Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο πρωτεργάτης του κοινωνικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 13 Μαρτίου 1872 και πέθανε σε ηλικία 51 ετών. Το 1908 πήγε στο Μόναχο και φοίτησε στο εκεί πανεπιστήμιο. Γύρισε στην Κέρκυρα έχοντας διαμορφώσει τους καινούργιους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς, καθώς στο Μόναχο γνώρισε και τον μαρξισμό.
Ο ποιητής Κώστας Χατζόπουλος του πρότεινε να συμμετάσχει στη Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση, που είχε ως σκοπό, όπως αναφερόταν στο καταστατικό της, να βοηθήσει «το άπλωμα τόσο του σοσιαλισμού, όσο και της δημοτικής γλώσσας στην ελληνική κοινωνία». Ο Θεοτόκης, όμως, από τους Καρουσάδες του απάντησε τα εξής: «Για την σοσιαλιστική εταιρία σε συγχαίρω για την ίδρυσή της, αλλά νομίζω πως σε τούτο το κράτος είναι αδύνατο να προκόψει κάτι, γιατί ο κόσμος είναι βουτηγμένος στο ψέμα και στην αμάθειά του∙ δεν μπορεί να διαχωρίσει ποιο είναι το καθεαυτό συμφέρον του… Εμέ, λοιπόν, μου φαίνεται άσκοπο προς το παρόν να λάβω μέρος σ’ ένα κόμμα, όποιο και νάναι, χωρίς να σου κρύψω, πως όλες μου οι συμπάθειες είναι με το μέρος του λαού, του μικρού λαού, που γελιέται και τον γελούν. Αν οι ιδιωτικές μου περιστάσεις καλυτερέψουν, αν κατεβείς εδώ στη Ρωμιοσύνη κι ανταμώσουμε… τότες θα μπορέσω κι εγώ με ζήλο, αυταπάρνηση και με όλη μου τη δύναμη να δουλέψω για κείνο που μου φαίνεται του πολιτισμού και της ανθρωπότητας το συμφέρο…»
Στην Κέρκυρα εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλά μικρά και μεγάλα εργοστάσια, όπου απασχολούνταν κακοπληρωμένοι εργάτες και εργάτριες. Το λιθογραφείο του Ασπιώτη, η βιομηχανία του Δεσύλλα, η γαλακτοκομία του Μαργαρίτη, οι αλευρόμυλοι, τα εργοστάσια μακαρονοποιίας, η χαρτοποιία, οι ελαιουργίες και οι σαπωνοποιίες, τα βυρσοδεψεία, η καπνοβιομηχανία, το εργοστάσιο αεριόφωτος, έδιναν δουλειά σε πολύ κόσμο, μα οι συνθήκες εργασίας ήταν άθλιες. Το έδαφος, συνεπώς, ήταν έτοιμο να δεχτεί τις καινούργιες ιδέες.
Η ίδρυση στην Κέρκυρα του Σοσιαλιστικού Κέντρου και στη συνέχεια η έκδοση της εβδομαδιαίας εφημερίδας Εργάτης ήταν σημεία των καιρών. Οι ιδρυτές του Κέντρου, γνωρίζοντας τις ιδέες του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, έχοντας πληροφορίες ότι στη Γερμανία ασπάστηκε τη φιλοσοφία του Μαρξ κι ότι πίστευε πως δεν υπήρχε ηθική στην πολιτική των αστικών κομμάτων, τον επισκέφτηκαν στους Καρουσάδες και τον κάλεσαν να συμμετάσχει στην ομάδα τους. Εκείνος αποδέχτηκε την πρόκληση.
Ριζοσπάστες μαρξιστές έβγαλαν στην Κέρκυρα την εβδομαδιαία εφημερίδα Σοσιαλιστική Δημοκρατία, που γραφόταν από τον Αριστοτέλη Σίδερι. Καθοδηγητής και χρηματοδότης ήταν ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, διευθυντής ο Τίτος Ρέγγης, εργάτης.
Το 1914, όταν κηρύχτηκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, τάχθηκε εναντίον της Γερμανίας και υπέρ της Αντάντ. Πίστευε πως στο τέλος του πολέμου στην Ευρώπη θα αναδύονταν πιο φιλελεύθερα και ανθρωπιστικά καθεστώτα.
Απογοητευμένος, όμως, από την καιροσκοπική πολιτική των σοσιαλιστών της Κέρκυρας και της Θεσσαλονίκης, αρνήθηκε να θέσει υποψηφιότητα στις εκλογές του Μαΐου του 1915.
Δεν συμφωνούσε με την συμμαχία που συμφώνησαν οι σοσιαλιστές με το φιλοβασιλικό κόμμα του Δημητρίου Γούναρη. Η αποχώρησή του από τη σοσιαλιστική ομάδα λίγο μετά και μερικοί άλλοι παράγοντες αποδιοργάνωσαν τη σοσιαλιστική κίνηση του νησιού, με αποτέλεσμα το τέλος της δράσης του Σοσιαλιστικού Ομίλου.
