Γράφει η Πόπη Αγγελή (Poppy Angeli)
Στην έκθεση La Vie matérielle στο Centale Conteporary Αrt παρουσιάζονται έργα 12 Ιταλών και Βέλγων γυναικών καλλιτεχνών σε μια κοινή προσπάθεια να συνδιαλλαγούν ταυτόχρονα, τόσο με τη συνηθισμένη καθημερινότητα, όσο και με την εσωτερική, οικεία ζωή.
Αυτή η Έκθεση σύγχρονης τέχνης, πήρε το όνομά της από το ομώνυμο βιβλίο της Γαλλίδας μυθιστοριογράφου, Marguerite Duras, το οποίο αποδόθηκε ως «Practicalities», από την Barbara Bray, στην αγγλική του μετάφραση. «Πρακτικότητες» θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε στα ελληνικά, αλλά, εναλλακτικά, θα μπορούσε να φέρει και άλλους τίτλους «Υλιστική ζωή», «Καθημερινότητα» ή ακόμα και «Ζωή».
Το συγκεκριμένο βιβλίο προέκυψε όταν η Duras μίλησε στον Jérôme Beaujour για μια σειρά από θέματα που την απασχόλησαν κατά τη διάρκεια της ζωής της και περιλαμβάνει μικρά δοκίμια, αυτοβιογραφικά αποσπάσματα και στοχασμούς. Ουσιαστικά, η Marguerite Duras μιλάει για το αλκοόλ, τους άντρες, το θέατρο, το σπίτι και γενικά για οτιδήποτε της κατέβει στο κεφάλι, συνδέοντας την τέχνη με την προσωπική της εμπειρία. ‘Όπως η ίδια αναφέρει στη εισαγωγή, «το βιβλίο αντιπροσωπεύει κυρίως αυτό που σκέφτομαι κατά καιρούς για μερικά πράγματα. Δεν κουβαλάω μέσα μου την ολοκληρωτική σκέψη, εννοώ: την άκαμπτη. Την απέφυγα αυτή τη μάστιγα.
Αυτό το βιβλίο δεν έχει αρχή ή τέλος, δεν έχει μέση. Όσο δεν υπάρχει βιβλίο χωρίς λόγο ύπαρξης, αυτό το βιβλίο δεν είναι ένα. Δεν είναι εφημερίδα, δεν είναι δημοσιογραφία, είναι απαλλαγμένο από το καθημερινό γεγονός.
Ας πούμε ότι είναι ένα βιβλίο ανάγνωσης. Απέχει από το μυθιστόρημα, αλλά βρίσκεται πιο κοντά στη συγγραφή του –περίεργο, αφού είναι προφορικό– σε σύγκριση με το κύριο άρθρο μιας καθημερινής εφημερίδας. Δίστασα να το δημοσιεύσω, αλλά καμία σειρά βιβλίων που σχεδιάστηκε ή βρίσκεται σε εξέλιξη δεν θα μπορούσε να περιέχει αυτή την αιωρούμενη γραφή της υλικής ζωής, αυτά τα πηγαινοερχόμενα ανάμεσα σε εμένα και σε μένα, ανάμεσα σε σένα και σε εμένα, σε αυτή την συνηθισμένη εποχή.»
Επηρεασμένη από το έργο της Marguerite Duras, ομολογώ ότι πήγα στην έκθεση με σκοπό να ανακαλύψω το καλλιτεχνικό έργο δώδεκα γυναικών, ακριβώς επειδή είναι γυναίκες. Παρόλα αυτά, δεν εντόπισα κάτι στερεοτυπικά φεμινιστικό εκεί. Αντίθετα, ήρθα σε επαφή με ιδέες -δημιουργίες που καλούν τον άνθρωπο να αλλάξει, να ξεπεράσει τις δύσκολες εμπειρίες της ζωής του και να ξαναχτίσει κάτι καινούριο με αισθητική, με ποίηση, με ρομαντισμό, με ευαισθησία.
