/Λάκης Παπαστάθης: Η ηθική δικαίωση του νέου ελληνικού κινηματογράφου

Λάκης Παπαστάθης: Η ηθική δικαίωση του νέου ελληνικού κινηματογράφου

Έφυγε στα 79 του ο βραβευμένος σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης, δημιουργός της μακροβιότατης τηλεοπτικής εκπομπής “Παρασκήνιο”. Παραθέτουμε μια από τις πιο χαρακτηριστικές συνεντεύξεις του.

Η ηθική δικαίωση του νέου ελληνικού κινηματογράφου – Συνέντευξη στο Στράτο Κερσανίδη

Ο Λάκης Παπαστάθης, που πριν από μερικά χρόνια με την ταινία Το μόνον της ζωής του ταξείδιον είχε κερδίσει το βραβείο καλύτερης ταινίας, στην απονομή των κρατικών βραβείων ποιότητας, μίλησε στην Εποχή, για μια σειρά από ζητήματα σχετικά με τον ελληνικό κινηματογράφο, αλλά και για την επόμενη ταινία του, την οποία ήδη ετοιμάζει. Ο Παπαστάθης, ένας από τους πιο σημαντικούς κινηματογραφιστές της γενιάς του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, έχει σαφέστατη άποψη για το εάν ο αριθμός των εισιτηρίων αποτελεί κριτήριο για την ποιότητα μιας ταινίας.«Δηλαδή; Ουαί τοις ηττημένοις; Και ηττημένοι είναι αυτοί που δεν έκοψαν εισιτήρια; Αν ίσχυε πάντα αυτό, τα μεγαλύτερα έργα τέχνης θα τα εξαφάνιζε το αγοραίο γούστο. Θα τα έριχναν στον Καιάδα!» Και συνεχίζει:

«Η τελευταία ελληνική ταινία που ήταν πραγματικά σπουδαία ήταν η Εαρινή σύναξη των Αγροφυλάκων του Δήμου Αβδελιώδη, είτε έκοψε εισιτήρια είτε όχι. Ξέρω επίσης, πως ούτε ο Δράκος του Νίκου Κούνδουρου, ούτε η Ευδοκία και το Μέχρι το πλοίο του Αλέξη Δαμιανού γέμιζαν τις αίθουσες. Αντιθέτως σχεδόν λοιδωρήθηκαν τότε και σε κάποιες περιπτώσεις κάποιοι νοήμονες θεατές ήθελαν να σχίσουν το πανί της οθόνης του κινηματογράφου. Οι ταινίες που κόβουν πολλά εισιτήρια σήμερα συνήθως δεν είναι αριστουργήματα. Το να πιάνεις δε το θεατή από το λαιμό για να κόψεις εισιτήρια, είναι άσφαλτο κριτήριο πνευματικής υπανάπτυξης».

Η προώθηση των ελληνικών ταινιών

Σχετικά με το πρόβλημα της προώθησης των ελληνικών ταινιών, ο Λάκης Παπαστάθης, λέει:

«Η σχέση με το κοινό είναι πρόβλημα σύνθετο. Δεν έχει σημασία μόνον τι ταινίες κάνουμε αλλά και πώς, παράγοντες έξω από την τέχνη, η ίδια η κοινωνία, δημιουργούν και επιβάλλουν το γούστο προς αυτήν ή την άλλη κατεύθυνση. Για να επιβληθεί, να δημιουργήσει δικό της κοινό η καλλιτεχνική ελληνική ταινία, και μάλιστα κάτω από συνθήκες μεγάλου διεθνούς ανταγωνισμού, θέλει χρόνο, συνέπεια και συνέχεια. Από την έγκριση του σεναρίου, το φάκελο παραγωγής, τις επιλογές των συντελεστών και την ηθοποιών, την παρακολούθηση του γυρίσματος, τη σωστή χρηματοδότηση χωρίς υπερβολές ή ασφυκτικό πνίξιμο μέχρι την προώθηση στις αίθουσες και τα φεστιβάλ. Επιπλέον πρέπει να γίνεται και κάτι που ξεχνάμε. Κριτική και αυτοκριτική! Σας αναφέρω ένα χαρακτηριστικό αρνητικό παράδειγμα. Το Ε.Κ.Κ. ελέγχει κάποιες αίθουσες και προβάλλει σ’ αυτές ταινίες δικής του επιλογής διορίζοντας κάποιον υπεύθυνο για το πρόγραμμα. Μέχρι πέρυσι παίζονταν στις αίθουσες αυτές και όλες σχεδόν οι ελληνικές ταινίες που δεν εύρισκαν άλλη διανομή. Εφέτος ο αρμόδιος για τις προβολές θεωρεί τον εαυτό του ‘πολύ υψηλού επιπέδου’, και αποκλείει τις ελληνικές ταινίες που έτσι μένουν στα ράφια. Καταντήσαμε να μην παίζονται οι ελληνικές ταινίες που το ίδιο το Κέντρο Κινηματογράφου παράγει, ακόμη και στις αίθουσες που ελέγχει!».

