Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Το βάλσαμο της λύπης κι αν δεν έχεις
κρασί, δεν έχεις έρωτα, δεν έχεις
τίποτε απ’ όσα δίνουν τη χαρά
Η λατρεία του Διονύσου, λατρεία γεωργικής μαγείας χάνεται στα βάθη του τοτεμισμού, της πρωτόγονης κοινότητας και στη μητριαρχία (θίασος γυναικών, Μαινάδες ή Βάκχες). Οι Βάκχες πήγαιναν κάθε δεύτερο χρόνο στα δάση και σε κατάσταση ομαδικής υστερίας, έκαναν όργια, δηλαδή λατρευτικές πράξεις, για την καινούργια βλάστηση. Παλαιότερα, οι τελετές συνδέονταν και με ανθρωποθυσίες. Οι Βακχικές γιορτές συνδέονται και με ωμοφαγία. Έσφαζαν κατσίκι ή ταύρο και έτρωγαν ωμά κομμάτια. Ίσως το ζώο συμβόλιζε τον Διόνυσο που κατασπαράχθηκε από τους Τιτάνες. Οι Μαινάδες πίστευαν ότι κοινωνούσαν το σώμα του θεού.
Βέβαια αυτή η πρωτόγονη λατρεία του θεού δεν υπήρχε στην εποχή του Ευριπίδη. Η λατρεία του Διονύσου διωκόταν, ο Πεισίστρατος έκανε την παραχώρηση στις λαϊκές δοξασίες για να κερδίσει τη συμπάθεια του κόσμου. Από την παλιά λατρεία έμεινε μόνο το τελετουργικό, το δοξαστικό και το γιορταστικό μέρος των εκδηλώσεων. Η ανθρωποθυσία, η ωμοφαγία και η έκσταση εξέλιπαν.
Διόνυσος σημαίνει δύο φορές γεννημένος. Είναι γιος του Δία και της Σεμέλης. Ο μύθος λέει, πως ενώ τον γεννούσε πρόωρα η μάνα του, ο Δίας τον διέσωσε φτιάχνοντας στο μηρό του μια δεύτερη μήτρα και τον έστειλε στη μακρινή Ασία. Οι ΒΑΚΧΕΣ γράφτηκαν το 406-405 π.Χ. ενώ ο Ευριπίδης βρισκόταν αυτοεξόριστος στο παλάτι του Αρχέλαου στη Μακεδονία.
Η λατρεία του Διονύσου κατέκτησε την Ελλάδα σαν επιδημία. Η λατρεία στον θεό σε όλες της εκφάνσεις, έρχεται σε σκληρή σύγκρουση με τη βασιλική αριστοκρατία και την εξουσία.
Τις ‘’Βάκχες’’ οι μελετητές τις θεωρούν μια τραγωδία καλοσχεδιασμένη με θαυμαστή οικονομία και ισορροπημένη. Τα χορικά της δεν είναι εμβόλιμα, αλλά δεμένα με την εξέλιξη του έργου.
Ο Διόνυσος μαζί με τις πιστές του Βάκχες φθάνει στη Θήβα, για να επιβάλει ακόμα και με τη βία τη Θρησκεία του. Στην προσπάθεια αυτή δεν αφήνει τίποτα στη θέση του, διαβρώνει ακόμα και την ιερή σχέση μάνας – παιδιού. Με την επικράτηση της νέας θρησκείας ανατρέπεται η τάξη, η παλιά εξουσία και ο βασιλικός οίκος της πόλης των Θηβών. Όσοι εκπρόσωποι της παλιάς τάξης πραγμάτων δεν σκοτώνονται παίρνουν τον δρόμο της εξορίας.
Ο Πενθέας προσπαθεί τη λατρεία που έχει αγκαλιάσει ο λαός του να την αντιμετωπίσει με σκληρά μέτρα εναντίον των Βακχών. Διατάσει να συλλάβουν τον Βάκχο και φεύγει. Το χορικό που ακολουθεί υμνεί τη χαρά και την ευφροσύνη της ζωής:
Το ίδιο, σε φτωχούς και πλούσιους του κρασιού του
δίνει τη χαρά, χαρά παρηγορήτρα
Δεμένος αλλά γαλήνιος εισέρχεται στη σκηνή ο Διόνυσος ο οποίος δέχεται επίθεση ανηλεή από τον Πενθέα, ο θεός αντιμετωπίζει στωικά, με ευστροφία και πνευματικότητα το εξαγριωμένο άνακτα και προβλέπει: Τ’ όνομά σου οιωνός της συμφοράς σου.
