Του Παναγιώτη Μήλα
Όταν ήμασταν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, λίγο πριν, λίγο μετά το 1960, η ώρα της γυμναστικής ήταν αρκετές φορές ευκαιρία για μικρή «εκδρομή».
Αναφέρομαι στο ΣΤ’ Γυμνάσιο Αρρένων το οποίο στεγαζόταν σε δύο κτήρια στο Κουκάκι. Το ένα, το «Κεντρικό» για τις τρεις μεγάλες τάξεις, στην οδό Φαλήρου 20. Το δεύτερο, το «Παράρτημα» για τις τρεις μικρές τάξεις, στη γωνία των οδών Ζαν Μωρεάς 17 και Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Όταν ο καιρός ήταν καλός, ο γυμναστής Χρήστος Γαλανόπουλος, μας πήγαινε προς την Καλλιθέα, προς το Κουκάκι ή προς την περιοχή του Φιλοπάππου. Η πιο κοντινή επιλογή ήταν ένα μεγάλο οικόπεδο στην οδό Παρθενώνος, εκεί που σήμερα βρίσκεται ένα πεντάστερο ξενοδοχείο.
Η δεύτερη, η πιο μακρινή ήταν στο «Νταμάρι» της Καλλιθέας εκεί που σήμερα είναι η οδός Γρηγορίου Λαμπράκη και το ομώνυμο γήπεδο.
Η τρίτη επιλογή ήταν ένα πολύ μεγάλο και καθαρό οικόπεδο. Ήταν μεταξύ των σημερινών οδών Ροβέρτου Γκάλι και Γαριβάλδι, εκεί που υπάρχει τώρα χώρος στάθμευσης τουριστικών λεωφορείων και ταξί.
Κάτω λοιπόν από το μνημείο του Φιλοπάππου και απέναντι από την Ακρόπολη – σε αυτό το μεγάλο χωμάτινο γήπεδο, παίζαμε ποδόσφαιρο πολλές ώρες. Πάντα όμως προσπαθούσαμε να πείσουμε τον γυμναστή να μας πάει εκεί επειδή όσες φορές πηγαίναμε είχαμε και… διαιτητή.
Σε μια ταινία, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Δημήτρης Χορν έμενε σε μια ημιυπόγεια γκαρσονιέρα και από το παράθυρό της με μια σφυρίχτρα στο στόμα έκανε τον διαιτητή όταν μαζεύονταν τα πιτσιρίκια και έπαιζαν δίτερμα μπροστά στον δρόμο του τα πρωινά της Κυριακής.
Ακριβώς την ίδια τύχη είχαμε και ‘μείς όταν πηγαίναμε σε εκείνο το οικόπεδο κάτω από του Φιλοπάππου. Από έναν εξώστη, σαν πολύ μεγάλο μπαλκόνι, ένας ευτραφής κύριος με λευκό φαρδύ πουκάμισο και τσιγκελωτό μουστάκι κάθε φορά που παίζαμε έβγαινε και σφύριζε με μια σφυρίχτρα που είχε διαπεραστικό ήχο. Ποτέ δεν κατάλαβα αν σφύριζε για τα φάουλ, τα κόρνερ και τα πέναλτι ή αν σφύριζε προσπαθώντας να μας διώξει επειδή καταστρέφαμε την ησυχία του και δεν τον αφήναμε να δουλέψει…
Τότε έμαθα πως ήταν ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Παρθένης.
Το σπίτι – φρούριο δέσποζε στην περιοχή. Ο ζωγράφος ξεκίνησε να το χτίζει σε σχέδια δικά του και με τη βοήθεια του φίλου του αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη ο οποίος αργότερα διαμόρφωσε την περιοχή στην είσοδο του Φιλοπάππου, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη. Η κατοικία χτίστηκε με βάση τους όρους της σχολής Bauhaus.
Ήταν σαν ένα τετράγωνο «κουτί» με μικρά παράθυρα και έναν μεγάλη εξώστη χωρίς κανέναν περιττό διάκοσμο. Σεβόταν απόλυτα τον ιερό χώρο γύρω του και την ξεχωριστή απευθείας θέα του Παρθενώνα, σε αντίθεση με άλλα οικήματα που χτίστηκαν στη συνέχεια «σε απόσταση αναπνοής» από τον Ιερό Βράχο.
Σε αυτό το σπίτι έζησε με την οικογένειά του για περίπου τέσσερις δεκαετίες μεγάλες δόξες και κοσμική ζωή, παραθέτοντας δεξιώσεις, εκδηλώσεις και ομιλίες και φυσικά εκεί διατηρούσε το περίφημο εργαστήριό του.