Κατασκευή επιθυμιών

Για τον ελληνικό κινηματογράφο, ο Παπαστάθης υποστηρίζει πως «πρέπει να γίνει αξιόπιστος στην Ελλάδα και το εξωτερικό με όρους καλλιτεχνικούς». Και συνεχίζει: «Η αξιοκρατία, το όραμα η συνεχής και αυστηρή παρακολούθηση κρινόντων και κρινόμενων, η συνέπεια στις καλλιτεχνικές επιλογές θ’ ανοίξει το δρόμο στο να έχει το ελληνικό κοινό το σινεμά που του αξίζει. Ως γνωστόν η δημοφιλία ενός έργου τέχνης κατασκευάζεται. Αυτοί που χαϊδεύουν τα γούστα του κοινού με στόχο το ταμείο είναι σα να υποθηκεύουν το μέλλον των παιδιών μας. Οι εμπορικές επιτυχίες των δύο τελευταίων χρόνων δεν εμπίπτουν βεβαίως σ’ αυτήν την κατηγορία, γιατί είναι καλές ταινίες, σίγουρα όμως ένα μέρος της καταναλωτικής τους δύναμης προήλθε από το γεγονός πως έπεισαν τον κόσμο, πώς το να δει κανείς αυτές τις ταινίες είναι αναγκαστική κοινωνική συμπεριφορά, κατασκευάστηκαν “επιθυμίες” του κοινού πέρα από τη σχέση τους με το ίδιο το καλλιτεχνικό γεγονός. Και κάτι ακόμα. Οι έμποροι και οι τηλεοπτικοί κυρίως δημοσιογράφοι θεωρούν πως καλή ταινία είναι μόνον η εμπορική ταινία, αυτή που φέρνει νούμερα. Γι’ αυτό προβάλλουν υποπροϊόντα στις ζώνες της μεγάλης τηλεθέασης και τα αριστουργήματα του κινηματογράφου στα άγρια μεσάνυχτα. Κανείς όμως δεν έχει διαμαρτυρηθεί γι’ αυτό».

Όσο για το υπουργείο Πολιτισμού, «θα πρέπει επιτέλους να αποφασίσει, τι πολιτική επιθυμεί και πώς θα την εφαρμόσει, για να κριθεί πάνω σε κάτι συγκεκριμένο. Έντεκα μήνες αναβλητικότητας και παγώματος κάθε ουσιαστικής δραστηριότητας που αφορά στους θεσμούς και τη δημιουργικότητα του κλάδου μας, εύλογο είναι να δημιουργεί σε όλους μας ανησυχία και αβεβαιότητα».

Ελληνικές ταινίες και σινεμά

Σχετικά με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ο έλληνας σκηνοθέτης πιστεύει πως είναι ο μοναδικός καλλιτεχνικός θεσμός, μαζί με το Φεστιβάλ Αθηνών, που αντί να φθαρεί, καλυτερεύει. Για τη θέση των ελληνικών ταινιών μέσα σε αυτό, λέει:

«Δεν μου αρέσει η αυτάρεσκη απομόνωση εντός συνόρων όπως και δεν συμφωνώ με την άποψη πως ό,τι πουλάει έξω γίνεται αυτομάτως ‘ανωτέρας ποιότητος’. Για το ασκημένο και αμερόληπτο μάτι οι ελληνικές ταινίες δείχνουν τώρα την πραγματική τους θέση, συγκρινόμενες με τις επιλεγμένες προβολές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Και αυτή η κρίση πρέπει να μας διδάσκει. Μια καλή ταινία δεν ‘πνίγεται’ εύκολα από οποιονδήποτε διευθυντή ή εμπαθή κριτικό. Αντιθέτως το χαΐδεμα ή η χαριστική προώθηση μόνον κακό θα κάνει. Αν τώρα το πανόραμα ελληνικού κινηματογράφου μετατραπεί σε διαγωνιστικό φεστιβάλ με επιτροπή κρίσεως αυστηρότατα υψηλού κύρους θα απαλλαγούμε από τον εξευτελισμό των κρατικών βραβείων που κάθε χρόνο γελοιοποιούν τον κλάδο μας».

Ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος

Για το Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, το ρόλο του και την αντιμετώπισή του σήμερα, ο Λάκης Παπαστάθης, εκφράζει το παράπονο, πως ενώ τα τελευταία χρόνια επαναπροβάλλονται αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, που δίνουν την ευκαιρία στο θεατή να τις επαναξιολογήσει, δε συμβαίνει το ίδιο και με το ΝΕΚ. που περιμένει την επαναξιολόγησή του ως αισθητικό, πολιτικό και κοινωνικό γεγονός.

Και συνεχίζει: «Οι βασικές του οι αρχές νομίζω πως ισχύουν και σήμερα ανεξαρτήτως της ποιότητας των ταινιών που παρήχθησαν από το 1965 μέχρι τη δεκαετία του ’80. Η σχέση με την πνευματική παράδοση του τόπου και η στροφή στην ελληνική λογοτεχνία, το ξανακοίταγμα της ‘απαγορευμένης’ ελληνικής ιστορίας για να δούμε ποιοι είμαστε, και από που κρατάμε, το πνεύμα της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας, η αίσθηση πως ανήκουμε στη μεγάλη οικογένεια του ευρωπαϊκού σινεμά, η αναζήτηση της σύγχρονης γραφής και του συντακτικού του κινηματογράφου, οι καλές σπουδές στο εξωτερικό, η μόρφωση και η ενημέρωση μέσα από τις προβολές των κινηματογραφικών λεσχών που τη δεκαετία του ’60 είχαν γίνει θεσμός, το ευρύ φάσμα και η πολυμορφία των ταινιών, η ασυνέχεια, η ρήξη, η στροφή από την παράδοση του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου που έφτασε σε σημείο μετωπικής σύγκρουσης, ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά του ΝΕΚ.

Δεν θεωρούσαμε πως έχουμε σχέση με τον Σακελάριο, το Φίνο ή το Δαλιανίδη, αλλά με τους μεγάλους Έλληνες πεζογράφους και ποιητές κι’ αυτό παρά το ότι ακούγεται κάπως ανορθόδοξο, ήταν δημιουργικό. Το να κάνεις σινεμά θαυμάζοντας τη λογοτεχνία, μια άλλη τέχνη δηλαδή που παραδοσιακά έβλαψε το σινεμά, για μας ήταν κάτι ιδιαιτέρως δημιουργικό. Μην ξεχνάτε πως το σινεμά αυτό μέχρι τη δημιουργία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου ήταν αυτοχρηματοδοτούμενο και έχουν χαθεί περιουσίες σ’ αυτή την προσπάθεια».

Και καταλήγει: «Η γενιά που έκανε το ΝΕΚ ηθικά είναι δικαιωμένη σαν τη γενιά του 1880 και του 1930 στη λογοτεχνία. Δεν υπάρχουν αριστουργήματα χωρίς τον περίγυρο που τα γέννησε».

Επιστροφή στη γενέθλια πόλη

Τελειώνοντας, ο Λάκης Παπαστάθης μας μίλησε για την επόμενη ταινία του:

«Δείχνει την επιστροφή ενός ξενιτεμένου στη γενέθλια πόλη μετά 30 χρόνια. Είναι ο μοναδικός κληρονόμος του οικογενειακού σπιτιού που έζησε τα παιδιά του χρόνια και επιστρέφει στην πόλη του μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας απ’ την οποία σώθηκε στο πάρα πέντε. Η συνάντησή του, μετά τόσα χρόνια, με τους έξι ηλικιωμένους συγγενείς του που του άφησαν κληρονομιά το σπίτι, αντί να τον βγάλει, τον ξαναβάζει στη ζωή. Η ταινία θα είναι ασπρόμαυρη και θα παίζουν η Μαρία Σκουλά, ο Ηλίας Λογοθέτης, ο Δημήτρης Καταλειφός και η Υβόννη Μαλτέζου. Οι υπόλοιποι συγγενείς θα είναι οι ίδιοι που δούλεψαν στο Μόνον της ζωής του ταξείδιον».