Ο Διόνυσος, με τις θεϊκές δυνάμεις που διαθέτει, λύνεται και βγαίνει από τη φυλακή του. Ο Πενθέας χάνει το μυαλό του από την απρόσμενη απελευθέρωση, αλλά ο Αγγελιοφόρος ανακόπτει την έκπληξη με τις αναλυτικές περιγραφές των τεκταινομένων στις κορυφές του Κιθαιρώνα. Ο αφελής Πενθέας, πείθεται από τον δαιμόνιο Διόνυσο να ντυθεί βακχικά και να τον συνοδεύσει στο βουνό, ιδίοις όμμασι να αντικρύσει τα Βακχικά όργια. Η ηδονοβλεπτική περιέργεια του Πενθέα, τον ρίχνει στην παγίδα του θεού. Η τιμωρία έρχεται κατά πάνω στον κοντόφθαλμο βασιλιά αλλά και σε όσους αρνήθηκαν τη νέα θρησκεία και τη λατρεία του.
Η θεατρική εταιρεία Νέα Εποχή παρουσιάζει το φετινό καλοκαίρι σε πολλές πόλεις της Ελλάδος την τραγωδία του Ευριπίδη «Βάκχες», σε σκηνοθεσία Έλενας Μαυρίδου.
Τους κύριους ρόλους της τραγωδίας μοιράζονται στο ρόλο του Διόνυσου ο Δημήτρης Λάλος και στο ρόλο του Πενθέα ο Γιώργος Χριστοδούλου, ενώ τον ρόλο της Αγαύης ερμηνεύει η σκηνοθέτρια Έλενας Μαυρίδου. Μαζί τους οι ηθοποιοί: Βίκυ Βολιώτη, Θανάσης Δόβρης, Γιώργος Τριανταφυλλίδης, Στέργιος Κοντακιώτης και Δήμητρα Κούζα. Αναπόσπαστο στοιχείο της παράστασης είναι η πρωτότυπη μουσική, που ερμηνεύεται επί σκηνής από τον συνθέτη Γιώργο Μαυρίδη και τον Βασίλη Κόκλα.
Ο Ευριπίδης ανεβάζει στη σκηνή, πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη ταυτόχρονα, τον Διόνυσο, τον θεό της τραγικής τέχνης που είναι, όπως και η βακχεία, ένα παράξενο μείγμα τρόμου και απόλαυσης, οικείου και ξένου, ελέους και φόβου. Άγριο και ποιητικό, γοητευτικό και ανατριχιαστικό, το έργο αποκαλύπτει την αινιγματική, δισυπόστατη φύση του θεϊκού πρωταγωνιστή του, σε μια μοναδική τελετουργία προς τιμήν του. Όπως σημειώνουν Δημήτρης Λάλος και η Έλενα Μαυρίδου, και διευκρινίζουν σε κάποια συνέντευξη για το έργο:
Ε.Μ.: «Συνήθως όταν μπαίνω στον ρόλο του σκηνοθέτη, δεν μ’ ενδιαφέρει να παίξω, και το αντίστροφο. Είναι πολύ ξεκάθαρο για μένα ότι όταν είμαι από κάτω μ’ ενδιαφέρει η πορεία των ηθοποιών, η δραματουργία μου, το έργο μου. Το τελευταίο πράγμα στην εξίσωση είναι η δική μου συμμετοχή. Σταδιακά βρέθηκα να κάνω την Αγαύη».
Ο Διόνυσος ήταν κίνητρο για τον Δημήτρη;
Δ.Λ.: «Ναι, ήταν μια επιθυμία, ένα όνειρο, ν’ ασχοληθώ και μ’ αυτό το έργο και μ’ έναν απ΄ τους δύο ρόλους, τον Διόνυσο ή τον Πενθέα. Πάντα με γοήτευε ο ρόλος του Πενθέα και η θέση που έχει ο θεός μέσα σ΄ αυτή την τραγωδία, απ΄ τον αρχικό του μονόλογο ως τον τελευταίο. Ήταν μεγάλη ευκαιρία να τον βαδίσω μέσα απ΄ αυτή την παράσταση και την σκηνοθεσία της Έλενας».
Όμως όπως γράφουν οι συντελεστές της παράστασης στο σημείωμα για τις Βάκχες «Η παράσταση προσεγγίζει ερμηνευτικά το έργο και διερευνά την διονυσιακή μανία ή «βακχεία» με βασικά εργαλεία τον λόγο του Ευριπίδη, τον συνδυασμό της σύγχρονης με την παραδοσιακή μουσική, και μια κινησιολογία βασισμένη στην τελετουργία των Αναστεναρίων και εκεί εξαντλείται το όραμα των συντελεστών της παράστασης για το έργο.