Το 1950, στο πλαίσιο της ανάπλασης της περιοχής της Ακρόπολης, το σπίτι αυτό απασχόλησε τις αρμόδιες υπηρεσίες. Κανείς δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την κατεδάφιση. Η οικία του καλλιτέχνη – που σε κάποια άλλη χώρα θα είχε γίνει επισκέψιμο Μουσείο – εδώ στεκόταν εμπόδιο στην απρόσκοπτη θέα προς τον ιερό βράχο εκείνων που θα έπιναν τον καφέ τους στο πολυτελές τουριστικό περίπτερο.
Παρ’ όλη την υπέρογκη αποζημίωση που του πρότειναν, ο Παρθένης αρνήθηκε κάθε οικονομική προσφορά και η Κυβέρνηση (1958 – 1961) αποφάσισε την αναγκαστική απαλλοτρίωση και βίαιη έξωση του ζωγράφου. Ο τελευταίος ματαίωσε τα σχέδια, όταν μπροστά στους δικαστικούς κλητήρες και αστυνομικούς απείλησε να αυτοπυρποληθεί μαζί με τα έργα του.
Λέγεται πως στην Κατοχή οι Γερμανοί πήγαν να επιτάξουν το σπίτι, αλλά σεβόμενοι τον ίδιο και το έργο του, αποχώρησαν.
Τελικά φθάσαμε στην 21η Φεβρουαρίου του 1967. Τότε βρήκαν σε οικτρή κατάσταση τον 89χρονο ζωγράφο οι δικαστικοί που επισκέφθηκαν το σπίτι του κατόπιν αιτήματος του γιου του. Αίτημα του γιου ήταν να τεθεί υπό δικαστική αντίληψη ο πατέρας του τον οποίο συντηρούσε τότε η αδελφή του. Εκείνη την ημέρα ο Παρθένης εμφανίζει σαφή ίχνη άνοιας, το δε σπίτι του έχει μεταβληθεί σε πραγματική τρώγλη.
Τελικά πέθανε στις 25 Ιουλίου 1967, έχοντας μείνει παράλυτος. Μετά τον θάνατό του, τα παιδιά του αποδέχτηκαν την απαλλοτρίωση της οικίας τους από την κατασκευαστική εταιρεία που θα έκτιζε το γνωστό καφέ – εστιατόριο που βρίσκεται και σήμερα στους πρόποδες του Φιλοπάππου. Η οικία του καλλιτέχνη -που σε κάποια άλλη χώρα θα είχε γίνει επισκέψιμο Μουσείο- στεκόταν εμπόδιο στην απρόσκοπτη θέα προς τον ιερό βράχο εκείνων που θα έπιναν τον καφέ τους στο πολυτελές τουριστικό περίπτερο.
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης γενήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 10 Μαΐου 1878. Με το έργο του έφερε σημαντική αλλαγή στα εικαστικά δρώμενα της Ελλάδας στις αρχές του 20ού αιώνα.
Είχε πατέρα Έλληνα, τον καπνέπομπορο Νικόλαο Παρθένη και μητέρα Ιταλίδα. Ο Κωνσταντίνος Παρθένης μιλούσε και έγγραφε ιταλικά, γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά και ελληνικά. Από το 1895 έως το 1903 σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, ένα από τα κέντρα του νεωτερισμού, κοντά στον Γερμανό ζωγράφο Καρλ Ντίφενμπαχ και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο της πόλης. Στη Βιέννη πραγματοποίησε την πρώτη έκθεση έργων του το 1899 (στο Boehms Künstlerhaus), ενώ τον αμέσως επόμενο χρόνο, το 1900, εξέθεσε έργα του και στην Αθήνα.
Το 1903 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πραγματοποίησε ταξίδια στην Καβάλα και την Κωνσταντινούπολη ενώ έως το 1907 έζησε στον Πόρο, όπου φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου. Το 1908 φιλοτέχνησε τις αγιογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο.
Το 1909 παντρεύτηκε την Ιουλία Βαλσαμάκη, γόνο αρχοντικής οικογένειας της Κεφαλονιάς, η οποία του αφοσιώθηκε με τρόπο απόλυτο και συγκινητικό «δανείζοντας» ακόμα και τη φωνή της όταν εκείνος αποφάσισε να αποσυρθεί σε έναν κόσμο σιωπής. Από το 1909 έως το 1914, ο Παρθένης έζησε στο Παρίσι, όπου μυήθηκε στον μεταϊμπρεσιονισμό για να διαμορφώσει τελικά το δικό του προσωπικό ύφος. Στο Παρίσι συμμετείχε σε εκθέσεις ζωγραφικής πετυχαίνοντας σημαντικές διακρίσεις (βραβείο για τον πίνακα «Η πλαγιά», 1910, και πρώτο βραβείο σε έκθεση θρησκευτικής τέχνης για τον πίνακα «Ο Ευαγγελισμός», 1911).
