Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος, Συγγραφέας
Θα το θεωρούσα τουλάχιστον ιεροσυλία και δείγμα άφατης έπαρσης να μπω στη διαδικασία σύγκρισης δυο τόσο σημαντικών λογοτεχνών. Δεν είναι, λοιπόν, αυτός ο σκοπός του κειμένου. Μάλλον αποτελεί, μια επιθυμία να καταγραφούν εν συντομία τα στοιχεία που τους κάνουν τόσο ξεχωριστούς στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού, κι όχι μόνο.
Ο Καζαντζάκης εκφράζει στον απόλυτο βαθμό τον ιδεαλισμό, τον υψηλό σκοπό της ζωής, τον αιώνιο αγώνα ψυχής και σώματος, ενστίκτων και συνείδησης, σε μια διαδρομή με προορισμό την ελπίδα της ολοκλήρωσης του ατόμου. Πιο Χριστιανός από τους χριστιανούς. Πιο “Άθεος” από τους άθεους, Πιο Άνθρωπος από τους ανθρώπους. Πιο Θεός από τους θεούς,
Ο Καραγάτσης αποτυπώνει με σχεδόν κυνική πιστότητα την σκληρή πραγματικότητα. Δεν αναζητεί σκοπούς και νοήματα πίσω από τις πράξεις. Καταγράφει την αλήθεια και το ψέμα, την ωμότητα και την αφέλεια, τον έρωτα και τα, κάθε λοής, πάθη. Δεν κρίνει ευθέως. Δεν κατακρίνει. Δεν λογοκρίνει. Παρουσιάζει την εικόνα με όλα της χρώματα. Έναν πολύχρωμο πίνακα, ίσως όχι πάντα ο πιο καλαίσθητος αλλά σίγουρα το πιο καθαρό ίχνος μια ζωής που φθείρεται ανάμεσα στην υγεία και τη σήψη.
Αν θέλαμε να μείνουμε στους τύπους και τις εύκολες αλλά αφόρητα άδικες κατηγοριοποιήσεις, ο Καζαντζάκης αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο που βρίσκεται στη φάση της αναγνώρισης του σωστού και του λάθους και οδεύει προς την αναζήτηση της θέωσης. Ο Καραγάτσης στέκεται ακόμη μέσα στο πλήθος, ξετυλίγει ιστορίες κι αφήνει μια κραυγή απελπισίας για τον βίο μας. Αυτή την κραυγή παίρνει ο Καζαντζάκης και την μετουσιώνει σε ιεροτελεστία εξαγνισμού.
Δυο όψεις ενός κοινού υπαρξιακού νομίσματος. Ο ταλαιπωρημένος οδοιπόρος του Καραγάτση στέκεται στην άκρη του λιμανιού δίχως προσμονή και απαντήσεις. Ο Καζαντζάκης έρχεται ως βαρκάρης της ελπίδας να απλώσει το χέρι για να δώσει καινούριο νόημα στο ταξίδι, να σαλπάρει μαζί με τον καταπονημένο προς τον προσωπικό του Παράδεισο.