Η συγγραφέας Κωνσταντίνα Μόσχου συνομιλεί με τον συνεργάτη του CulturePoint.gr, Νίκο Ναούμη, για το νέο της βιβλίο, τα ερεθίσματα για συγγραφή, τα social media. κι άλλα ενδιαφέροντα θέματα.
Κωνσταντίνα, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για την αποδοχή της πρόσκλησής μου. Έχω διαβάσει τόσο καλά λόγια για σένα από αναγνώστες και κριτικούς. Σίγουρα αυτό δεν είναι τυχαίο… Θέλω όμως, πριν μιλήσουμε για τα βιβλία σου, να μας συστηθείς. Ποια είναι η Κωνσταντίνα Μόσχου;
Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση και τη φιλοξενία. Μέσα σε ένα γενικότερο αρνητικό κλίμα, όπου οι άνθρωποι μας ξανασυστήνονται από την αρχή, είναι παρηγοριά και φάρος οι τέχνες και τα γράμματα, και προσωπικά για μένα είναι πολύ ευχάριστο να ακούς καλά λόγια για κάτι που δημιούργησες. Το θετικό είναι ότι αυτός ο άγνωστος εαυτός μου, για τον οποίο θα πρέπει να μιλήσω τώρα, είναι κάποια που υπογράφει ως συγγραφέας, πασχίζει να συνειδητοποιεί με ενσυναίσθηση και να αποβάλει τους όποιους εγωισμούς. Το μέτρο δεν έχει βρεθεί ακόμα. Η ζωή με δίδαξε πως οι στιγμές φεύγουν, χάνονται κι αμέσως έρχονται καινούργιες. Προσπαθώ λοιπόν να μη σπαταλώ τον χρόνο μου και να είμαι αισιόδοξη. Γενικά, αν είχα πιάσει τις ευκαιρίες από τα μαλλιά, θα μπορούσα να κάνω σπουδαία πράγματα, αλλά μάλλον με ενδιαφέρει μια ήρεμη ζωή. Οι μεγαλύτερες κατακτήσεις μου σε αυτήν είναι η οικογένειά μου, μια στρωτή επαγγελματική καριέρα, τα βιβλία που κατάφερα να γράψω κι εκείνα που εκτιμώ ότι είναι κατάλληλα να έρθουν στο φως.
Πώς προέκυψε το γράψιμο στη ζωή σου και ποια ήταν τα ερεθίσματα που σε οδήγησαν στην συγγραφή;
Αυτό είναι ένα μυστήριο, και κανένας δεν ήρθε να με συμβουλέψει ποτέ πως επειδή είχα κάποια δεξιότητα στο γράψιμο, ίσως θα μπορούσα κάποτε να γίνω συγγραφέας. Αντιθέτως, με συμβούλεψαν να σπουδάσω εικαστικά, αλλά τελικά οι κατευθύνσεις μου δόθηκαν από την ίδια τη ζωή και τις επιταγές της. Έφτιαχνα λοιπόν τα στιχάκια μου, τα θεατρικά μου, τα κόμικ μου, και κάποτε ενηλικιώθηκα, έτυχε να εργαστώ σε εφημερίδες και περιοδικά, και το κυνήγι των λέξεων έγινε πια η δουλειά μου. Γενικά, εκείνη την εποχή, για μένα η λέξη συγγραφέας είχε μια αχλή ανερμήνευτη, ένα φωτοστέφανο, και ούτε καν θα μπορούσα να διανοηθώ ότι θα αποφάσιζα ποτέ να γράψω κάτι πολυσέλιδο και ολοκληρωμένο. Το πρώτο μου ερέθισμα ήρθε με τη γέννηση του τρίτου μου παιδιού, όταν είχα μείνει άνεργη και πολλαπλώς ασχολούμενη στο σπίτι. Ένα περιπετειώδες και χιουμοριστικό παραμύθι για μεγάλα παιδιά γεννήθηκε τότε, αδημοσίευτο και χωρίς κανένα «μερεμέτι», για να θυμάμαι τις αλλαγές που γίνονται μέσα σου, καθώς γράφεις με το πέρασμα του χρόνου. Ακολούθησαν κι άλλα βέβαια σε αυτό το είδος, έχω μια αδυναμία στα παραμύθια.
