/Κοσμάς Πολίτης: Από τους σημαντικότερους πεζογράφους της γενιάς του ’30

Κοσμάς Πολίτης: Από τους σημαντικότερους πεζογράφους της γενιάς του ’30

Κοσμάς Πολίτης (πραγματικό ονοματεπώνυμο: Παρασκευάς Ταβελούδης, 16 Μαρτίου 1888 – 23 Φεβρουαρίου 1974) ήταν συγγραφέας, απ’ τους σημαντικότερους πεζογράφους της γενιάς του ’30. Τα χαρακτηριστικότερα έργα του είναι τα μυθιστορήματα Eroïca (1938) και Στου Χατζηφράγκου (1962).

Γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1888 στην Αθήνα. Ο έμπορος πατέρας του, Λεωνίδας, καταγόταν από τη Μυτιλήνη και η μητέρα του, Καλλιόπη Χατζημάρκου, από το Αϊβαλί. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη το 1890, έπειτα από οικονομική καταστροφή. Τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν ευχάριστα: ο πατέρας του ήταν αυταρχικός και η φιλάσθενη μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν 12 χρονών. Τη φροντίδα του ανέλαβε μια Γαλλίδα δασκάλα και η κατά 18 χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του Μαρία. Ως γόνος μεσοαστικής οικογένειας, φοίτησε στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή (1900-1904) και στο Αμερικάνικο Κολέγιο της Σμύρνης (1904-1905), χωρίς ποτέ να πάρει απολυτήριο: εγκατέλειψε τις σπουδές του και άρχισε να εργάζεται στην Τράπεζα Ανατολής (1905-1911) και στη συνέχεια, 1911-1919, στην “Wiener Bank”. Το 1918 ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και νυμφεύτηκε την Κλάρα Κρέσπι, ευγενή αυστροουγγρικής καταγωγής. Ένα χρόνο μετά απέκτησαν μια κόρη, τη Φοίβη (Κνούλη). Από το 1919 ως το 1922 εργαζόταν στην “Crédit Foncier d’ Algérie et de Tunisie” της Σμύρνης.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκατέλειψε τη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι (1922-1923, έπειτα στο Λονδίνο, όπου εργαζόταν στο εκεί υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας, και τελικά το 1924 στην Αθήνα, όπου έγινε και υποδιευθυντής της Τράπεζας, ένα χρόνο μετά).

Στα γράμματα εμφανίστηκε αιφνίδια, το 1930, σε ηλικία 42 ετών, ενώ ήδη είχε αξιόλογη επαγγελματική σταδιοδρομία, με το μυθιστόρημα Λεμονοδάσος. Η επιτυχία του έργου ήταν μεγάλη και προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι ο ίδιος δεν έκανε καμία ενέργεια για να προβληθεί (Αναγνωστάκη 1992, σ. 254). Το 1934 μετατέθηκε στην Πάτρα, όπου ανέλαβε την υποδιεύθυνση του υποκαταστήματος της τράπεζας, ενώ εν τω μεταξύ είχε συνάψει σχέση με μια άλλη γυναίκα και είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του. Κατά την παραμονή του στην Πάτρα έγραψε την Eroica, που εκδόθηκε το 1938 και τιμήθηκε με το Κρατικό Bραβείο πεζογραφίας, μαζί με τον Μενέλαο Λουντέμη και την Ειρήνη την Αθηναία, την επόμενη χρονιά, και δημοσίευσε σε συνέχειες στο περιοδικό Νέα Γράμματα την Κυρία Ελεονώρα (1935) και το 1939, στο ίδιο περιοδικό, τη Μαρίνα.

Το 1942 πέθανε η κόρη του κατά τη διάρκεια του τοκετού. Αυτό το γεγονός τον συγκλόνισε και θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο, καθώς πίστευε ότι αν δεν είχε εγκαταλείψει το σπίτι του, η κοπέλα θα ζούσε ακόμα. Επέστρεψε τότε στη γυναίκα του, με την οποία επανασυνδέθηκε. Εν τω μεταξύ, επειδή κατά τη διάρκεια της ασθένειας της κόρης του είχε παρατείνει αδικαιολόγητα την άδειά του, σύμφωνα με την κρίση της υπηρεσίας του, απολύθηκε. Η Τράπεζα αργότερα τροποποίησε τα επίσημα στοιχεία ώστε να φαίνεται ότι δεν απολύθηκε, αλλά παραιτήθηκε οικειοθελώς. Από τότε ζούσε αποκλειστικά από τις μεταφράσεις του και από την πενιχρή σύνταξη που του πλήρωνε η Τράπεζα μέχρι το 1945. Επιπλέον πούλησε την κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό σε κάποιον μαυραγορίτη, στον οποίον πλήρωνε ενοίκιο για να παραμένει εκεί. (Αργότερα, το 1945 περίπου, το σπίτι του δημεύτηκε και πλήρωνε ενοίκιο στο Δημόσιο).

