/Καντίνσκι: Πραγματική τέχνη είναι μόνο η αφαίρεση

Καντίνσκι: Πραγματική τέχνη είναι μόνο η αφαίρεση

«Στην τέχνη δεν υπάρχει ”πρέπει” διότι η Τέχνη είναι ελεύθερη. Ο καλλιτέχνης όμως πρέπει να δημιουργεί, όχι μόνον ό,τι βλέπει αλλά κι ό,τι διαθέτει στην ψυχή του. Όσο πιο ξέφρενος γίνεται ο κόσμος, τόσο πιο αφηρημένη θα γίνεται η ζωγραφική»

O Ρώσος ζωγράφος και θεωρητικός της τέχνης, Βασίλι Καντίνσκι, γεννήθηκε στη Μόσχα στις 16 Δεκέμβρη του 1866 και έφυγε από τη ζωή στις 13 του ίδιου μήνα, το 1944. Αν και πέρασε μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής του πορείας γνωρίζοντας την αμφισβήτηση έως και την εχθρότητα των συναδέλφων του, κατάφερε να αφήσει ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στην Ιστορία της Τέχνης, εισάγοντας μια νέα αντίληψη για τη ζωγραφική και λειτουργώντας ως ένας από τους πρωτοπόρους και πνευματικούς καθοδηγητές αυτού που σήμερα αναγνωρίζουμε ως αφηρημένη τέχνη.

Οι ιδέες του θεωρήθηκαν αρκετά προχωρημένες για την εποχή και για το λόγο αυτό αντιμετωπίστηκαν με έντονο προβληματισμό, ακόμα και δυσφορία. Ο ίδιος δεν αρκέστηκε μόνο στην «παραγωγή ζωγραφικής», αλλά υποστήριξε και θεωρητικά τις επιλογές του στο μνημειώδες έργο του «Για το πνευματικό στην τέχνη».

Ένας δικός του πίνακας, τοποθετημένος ανάποδα στο καβαλέτο, τον έκανε να συνειδητοποιήσει το πραγματικό ”πεπρωμένο” της ζωγραφικής. Ο Καντίνσκι δεν θυμόταν να έχει ζωγραφίσει τον συγκεκριμένο πίνακα, πιθανώς γιατί το τελικό αποτέλεσμα δεν τον είχε ενθουσιάσει. Η λάθος τοποθέτησή του στο καβαλέτο, όχι απλά του κέντρισε το ενδιαφέρον, αλλά έδωσε και νέο νόημα στην τέχνη του: η ζωγραφική αυτο-ακρωτηριάζεται όταν απλώς αναπαριστά τη φυσική πραγματικότητα. Σκοπός του πλέον, η πνευματικοποίηση της ζωγραφικής.

Τα σχήματα και τα χρώματα αρκούν, έτσι ώστε αφενός ο ζωγράφος να εκφραστεί και αφετέρου ο θεατής να αναβαθμιστεί από παθητικός δέκτης ρεαλιστικών εικόνων σε υποκείμενο που σκέφτεται, ερμηνεύει και εξερευνά τις αλληγορικές και σημειολογικές διαστάσεις της φυσικής πραγματικότητας. Για τον Καντίνσκι, η αναπαράσταση όφειλε να ριχτεί στην πυρά και μέσα από τις στάχτες της να αναδυθεί η αφαίρεση.

«Πιστεύω πως, η φιλοσοφία του μέλλοντος εκτός από την ουσία των πραγμάτων, θα μελετά με ιδιαίτερη προσοχή και το πνεύμα τους. Τότε θα δημιουργηθεί και η ατμόσφαιρα που θα κάνει όλους τους ανθρώπους να νιώθουν το πνεύμα των πραγμάτων… και με την νέα αυτή ικανότητα, που θα είναι σημάδι του «πνεύματος» θα γεννηθεί η απόλαυση στην Αφηρημένη, την Απόλυτη δηλαδή Τέχνη.»

Είναι σημαντικό να αναφερθεί, πως ένας από τους επιδραστικότερους παράγοντες για τη μετάβαση του Καντίνσκι από την ημι-αναπαράσταση των πρώτων έργων του στην αφαίρεση των επόμενων, ήταν η… μουσική. Η όπερα Λόενγκριν του Βάγκνερ, την οποία και παρακολούθησε στο Βασιλικό Θέατρο της Μόσχας, θα τον επηρεάσει ριζικά καθώς ήταν μάλλον η στιγμή που ο Ρώσος ζωγράφος συνειδητοποιούσε πως ακούει χρώματα και βλέπει ήχους…

«Τα βιολιά, οι χαμηλές νότες του βαθύφωνου και κυρίως τα πνευστά, ενσάρκωναν συμπυκνωμένη την ώρα του δειλινού, για μένα τότε. Είδα όλα τα χρώματα που είχα στο νου μου. Άγριες, παράφορες γραμμές διαγράφονταν. Συνειδητοποίησα ότι η τέχνη είναι γενικά πιο δυνατή απ’ ό,τι νόμιζα και ακόμα πως η ζωγραφική μπορεί να αποκτήσει τόση δύναμη όση και η μουσική»

Ταυτόχρονα η «αυτονομία» της μουσικής τον μάγεψε και τον ενέπνευσε να επιχειρήσει το μεγάλο άλμα που θα χάριζε στη ζωγραφική τη δική της αυτονομία.