Το γράψιμο είναι ανάγκη, επιθυμία, κάτι άλλο ή όλα μαζί ίσως;
Γενικά, δεν νομίζω ότι υπάρχει μία μονάχα λέξη για να το περιγράψεις. Είναι ένα συναίσθημα που σε συνεπαίρνει, και δεν έχει καμία σημασία αν έχεις εκδώσει ή όχι. Η έκδοση ενός βιβλίου είναι απλώς η τόνωση του εγωισμού ότι κάποιοι το είδαν, κάποιοι το διάβασαν, σε κάποιους άρεσε ή όχι, οι συζητήσεις που γίνονται για αυτό. Όμως τίποτε δεν συγκρίνεται με την απόλυτη στιγμή που το φτιάχνεις, που το γεννάς από το τίποτα. Δεν είναι ανάγκη, δεν είναι επιθυμία, είναι η χωρίς αύριο αποτύπωση όσων σκέφτηκες τώρα δα, η φαντασία που γίνεται πραγματικότητα. Ένα βιβλίο ανασταίνεται χωρίς καμία επιθυμία ή φιλοδοξία τη στιγμή της σύλληψης, έρχεται μόνο του και σε καλεί να το γράψεις.
Διαβάζεις τον ελεύθερο χρόνο σου και πως κρίνεις το επίπεδο των Ελλήνων συγγραφέων;
Ενημερώνομαι για τα περισσότερα βιβλία που κυκλοφορούν και επιλέγω ό,τι θεωρώ ότι μου ταιριάζει. Γενικά, δεν διαβάζω βιαστικά, είμαι ο αναγνώστης που σταματά και σκέφτεται σε αρκετά σημεία, και βέβαια ποτέ δεν αφήνω σελίδες για να δω το τέλος. Με αυτό τον τρόπο, δεν θα καταφέρω ποτέ να διαβάσω όλα όσα θα ήθελα, αλλά αυτό δεν μου προκαλεί άγχος όπως συμβαίνει σε πολλούς βιβλιοφάγους. Το βιβλίο είναι απόλαυση και όχι καταναγκασμός. Κατά τη γνώμη μου και πιστεύω ότι θα επαληθευθώ στα επόμενα χρόνια, υπάρχουν πολλοί Έλληνες συγγραφείς που γράφουν πολύ καλά και ίσως δούμε μια στροφή σύντομα στο ελληνικό βιβλίο από τους αναγνώστες. Ας μην ξεχνάμε πως ακόμα δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στο ελληνικό βιβλίο, υπάρχει ακόμα το κατάλοιπο της ξενομανίας, με οτιδήποτε μεταφρασμένο με χιλιάδες πωλήσεις παγκόσμια να γίνεται αμέσως κι εδώ ανάρπαστο. Το επίπεδο της ελληνικής λογοτεχνίας είναι πολύ ανεβασμένο, μένει μονάχα να την ξανανακαλύψουμε σαν ένα καινούργιο αυγό του Κολόμβου.
Θεωρείς πως ο Έλληνας είναι καλός αναγνώστης, διαβάζει ή όχι;
Υπήρξε μια μικρή αύξηση των αναγνωστών στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια και ίσως σε αυτό βοήθησαν τα ebooks και τα audio books. Όμως κάποιες φορές, ο Έλληνας αναγνώστης είναι λίγο επιπόλαιος, του αρέσει να διαβάζει πολλά, χωρίς στην ουσία να τα έχει διαβάσει. Και αυτό φαίνεται καθαρά στα κοινωνικά δίκτυα. Πιθανότατα είναι αυτή «η κατάρα του βιβλιοφάγου», να πρέπει να τα τελειώσει όλα, εκείνα που αγόρασε, εκείνα που δανείστηκε, εκείνα που προστίθενται στις νέες κυκλοφορίες. Η αλήθεια είναι και το αναρωτιέμαι καιρό, πως όταν θα φύγει αυτή η γενιά που διαβάζει, η επόμενη δεν ξέρω τι θα κάνει, αν θα διαβάζει και τι θα διαβάζει. Μάλλον βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι, και ο καιρός θα δείξει αν η εκπαίδευση από το ίδιο το ελληνικό σχολείο θα μας κάνει να αγαπήσουμε ή να μισήσουμε το βιβλίο ως κάτι καταναγκαστικό.