Το όνομα αναστενάρια πάρθηκε από το αναστενάρι, το εικόνισμα που κρατούν σ’ όλη τη διάρκεια της γιορτής στα χέρια τους. Η γιορτή αρχίζει με ξέφρενο χορό, με τη συνοδεία του ταμπούρλου και με ψαλμωδία ύμνων. Κατόπιν γίνεται η ζωοθυσία. Αρχίζει πάλι ο χορός και το φαγοπότι και σαν κλείσιμο έρχεται η πυροβασία.
Αλλά μέσα στην ευριπίδεια τραγωδία υπάρχει το χάος και η ανατροπή των πάντων, η εφόρμηση του ασυνείδητου, η κατάρρευση της αρχής και της τάξης, η έντονη βία και η ξέφρενη σεξουαλικότητα, συνυπάρχει το ιερό και το ανόσιο, το σκοτεινό και το πρωτόγονο κι όλα αυτά χάνονται και δεν παίρνουν ποτέ το βάρος που τους αναλογεί στην παράσταση.
Η σκηνή της Παρενδυσίας στην οποία ο Διόνυσος ντύνει τον Πενθέα γυναίκα και σκιαγραφεί την έκφραση συνειδητών κα ασυνείδητων επιθυμιών, εξετάζει την ανάγκη των ανθρώπων να κρυφτούν πίσω από μάσκες και μασκαρέματα για να εκφράσουν αυτό που είναι και με ηδονοβλεπτικό τρόπο να παρατηρούν αυτά που τους θέλγουν χωρίς να τους βλέπουν και να τους σχολιάζουν, είναι μια από τις πιο ευφάνταστες σκηνές της παράστασης. Τα μακριά πέπλα διασχίζουν τη σκηνή και φτάνουν μέχρι εκεί που δεν μπορεί να φτάσει το ανθρώπινο συνειδητό, ενώ ο άμοιρος Πενθέας μικραίνει και βυθίζεται μέσα σε αυτά που βάναυσα επιθυμεί και εναγώνια αποζητά.
Το κοινό στο θέατρο έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι εισερχόμενο σε μια παράσταση και μάλιστα των Βακχών, θα ακούσει κάποια πράγματα, θα δει κάποια άλλα και κυρίως θα φανταστεί αυτά που δεν μπορούν να αναπαρασταθούν επί σκηνής, όπως την ωμοφαγία ζώων και ανθρώπων, τον φρικτό θάνατο του Πενθέα ακόμα και τα σεξουαλικά όργια στα οποία επιδίδονται οι μαινάδες κάτω από την επήρεια της βακχικής μανίας. Όμως όλα αυτά που δεν βλέπει, με την ένταση, την τεχνική και την οξύτητα του λόγου ο θεατής πρέπει να τα αισθανθεί στα βάθη της ύπαρξής του. Στην παράσταση που είδαμε ήταν καταφανής η έλλειψη κάποιου συνεκτικού σχεδίου και η απουσία οράματος για την απόδοση και την εξιστόρηση των φοβερών και τρομερών που συμβαίνουν στην τραγωδία και τα οποία δεν μπορούν να αντικατασταθούν με επιφανειακά ευρήματα, αλλοπρόσαλλες ευκολίες και δυσκίνητες μάσκες.
Ένα από τα πιο τρομακτικά θεάματα στην ιστορία της δραματουργίας είναι το κομμένο κεφάλι του Πενθέα καρφωμένο στον θύρσο της μητέρας του της Αγαύης. Άραγε πώς ένας ηθοποιός μπορεί υποδυθεί τον γονιό που έχει σκοτώσει και διαμελίσει το παιδί του, με τα ίδια του τα χέρια πάνω στη μανία του; Αυτό το φοβερό γεγονός και το ακανθώδες ερώτημα μοιάζει να μην απασχόλησε καθόλου τους συντελεστές της συγκεκριμένης παράστασης και το κορυφαίο γεγονός πνίγηκε μέσα σε μακρόσυρτους αναστεναγμούς και ακαλαίσθητη περιφορά των μελών του τραγικού Βασιλιά.
Η καταπίεση των ενστίκτων, η ηδονοβλεπτική εμμονή του βασιλιά, η διονυσιακή μυσταγωγία, η άγρια έξαψη των γυναικών, η γοητεία του Διονύσου, η βαθιά επιθυμία και η αχαλίνωτη σεξουαλικότητα δεν αναδεικνύονται στην παράσταση, χάνονται στη διαδρομή, θραύονται ανάμεσα σε ταμπούρλα, λάγνες ματιές, νευρικές κινήσεις, υποτονικές αφηγήσεις, νταούλια και «ισοσκελισμένες» οιμωγές.
Έτσι κι αλλιώς όμως ξέρουμε, ότι πιο τρομακτική στιγμή είναι πάντα, όταν χαμηλώνουν τα φώτα και η βαριά ανάσα του ηθοποιού σβήνει ανάμεσα στο πένθιμο χειροκρότημα του θεατή.