Όπως στο βιβλίο «La vie matérielle» της Duras, έτσι και στα έργα της έκθεσης, η τέχνη συναντά τη ζωή. Οι δημιουργοί χρησιμοποιούν οργανικά υλικά και καθημερινά αντικείμενα, όπως φυτά, υφάσματα, γυαλί, μπουκάλια, χαρτιά, ξύλο, μέταλλο, ακόμη και συσκευασίες, προκειμένου, όπως υποστηρίζουν, να ορίσουν μια καθημερινότητα που βρίσκεται «διχασμένη ανάμεσα στις φιλοδοξίες και στην πραγματικότητα».
Και αυτό φάνηκε από την αρχή, όταν κατά την είσοδο μου με “χαιρέτησαν” δύο ακακίες, δημιουργία της Lieve Van Stappen, που τοποθετήθηκαν σε αυτό το σημείο για να αναλάβουν το ρόλο του φύλακα σε μια αόρατη πύλη. Η περιγραφή εξηγεί ότι στέκουν εκεί για να θυμίζουν τα δέντρα που πολτοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στα πεδία των μαχών γύρω από το Υπρ. Ο χυμός αυτών των ακακιών δεν ρέει πια. Διαφανή κλαδιά μεγαλώνουν από τις σπασμένες κόμες τους, συμβολίζοντας το απόλυτο όνειρο του δέντρου να ανακοινώσει μια νέα άνοιξη, παρά τα όσα δραματικά στο μεταξύ έχουν συμβεί.
Αποξηραμένα φύλλα, ακουαρέλες και ένα βίντεο με τίτλο «Τα νεκρά φύλλα» συμβολίζουν την ευθραυστότητα της ζωής και το πέρασμα των εποχών, που σου προκαλούν μελαγχολία.
Προχωρώντας, με συνεπήρε το αισθησιακό τοπίο μιας ανατολίτικης πόλης που σχηματίζεται από όγκους γυαλιού με μαύρο πλέγμα, καθώς αυτή σκεπάζεται από ένα ζωγραφιστό μπλε έναστρο ουρανό, της Elena El Asmar. Το «L’ esercizio del lontano», δηλαδή, η «εξάσκηση στην απόσταση» μετατρέπει τα καθημερινά αντικείμενα σε ένα μεταφορικό σύμπαν. Το έργο υπενθυμίζει τη λιβανέζικη καταγωγή της καλλιτέχνιδος, ενώ ταυτόχρονα συμβολίζει ό,τι είναι απομακρυσμένο τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο.
Στο «Glass Gate» η Loredana Longo χρησιμοποίησε 1500 γυάλινους λαιμούς μπουκαλιών περασμένους σε μεταλλικά σπειρώματα, ώστε τα χέρια της να ματώνουν κάθε φορά που χειρίζεται το γυαλί και το μέταλλο. Αλλά, αυτό το αίμα είναι συνώνυμο της ομορφιάς, καθώς όπως η ίδια τονίζει, δεν υπάρχει ομορφιά χωρίς ταλαιπωρία.
Κριτικός τέχνης δεν είμαι για να κρίνω ειδικότερα, αλλά φεύγοντας από κει και φέρνοντας στο νου, την καθημερινότητα, την υπόσταση της ύλης και τον τρόπο που όλα αυτά εκφράζονται σε αυτό το χώρο, ένιωσα περίπου σαν τον Ερνέστο στην «Καλοκαιρινή Βροχή», που όταν συνειδητοποίησε ότι μπορεί να διαβάσει ένα βιβλίο, είπε «…είναι δύσκολο για μένα να το εκφράσω. Οι λέξεις δεν αλλάζουν τη μορφή τους, αλλάζουν το νόημά τους, τη λειτουργία τους. Δεν έχουν πια δικό τους νόημα. Αναφέρονται σε άλλες λέξεις που δεν ξέρεις, που δεν έχεις διαβάσει ή ακούσει ποτέ, που δεν έχεις δει ποτέ το σχήμα τους, αλλά νιώθεις, υποψιάζεσαι ότι αντιστοιχούν σε ένα κενό χώρο μέσα σου ή στο σύμπαν».