Θέλω να μου πεις με το χέρι στην καρδιά, δύο βιβλία, είτε Ελλήνων, είτε ξένων συγγραφέων, τα οποία είπες από μέσα σου «μακάρι να τα είχα γράψει εγώ».
Θα μπορούσα να γράψω ένα κατεβατό από βιβλία για τα οποία ευχήθηκα να τα είχα γράψει εγώ. Στην ουσία δεν έχει σημασία ποιος τα έγραψε, αλλά ποιος κατάφερε να εισπράξει το ανεκτίμητο νόημά τους και με ποιον τρόπο πήρε την ουσία τους και την έκανε δική του. Θα πω τυχαία, κάποια από αυτά, πηγαίνοντας χρόνια πίσω, και τα οποία τυχαίνει να είναι στην κατηγορία φαντασίας: Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος, του Άλντους Χάξλεϊ, και Η σχισμή, της Ντόρις Λέσινγκ.
Σε ποια κατηγορία θα κατέτασσες τα έργα σου και σου αρέσει αλήθεια να πειραματίζεσαι πάνω στα γραπτά σου;
Δεν ανήκουν σε μία μόνο κατηγορία. Υπάρχουν κάποια βιβλία μου που είναι παιδικά-εφηβικά, φαντασίας, ιστορικοκοινωνικά, αστυνομικά. Επειδή μου αρέσουν όλα τα είδη, καμιά φορά τα παντρεύω μεταξύ τους και κάνω μια μείξη που να θυμίζει δυστοπία και παραμύθι, με λίγη δόση χιούμορ. Ο πειραματισμός στις τεχνικές μου ίσως να ξενίζουν κάποιους που θα περίμεναν κάτι άλλο, αλλά είναι πραγματικά γοητευτικό να αντιστέκεσαι στην κοινοτοπία. Πάντως, στα περισσότερα βιβλία μου υπάρχει έντονη δράση ή ακόμα και όταν αυτή δεν υπάρχει, φαίνεται μέσα από τον πόλεμο που γίνεται στην ψυχή του ήρωα.
“Γεράκια στο κλουβί”. Μίλησε μας λίγο γι’αυτά και πες μας γιατί πρέπει να τα διαβάσουμε; Τι μήνυμα θέλουν να μας στείλουν;
Το βιβλίο Γεράκια στο Κλουβί μου έδωσε την ευκαιρία να ψάξω στην Ιστορία για ένα υπερπόντιο ταξίδι, το 1829, όταν το ιστιοφόρο Νόρφοκ μετέφερε καταδίκους από τη Μάλτα με προορισμό την Αυστραλία. Μεταξύ των επιβατών ήταν και επτά ναυτικοί καταδικασμένοι για πειρατεία, οι οποίοι είναι και οι πρώτοι Έλληνες που αποίκησαν την νέα ήπειρο. Στο μυθιστόρημα μπλέκονται αληθινά στοιχεία και μυθοπλασία, έτσι ώστε να παρακολουθήσουμε το δύσκολο αυτό ταξίδι, τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων, τις ανατροπές και τον αστάθμητο παράγοντα. Περιεκτικά, θα πω ότι το βασικό μήνυμα του βιβλίου είναι το δικαίωμα στην ελευθερία, φόρος τιμής στους πρώτους Έλληνες στην Αυστραλία. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν πολλά επίπεδα σε τούτο το βιβλίο, όμοια με τα επίπεδα ενός καραβιού, όμοια με τα επίπεδα των ανθρώπων, άρα και περισσότερα μηνύματα.
Θεωρώ πως τα τελευταία χρόνια, ζούμε την άνθηση της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας και πως οι συγγραφείς αυτού του είδους στη χώρα μας, ίσως, είναι ισάξιοι με τους αλλοδαπούς συναδέλφους σου. Συμμερίζεσαι αυτή την άποψη και πρότεινε μας δυο – τρεις τέτοιους για να τους προσέξουμε καλύτερα.