«Η μουσική δεν είναι υποχρεωμένη να περιγράφει την εξωτερική πραγματικότητα και όπως το μουσικό έργο βασίζεται στο ρυθμό και το τονικό ύψος των ήχων, έτσι και η ζωγραφική θα έπρεπε να περιοριστεί στα απόλυτα αληθινά της στοιχεία: το σχέδιο και το χρώμα»

Μάλιστα, θεωρείται πως ο Καντίνσκι ενδεχομένως να ήταν συναισθητικός, να βίωνε δηλαδή το νευρολογικό φαινόμενο που «αναμιγνύει» τις αισθήσεις, τη λεγόμενη συναισθησία.

Ίσως για αυτό, στο καλλιτεχνικό του μανιφέστο «Για το πνευματικό στην τέχνη» ορίζει τις ιδιότητες των χρωμάτων και της γεωμετρίας με την ευχέρεια και την ακρίβεια ενός εγκεφάλου που είναι βιολογικά ρυθμισμένος στο να κατανοεί την ένταση, την κίνηση και τον συμβολισμό που αυτά δημιουργούν.

Για τον Καντίνσκι το κόκκινο είναι ζεστό δίχως όρια, μπορεί ωστόσο να πάρει διαφορετικές αποχρώσεις και να επενεργήσει με εντελώς διαφορετικούς τρόπους στον ψυχισμό. Έχει ζωντάνια, ζωηράδα και ενέργεια χωρίς ωστόσο την επιπολαιότητα του κίτρινου.

Το κίτρινο κινείται έξω από τα όρια και διαχέεται στο περιβάλλον. Διεγείρει και μαγνητίζει το ενδιαφέρον σε βαθμό που μπορεί να γίνει έως και ενοχλητικό. Το μπλε εμβαθύνει και ηρεμεί. Όταν σκουραίνει θυμίζει μια μη ανθρώπινη θλίψη και όταν ανοίγει γίνεται απόμακρο όπως ο ουρανός.

Το μαύρο δεν έχει ήχο για αυτό και τα χρώματα δίπλα του αποκτούν ένταση, ενώ το λευκό δεν έχει χρώμα, συμβολίζοντας την απόλυτη σιωπή. Μια σιωπή όμως με απεριόριστες δυνατότητες. Είναι το τίποτα που προϋπάρχει της αρχής και όχι το τίποτα που σηματοδοτεί το τέλος, όπως το μαύρο.

Το γκρι είναι άηχο και ακίνητο που όταν σκουραίνει σε πνίγει και όταν ανοίγει δημιουργεί μια μικρή ελπίδα. Το μωβ απομακρύνεται από τον άνθρωπο και το πράσινο απαλύνει τις κουρασμένες ψυχές, ακίνητο και ευχαριστημένο με τον εαυτό του, κλειστό προς όλες τις κατευθύνσεις, μια χοντρή, υγιέστατη, ξαπλωμένη αγελάδα, η οποία παρατηρεί τον κόσμο με ηλίθιο, απαθές βλέμμα: Το χρώμα του καλοκαιριού και της ανάπαυσης μετά την θυελλώδη άνοιξη. Ειδικά η παρομοίωση του πράσινου με την αγελάδα μοιάζει με τυπικό δείγμα συναισθητικού.

Με παρόμοιο τρόπο όρισε τις συνέπειες της γεωμετρίας στην τέχνη. Το σημείο είναι μια αόρατη ύπαρξη για αυτό και βρήκε την υλική του μορφή πρώτα στη γραφή, συμβολίζοντας τη σιωπή (τελεία). Η γραμμή έχει κίνηση και διάρκεια, συμβολίζοντας το χρόνο. Η ορθή γωνία είναι ψυχρή και αντικειμενική, ενώ ο κύκλος κρύβει την ίδια εσωτερικότητα με την αμβλεία γωνία, ενσαρκώνοντας την απόλυτη ηρεμία.

«Ο ιδιοκτήτης της γκαλερί παραπονιόταν ότι μετά το τέλος των επισκέψεων, έπρεπε να στεγνώσει τους πίνακες από τις φτυσιές του κοινού. Θα πρέπει να πούμε ότι αυτό το ναρκωμένο κοινό είχε τύχει καλής ανατροφής.