Τον Ιανουάριο του 1916, οι Αγγλογάλλοι κατέλαβαν την Κέρκυρα εξαιτίας της εξωτερικής πολιτικής του Στέμματος, που εξυπηρετούσε τα βαλκανικά σχέδια της Γερμανίας. Τον Αύγουστο εκδηλώθηκε το κίνημα της Θεσσαλονίκης του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος είχε ταχθεί με τους Αγγλογάλλους. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ένθερμος οπαδός του Κρητικού πολιτικού, αντίπαλου του Γεωργίου Θεοτόκη, ανθρώπου φεουδαρχικών αντιλήψεων και συμμάχου του βασιλιά, υποστήριξε το κίνημά του.
ότε στάλθηκε από τον Βενιζέλο στη Ρώμη με διπλωματική αποστολή, που γρήγορα ανακλήθηκε. Τον Νοέμβριο του 1918, η σοσιαλιστική ομάδα της Κέρκυρας με άλλες παρόμοιες ομάδες (Αθηνών, Πειραιώς, Βόλου, Χαλκίδας και τη «Φεντερασιόν» της Θεσσαλονίκης, την αποτελούμενη από δραστήριους Εβραίους, με σημαντικότερο τον Αβραάμ Μπεναρόγια), ίδρυσαν το Σοσιαλιστικόν Εργατικόν Κόμμα Ελλάδος, το ΣΕΚΕ. Αυτό έγινε στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στον Πειραιά. Ο Θεοτόκης, έχοντας αποκοπεί από το σοσιαλιστικό κίνημα, δεν πήρε μέρος. Αργότερα, τον Απρίλιο του 1920, το ΣΕΚΕ διασπάστηκε και η πλειοψηφία του δημιούργησε το ΚΚΕ, αναγκάζοντας τη μειοψηφία του, που δεν έκρινε σκόπιμη την προσχώρηση του κόμματος στη Γ΄ Διεθνή, την καθοδηγούμενη από τη Μόσχα, να διαλυθεί. Στη μειοψηφία ανήκε και ο Σίδερις.
Στην ελληνική λογοτεχνία η πεζογραφία του Κ. Θεοτόκη είχε σημαντική προσφορά καθώς είναι αυτός που ασχολήθηκε με την κοινωνική μυθιστορία.
Στις νουβέλες του Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Ο κατάδικος και Οι σκλάβοι στα δεσμά τους διακρίνεται η δραματικότητα της αφήγησης και η ρεαλιστική απόδοση της ζωής σε μια ηθογραφική ατμόσφαιρα, που διαπνέεται και από κοινωνικο-φιλοσοφική διάθεση. Τα σύντομα διηγήματά του, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην αρχή στο περιοδικό Τέχνη του Κ. Χατζόπουλου και στον Νουμά, και που αργότερα κυκλοφόρησαν με τον τίτλο Κορφιάτικες ιστορίες, αποδίδουν με απλότητα και λιτότητα την κερκυραϊκή ζωή της εποχής, με εικόνες αδρές και σκληρές. Γεγονός είναι ότι υπήρξε επηρεασμένος από τον Νίτσε κατά την πρώιμη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας, όταν έγραψε πεζογραφήματα όπως Το Πάθος (1899) και διηγήματα όπως το Πίστομα.
Στη νουβέλα Η τιμή και το χρήμα (σ.σ. γνωστή και από την κινηματογραφική ταινία της Τ. Μαρκετάκη), ο συγγραφέας δηλώνει την κοινωνιστική του ιδεολογία προς την οποία έχει στραφεί ήδη από το 1909. Στο ‘Οι σκλάβοι στα δεσμά τους’ ο Θεοτόκης παρακολουθεί τη σύγκρουση των γαιοκτημόνων με την ανερχόμενη αστική τάξη. Σε αυτά τα έργα ο Θεοτόκης, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, που είναι μάλλον άνισο, για να διεισδύσει στη συνείδηση του ήρωά του εφαρμόζει συστηματικά τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, σε τρίτο πρόσωπο, και σε ηθελημένη απόσταση.
Πρόκειται για την πρώτη συστηματική εφαρμογή του ελεύθερου πλάγιου λόγου σε νεοελληνικό μυθιστόρημα (Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 357-358). Αλλά εκεί που ο Μάριο Βίτι «βλέπει» ως συνεισφορά του Θεοτόκη στο ελληνικό μυθιστόρημα την εφαρμογή του ελεύθερου πλάγιου λόγου, δηλαδή μιας τεχνικής –όχι ασφαλώς χωρίς λογοτεχνική σημασία- εμείς «βλέπουμε» την εισαγωγή του πολιτικού και κοινωνικού μυθιστορήματος…