Και εγώ είμαι της ίδιας άποψης, ότι υπάρχουν πολλά και καλά ελληνικά βιβλία σε αυτό το είδος. Η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, όταν έχει γραφεί για να είναι λογοτεχνία και όχι ωμή περιγραφή εγκλημάτων, είναι και θα είναι ισάξια με άλλων χωρών, και μάλιστα αρκετές φορές διαβάζουμε βιβλία πολύ καλύτερα από κάποια πολυδιαφημιζόμενα μεταφρασμένα. Επειδή πιστεύω ότι για αυτά τα βιβλία δεν υπάρχει η δυνατότητα να ταξιδέψουν στο εξωτερικό και να διαβαστούν από περισσότερο κόσμο, όπως δεν συνέβη με κανένα είδος λογοτεχνίας από τη χώρα μας, τουλάχιστον ας τους στηρίξουμε εμείς εγχώρια. Μπορώ να αναφέρω πολλούς συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας με μεγάλο ταλέντο, κινδυνεύοντας να θεωρηθώ ότι τους διαφημίζω, γιατί ίσως υπάρχουν και άλλοι καλύτεροι που δεν τους έχω διαβάσει. Προτείνω από τους νεότερους, γιατί τους παλαιότερους τους γνωρίζουμε, συγγραφείς όπως τον Βασίλη Δανέλλη, τον Νεοκλή Γαλανόπουλο, τον Λευτέρη Μπούρο, τον Κώστα Μουζουράκη.
Σε παρακολουθώ στα social media και παρατηρώ ότι είσαι μια δραστήρια γυναίκα με έντονη κοινωνική δράση. Θέλεις να μας πεις δυο λόγια γι’αυτό;
Οι δραστηριότητές μου που έχουν να κάνουν με το βιβλίο είναι φυσικό επακόλουθο όταν είσαι συγγραφέας. Όταν αγαπάς αυτό που κάνεις, η μία δράση φέρνει την άλλη. Ξεκίνησα με τις ομάδες ανάγνωσης με δια ζώσης συζητήσεις για συγκεκριμένο βιβλίο, εκδηλώσεις προς τιμήν κάποιου συγγραφέα ζώντα ή μη, γραμματεία στην Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας, δημιουργία και διαχείριση της βιβλιοομάδας στο διαδίκτυο Φίλοι Αστυνομικής Λογοτεχνίας, ζωντανές παρουσιάσεις βιβλίων φίλων συγγραφέων. Και τώρα πρόσφατα είχαμε και τη δημιουργία της δανειστικής βιβλιοθήκης στον ποδηλατόδρομο Σκουφά Πετρούπολης με ιδιωτική πρωτοβουλία. Ελπίζω, τουλάχιστον με την τελευταία δράση να έχουμε καλά αποτελέσματα, με κόσμο που ενδιαφέρεται και θέλει να στηρίξει το βιβλίο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν περιμένουμε και την αποτυχία, αφού βασιζόμαστε στην καλή πίστη και τη σωστή συμπεριφορά των αναγνωστών που προμηθεύονται τα βιβλία. Περιμένω ότι θα περάσω το μήνυμα ότι το βιβλίο είναι για όλους μας, το δανειζόμαστε και δεν το κρατάμε για τον εαυτό μας, το μοιραζόμαστε με άλλους.
Ένας συγγραφέας, έχει δικαίωμα να παίρνει θέση κατά τη γνώμη σου σε φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας μέσω των κοινωνικών δικτύων ή πρέπει να αρκείται στα όσα μηνύματα περνάει μέσα από τα βιβλία του;
Δεν είναι ζήτημα δικαιώματος, αλλά ζήτημα πολιτισμού. Θα πρότεινα για έναν συγγραφέα να περνά τα μηνύματα με διαφορετικό τρόπο, αυτόν που ξέρει μέσα από την τέχνη του. Αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας στο «κοινωνικό καφενείο» καταντά ένα λαϊκό δικαστήριο με ανεξέλεγκτους μαινόμενους ανθρώπους. Δεν νομίζω ότι τέτοιου είδους συζητήσεις πρέπει να γίνονται δημόσια και να καταγράφονται μάλιστα στα πρακτικά των κοινωνικών δικτύων.
