία μαζί με τον φόβο για το αύριο, τα σαθρά επιτεύγματα και οι αλόγιστες συμπεριφορές του αλλόφρονα ανθρώπου.
Ο Ντόναλντ Ρίτσαρντ («Ντον») Ντελίλο γεννήθηκε το 1936 στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης. Δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα σε ηλικία είκοσι τριών ετών. Έκτοτε εξέδωσε δεκαέξι μυθιστορήματα, πέντε θεατρικά έργα και έναν τόμο με διηγήματα βασικός εκπρόσωπος του μεταμοντερνισμού. Έχει γράψει μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και δοκίμια. «Το στήσιμο ενός χαρακτήρα δεν συμβαίνει ποτέ καθορισμένα», λέει σε συνέντευξή του, «αλλά ανεξήγητα – και το βασικότερο, δεν μπορείς ποτέ να τον προβλέψεις με βεβαιότητα, ακόμα και όταν νομίζεις ότι τον έχεις συλλάβει εξαρχής. Τα πάντα αλλάζουν στην πορεία, επειδή αυτός το αποφάσισε και όχι εσύ. Είναι ακριβώς σαν τον καιρό: είναι ένα πράγμα φυσικό, αναπόφευκτο αλλά και εντελώς απρόβλεπτο».
Στον «Λευκό θόρυβο» ο Τζακ ζει και διδάσκει σε μια μικρή όμορφη πόλη και με γοητευτικό τρόπο διδάσκει τα έργα και τις ημέρες, τις «επιτυχίες» και τα εγκλήματα του Χίτλερ. Ο τρόπος που διδάσκει, η ρητορική δεινότητα και τα συναρπαστικά του μαθήματα του καθηγητή έχουν συνεπάρει τους φοιτητές του και τον έχουν κάνει ενός είδους σταρ του περιφερειακού πανεπιστημίου. Ο Τζακ μαζί με τη Μπαμπέτ, τη γυναίκα του, προσπαθούν να διαμορφώσουν τις ιδανικές συνθήκες για να μεγαλώσουν τα παιδιά του και να ζήσουν αρμονικά ανάμεσα σε απαιτήσεις, δυσλειτουργίες και ξεσπάσματα μιας δύσκολης, δαιδαλώδους, προβληματικής αλλά αγαπησιάρικης οικογένειας. Η οικογένεια αποτελείται από μπόλικα πιτσιρίκια, αποκτήματα από προηγούμενους γάμους του ζευγαριού, εκτός από ένα το οποίο είναι δικό τους. Ανάμεσα στα πολλά σύνθετα προβλήματα, τα οποία πρέπει να διευθετηθούν, τις πρακτικές δυσκολίες οι οποίες πρέπει να επιλυθούν και τις ανατροπές που πρέπει να εξισορροπηθούν ζει και βασιλεύει ένας δαιμονιώδης φόβος για τον θάνατο, ο οποίος οδηγεί την Μπαμπέτα στην κατανάλωση χαπιών και την οικογένεια σε γενικότερη σύγχυση.
Ένα τρένο εκτροχιάζεται και τα χημικά που μεταφέρει φλέγονται, δημιουργώντας ένα τοξικό νέφος το οποίο κινείται προς την πόλη της ανήμερης και δαιδαλώδους οικογένειας. Μαζί με το τρένο εκτροχιάζεται και η καθημερινότητα του Τζακ και της Μπαμπέτ. Η οικογένεια θα αναγκαστεί να τρυπώσει στο αυτοκίνητο της και θα προσπαθήσει να αποφύγει τη φυσική καταστροφή που τείνει να επηρεάσει ολόκληρη την περιοχή. Τα πράγματα ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Το περιστατικό επηρεάζει δραματικά όλους τους χαρακτήρες και τις σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας. Ο φόβος του θανάτου δεν είναι πια μια απλή μεταφυσική ανησυχία, αλλά μια σκληρή δραματική πραγματικότητα που αγγίζει όλη την οικογένεια. Τα διαλυτικά φαινόμενα βρίσκουν ανοικτούς τους αρμούς της οικογένειας και εισχωρούν εντός τους και παραλύουν τα πάντα στο διάβα τους.
Τη σκηνοθεσία της ταινία την κάνει ο Νόα Μπάουμπακ και στους βασικούς ρόλους εμφανίζονται οι Ανταμ Ντράιβερ, Γκρέτα Γκέργουικ, Ντον Τσιντλ.
«Ήθελα να κάνω μια ταινία τόσο τρελή, όσο ο κόσμος γύρω μας αυτή τη στιγμή» λέει ο σκηνοθέτης και μας εξηγεί τους στόχους του, ανεξάρτητα από τι κατάφερε ολοκληρώνοντας το φιλμ του. «Η γλώσσα του Ντελίλο μού φάνηκε οικεία», σημειώνει ο Μπάουμπακ. «Υφαίνει τόσο υπέροχα μέσα στην πρόζα του την αμερικάνικη ποπ κουλτούρα με τη φρασεολογία. Η ιστορία είναι για άτομα και οικογένειες, αλλά υπάρχει και ένας σατιρικός τόνος στη δομή και την πλοκή για τα οποία χρειαζόμουν να βρω ένα κινηματογραφικό ανάλογο. Και δεδομένου πως το βιβλίο είναι κυρίως για την αμερικάνικη κουλτούρα που έχει καλυφθεί από τα μίντια -την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τις διαφημίσεις, την κουλτούρα των ταινιών και της κινηματογραφικής αφήγησης- το προσέγγισα με κινηματογραφικούς όρους. Υπήρχε προοπτική για σπουδαίες στιγμές».
Η μαύρη κωμωδία με το διαβρωτικό χιούμορ που προσπαθεί να δημιουργήσει ο Νόα Μπάουμπακ χάνεται μέσα στο πολυεπίπεδο, πολυδιάστατο και πολυσήμαντο περιεχόμενο του βιβλίου, στο οποίο ο σκηνοθέτης προσπαθεί να σταθεί πιστός, αλλά στην προσπάθεια του αυτή παύει να είναι δημιουργικός. Ένα βιβλίο σε μια παράγραφο μπορεί να χωρέσει τον ουρανό με τ’ άστρα, αλλά μια κινηματογραφική σεκάνς ποτέ δεν μπορεί να είναι τόσο αφαιρετική, τόσο πολυεπίπεδη και τόσο περιεκτική. Οι καλές προθέσεις του δημιουργού της ταινίας χάνονται στον θαυμασμό του για το βιβλίο του Ντον ΝτεΛίλο και ο «Λευκός θόρυβος» παίρνει το χρώμα της αποτυχίας γιατί η ταινία βυθίζεται σε ένα αφηγηματικό ντελίριο και ένα σεναριακό χάος, από το οποίο λίγες φορές μπορεί να ξεγλιστρήσει, εκτός αν πιστέψουμε τον σπουδαίο Ζαν Κοκτώ ο οποίος ακόνιζε το μαχαίρι του στις λεπτές και ευαίσθητες χορδές της ευφυΐας και της ευαισθησίας μας, «το μεγαλύτερο λογοτεχνικό αριστούργημα θα ήταν απλά ένα λεξικό χωρίς αλφαβητική σειρά» με τους κινδύνους του ατυχήματος προφανείς.