Το 1911 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα όπου γνωρίστηκε με σημαντικούς Έλληνες διανοούμενους, όπως ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ενώ αρχικά εμφανίζεται ως μέλος της Συντροφιάς των Εννιά.
Το 1917 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα, τον Κωνσταντίνο Μαλέα, τον Θεόφραστο Τριανταφυλλίδη και άλλους ζωγράφους ίδρυσε την Ομάδα «Τέχνη», με στόχο την ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού που τότε εξακολουθούσε να επικρατεί στην αθηναϊκή καλλιτεχνική ζωή. Η Ομάδα «Τέχνη» συνδέονταν με το Κόμμα Φιλελευθέρων, επειδή επρόκειτο για κίνημα εκσυγχρονιστικό.
Το 1919, ανατέθηκε στον Παρθένη η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο. Το 1920 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη έκθεσή του στο Ζάππειο με περισσότερους από 240 πίνακες. Ένας από αυτούς, «Ο Θρήνος του Εσταυρωμένου», δωρήθηκε από τον ίδιο στην Εθνική Πινακοθήκη. Η φήμη του είχε ήδη αρχίσει να μεγαλώνει και έτσι οι διακρίσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται.
Την ίδια χρονιά ο Ελευθέριος Βενιζέλος τού απένειμε το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών (για τον Ευαγγελισμό). Η πρώτη υποψηφιότητά του για καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών (1923) απορρίφθηκε από το συντηρητικό κατεστημένο. Τη θέση κατέκτησε, τελικά, με ειδικό νόμο, το 1929.\
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης, αν και θεωρείται από τους θεμελιωτές της ελληνικής ζωγραφικής του 20ού αιώνα, έγινε δεκτός από τους λίγους, το ευρύ καλλιτεχνικό κύκλωμα τον θεωρούσε «ανορθογραφία» ενώ κάποιοι συνάδελφοί του και ακαδημαϊκοί της εποχής τον πολέμησαν και τον υπέσκαψαν με κάθε τρόπο.
Εκεί που είναι τα πούλμαν παίζαμε μπάλα μέχρι και το 1960. Το τουριστικό περίπτερο “Διόνυσος” χτίστηκε στη διετία 1961 – 1962 από τον αρχιτέκτονα Προκόπη Βασιλειάδη (1912 – 1977).
Στο εργαστήριό του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών έσπευσαν να εγγραφούν φοιτητές σπουδαίοι μετέπειτα Έλληνες ζωγράφοι (Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Εγγονόπουλος, Διαμαντής Διαμαντόπουλος, Ρέα Λεονταρίτου κ.ά.), με τους οποίους, καθώς και με όσους ακολούθησαν, ο Παρθένης δημιούργησε σχέση στενή στηριζόμενη στον βαθύ σεβασμό που ενέπνεε.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, ο Κωνσταντίνος Παρθένης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Παρά την αναγνώρισή του, ο Παρθένης οδηγήθηκε σταδιακά στην απομόνωση και τη σιωπή. Το 1947 παραιτήθηκε από την καθηγητική έδρα μην μπορώντας να ανεχθεί τον συντηρητισμό της Σχολής. Δεν επικοινωνούσε πλέον με κανέναν. Αυτοέγκλειστος στη Ροβέρτου Γκάλι με τη γυναίκα του και την κόρη του αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και στους στοχασμούς του.
Προς το τέλος της ζωής του, ο Παρθένης έπαθε παράλυση και σταμάτησε κάθε δραστηριότητα. Τον Απρίλιο του 1966 είχε πεθάνει η γυναίκα του ενώ τον Απρίλιο του 1967 το δικαστήριο έθεσε τον Παρθένη υπό δικαστική απαγόρευση. Στις 25 Ιουλίου του 1967, ο Παρθένης άφησε την τελευταία του πνοή, σε συνθήκες ένδειας και απομόνωσης, ενώ η κόρη του Σοφία (1908-1982) και ο γιος του Νίκος (που πέθανε το 1999) είχαν ήδη εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του παράλυτου πατέρα τους. Η Σοφία μάλιστα πέθανε έπειτα από πυρκαγιά στο σπίτι που διέμενε, εντελώς μόνη, στις 8 Δεκεμβρίου 1982. Είχε προηγηθεί και άλλη πυρκαγιά στο σπίτι της που την οδήγησε στην απόφαση να δωρίσει όλα τα έργα του πατέρα της στην Εθνική Πινακοθήκη.
Έργα του Παρθένη βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στη Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, στο Μουσείο Γουλανδρή (στο Παγκράτι) και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.