Τελικά, τα social media, είναι ευχή ή κατάρα για έναν συγγραφέα θεωρείς;
Μάλλον είναι μαχαίρι δίκοπο. Από τη μια τα social media λειτουργούν διαφημιστικά ώστε κάποιος συγγραφέας να γίνεται αναγνωρίσιμος, αλλά από την άλλη πέφτουν οι μάσκες. Είναι σαν να παρακολουθείς κάποιον με τις πιζάμες και τις παντόφλες του στο σπίτι. Τα social περικλείουν αυτή την παγίδα: της απελευθέρωσης του εαυτού μας. Νομίζουμε ότι μπορούμε να τα πούμε όλα, τα κρυφά και τα φανερά μας, σαν να μιλάμε σε ένα φιλαράκι μας. Δεν είναι έτσι όμως. Μιλάμε σε όλους, μας βλέπουν και μας ακούν όλοι. Δεν είναι τυχαίο ότι κάποιοι ονομάζουν τα social Μεγάλο Αδερφό. Είναι ο Μεγάλος Αδερφός και μάλιστα τον αγαπάμε πολύ, δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτόν. Με τη διαφορά ότι δεν είμαστε όλοι αδέρφια, ούτε καν με τον μεγάλο.
Ποια η άποψη σου αναφορικά με το ηλεκτρονικό βιβλίο; Θεωρείς ότι έχει θέση στη χώρα μας; Είναι εχθρός του βιβλίου στη συμβατική του μορφή ή μπορούν να συνυπάρξουν;
Προσωπικά, αγαπώ τα έντυπα βιβλία, είναι κάτι απτό, κάτι «ζωντανό». Περί ορέξεως λοιπόν είναι το θέμα, και μάλλον εγώ ανήκω στην κατηγορία των τελευταίων ρομαντικών. Πάντως πιστεύω ότι για ένα χρονικό διάστημα θα μπορέσουν να συνυπάρξουν και στις δύο μορφές τα βιβλία, έντυπα και ηλεκτρονικά, αλλά στο μέλλον θα επικρατήσει η ηλεκτρονική μορφή, όπως ακριβώς συνέβη με τις εφημερίδες που είδαν τις πωλήσεις τους να πέφτουν κατακόρυφα, αρκετές μάλιστα από αυτές διαβάζονται πια μόνο στο διαδίκτυο. Οι καιροί αλλάζουν. Παλιότερα είχαμε τις φωτογραφίες μας τυπωμένες και ταξινομημένες σε άλμπουμ, χειροπιαστές. Μάλλον σβήνει το παρελθόν, ξεθωριάζει όπως και οι φωτογραφίες αυτές. Πιστεύω ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο στην επόμενη γενιά θα εκτοπίσει το χάρτινο, αλλά εξίσου εύκολα μπορεί να χαθεί κι εκείνο με ένα απλό delete ή με ένα copy όπου αν χαθεί έστω και μία του λέξη είναι κάτι χειρότερο κι από μία πυρκαγιά.
Κλείνοντας, αφού σε ευχαριστήσω για άλλη μια φορά, θέλω να μου περιγράψεις με μια λέξη την Κωνσταντίνα Μόσχου.
Κι εγώ θέλω να σε ευχαριστήσω για την όμορφη συζήτησή μας, που με έβαλε σε σκέψεις. Και να προσθέσω πως είναι μάλλον δύσκολο να ζητάς από έναν συγγραφέα να λακωνίζει με μία μονάχα λέξη. Θα πω λοιπόν το αρχικό του μικρού μου ονόματος: Κάππα. Στην καθομιλουμένη των νέων η λέξη κάππα σημαίνει κάνω πλάκα – just kidding. Και αυτό γιατί τη ζωή δεν πρέπει να την παίρνει κανείς στα σοβαρά. Λίγες στιγμές αναπνοής είναι. Ας τις ζήσουμε με χαμόγελο.