Το 1944 έγινε μέλος του Κ.Κ.Ε. και το 1945 δημοσίευσε το μυθιστόρημα Το Γυρί, που αντικατοπτρίζει τους κοινωνικούς προβληματισμούς του. Ιδρυτικό μέλος της Ε.Δ.Α., κατήλθε στις εκλογές στην περιφέρεια Πατρών, χωρίς να εκλεγεί, το 1951. Το 1960 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος για την Κορομηλιά (είχε δημοσιευτεί το 1946). Την ίδια χρονιά ο Μιχ. Κακογιάννης μεταφέρει την Eroica στον κινηματογράφο. Το 1961 εξελέγη επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε το μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου, ένα γοητευτικό βιβλίο αναμνήσεων αφιερωμένο στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη της εποχής,όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο πριν από την καταστροφή της το 1922 καί για το οποίο πήρε το Α’ Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1964.

Το 1967, την ημέρα του πραξικοπήματος, πέθανε η σύζυγός του κι ο ίδιος συνελήφθη και ανακρίθηκε ως αριστερός. Αφέθηκε τελικά ελεύθερος μετά από παρέμβαση της Τατιάνας Γκρίτση – Μιλιέξ. Ο κλονισμός από το θάνατο της γυναίκας του ήταν μεγάλος, αλλά δεν τον εμπόδισε να αρχίσει να γράφει ένα νέο έργο (Τέρμα), το οποίο δεν ολοκληρώθηκε γραπτώς (ο συγγραφέας όμως είχε συλλάβει όλο το σχέδιο του βιβλίου), αλλά εκδόθηκε μετά το θάνατό του από τον Ν. Γ. Πεντζίκη.

Το 1973 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με αναπνευστική και καρδιακή ανεπάρκεια, και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε οίκο ευγηρίας. Το 1974 νοσηλεύτηκε ξανά στον Ευαγγελισμό όπου και απεβίωσε, στις 23 Φεβρουαρίου.

Η εμφάνιση του Κοσμά Πολίτη στην νεοελληνική πεζογραφία ήταν αιφνίδια και εντυπωσιακή: το πρώτο του μυθιστόρημα, το Λεμονοδάσος, (1930), έγινε δεκτό ενθουσιωδώς από την κριτική· ο Αντρέας Καραντώνης (Καραντώνης 1977, σελ. 160), αναφέρει σχετικά: “πρωτοφάνηκε στα γράμματά μας, όχι με τον συνηθισμένο τρόπο, που φανερώνονται οι λογοτέχνες, ακόμα και οι καλύτεροι, προετοιμάζοντας δηλαδή την επιβολή του, αρχίζοντας να γράφει από νέος, να δημοσιεύει δειλά σε περιοδικά και σιγά-σιγά να χρίεται άνθρωπος των γραμμάτων, αλλά με μια εισβολή απροσδόκητη και συναρπαστική…”. Το έργο, παρά τον μελοδραματικό χαρακτήρα του, σφύζει από ζωή, νεανικότητα και αγάπη για τη φύση, κάτι που το διαφοροποιούσε από την ατμόσφαιρα των περισσότερων μυθιστορημάτων της εποχής και που ήταν ο βασικός λόγος για την θετικότατη υποδοχή του.

Τα τρία πρώτα μυθιστορήματα του Πολίτη, Λεμονοδάσος, Εκάτη και Εroïca έχουν χαρακτήρα κοσμοπολίτικο. Το κεντρικό θέμα αυτών των μυθιστορημάτων είναι η αναζήτηση της “αυθεντικής ζωής” (Vitti 1977, σελ. 339). Στα δύο πρώτα έργα οι ήρωες είναι ενήλικοι, ενώ στην Eroïca ο συγγραφέας στράφηκε στον κόσμο της εφηβικής ηλικίας για να αναζητήσει εκεί την αυθεντικότητα. Από το μυθιστόρημα Το Γυρί (1944), παράλληλα με την ιδεολογική μεταστροφή του συγγραφέα, σημειώνεται θεματική μεταβολή και στην πεζογραφία του: το ενδιαφέρον του μετατοπίζεται πλέον στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις και τους λαϊκούς ανθρώπους και εστιάζει στο καθημερινό και το συνηθισμένο (Σαχίνης 1967, σ.), αντί για το απόλυτο και το ιδανικό. Από την ίδια οπτική γωνία περιγράφει και την Σμύρνη στο τελευταίο του ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, Στου Χατζηφράγκου (1962). Πρωταγωνίστρια του έργου είναι η ίδια η Σμύρνη, και η συγκεκριμένα η λαϊκή συνοικία Χατζηφράγκου. Όλο το έργο διαδραματίζεται στα 1902, με εξαίρεση ένα εμβόλιμο τμήμα στο μέσον του βιβλίου, την “Πάροδο”, όπου ένα από τα παιδιά της λαϊκής συνοικίας και πρόσφυγας πια στην Αθήνα του 1962 αφηγείται την καταστροφή της πόλης το 1922. Η “Πάροδος” είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την Μικρασιατική Καταστροφή.

Αυτό που αναγνωρίστηκε αμέσως ως το αξιολογότερο χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του Κοσμά Πολίτη ήταν η “ποιητικότητα” και ο “λυρισμός”. Ο Μάριο Βίττι (Vitti 1977, σελ. 329-337) ερμηνεύει την ποιητικότητα ως “συγκινησιακή φόρτιση” στην περιγραφή του τοπίου. Το δεύτερο σημαντικότερο χαρακτηριστικό της πεζογραφικής τέχνης του Πολίτη ήταν η συνεχής ανανέωση, όχι μόνο θεματολογικά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά και μορφολογικά.

timesmews