Μπορεί να έφτυνε, αλλά δεν έσκιζε τους πίνακες, όπως μας συνέβη σε μια άλλη πόλη κατά τη διάρκεια της έκθεσης. […]  Ρωτούσαν: «Έχετε δει μπλε άλογα;» Αρκετά σπάνια μια καλή φωνή τους απαντούσε σιγανά, διστακτικά: «Μα… μερικές φορές, το βράδυ, την ώρα που έχει δύσει ο ήλιος, τα μαύρα άλογα φαίνονται μπλε». […] Οι καιροί ήταν δύσκολοι, αλλά ηρωικοί. Εμείς ζωγραφίζαμε, το κοινό έφτυνε»

Ο Καντίνσκι πάντως δεν σκόπευε να «κάνει πίσω», πιστός στην ιδέα του περί «πνευματικού τριγώνου». Στην κορυφή του οξυγώνιου και ανισόπλευρου τριγώνου θεωρούσε πως συχνά βρίσκεται ένας μόνο άνθρωπος που δεν γίνεται κατανοητός, με αποτέλεσμα να αποκαλείται απατεώνας ή τρελός. Οι καλλιτέχνες βρίσκονται σε όλα τα σημεία του τριγώνου. Όσοι μπορούν να δουν πέρα από τα όρια του σημείου που βρίσκονται, μοιάζουν με προφήτες που και πάλι αδυνατούν να γίνουν κατανοητοί. Όσοι δεν έχουν αυτή την προφητική ικανότητα, γίνονται καλύτερα κατανοητοί και δοξάζονται.

Μάλιστα, θεωρούσε την τέχνη της εποχής του καθαρά υλιστική και συνεπώς «άψυχη». Πίστευε, ωστόσο, ότι παρόλο που το πνευματικό τρίγωνο μοιάζει υπό αυτές τις συνθήκες να κινείται προς τα πίσω, στην πραγματικότητα διακρίνεται από μια έμφυτη τάση να προχωρά μπροστά. Αυτό γιατί η πνευματική καμπή κάποτε γίνεται αισθητή από όλους και έτσι η ασφάλεια της τέχνης του χθες εγκαταλείπεται. Αυτή η μεγάλη αλλαγή, θεωρούσε πως επίσης γίνεται αντιληπτή από όλους, καθώς διαχέεται σε όλα τα σημεία του τριγώνου. Μοιραία, η τέχνη βρίσκει τον δρόμο της, μιας και πρωταρχικός σκοπός της είναι η αφύπνιση της ψυχής.

«Οι συμμαθητές μου με θεωρούσαν τεμπέλη και ατάλαντο, πράγμα που συχνά με πλήγωνε βαθιά, αφού εγώ μέσα μου ένοιωθα καθαρά την αγάπη μου για τη δουλειά, την επιμέλεια και το ταλέντο μου. Τελικά απομονώθηκα και σε αυτό το περιβάλλον, ένιωθα ξένος και κλεινόμουν με όλο και μεγαλύτερη ένταση στις επιθυμίες μου»

Για τον Καντίνσκι, κάθε έργο τέχνης είναι παιδί της εποχής του και ίσως για αυτό τα δικά του έργα να έμειναν στην σχετική αφάνεια, αφού η εποχή στην οποία έζησε μόνο ευνοϊκή δε ήταν για εκείνον. Η επανάσταση στην πατρίδα του έφερε μαζί της και τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, με αποτέλεσμα ο ίδιος να μοιάζει παράταιρος και σταδιακά να εκτοπιστεί. Τότε, αποφάσισε να στραφεί στην Γερμανία όπου η ζωγραφική ανθούσε, όμως οι συντηρητικοί κύκλοι θα τον αποκυρήξουν. Αργότερα, η άνοδος και επικράτηση του ναζισμού θα αποτελέσει το τελειωτικό χτύπημα με δεκάδες έργα του να καταστρέφονται και τον ίδιο να καταφεύγει στη Γαλλία, όπου και θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του.

Μέσα σε όλες αυτές τις αντιξοότητες όμως, συνέχιζε να βλέπει φως. Η ψυχή μας, έλεγε, «ύστερα από τη μακρόχρονη παραμονή της στην υλιστική περίοδο, βρίσκεται μόλις στην αρχή της αφύπνισης της και προσπαθεί απελπισμένα να ξεφύγει από τον εφιάλτη των ματεριαλιστικών αντιλήψεων, του δίχως στόχο και δίχως σκοπό. Μονάχα μια υποψία φωτός αχνοφαίνεται σε έναν τεράστιο κύκλο του μαύρου.

Το φως είναι το όνειρο και ο κύκλος του μαύρου η πραγματικότητα.

Η χρόνια υλιστική καταπίεση της ψυχής μας, είναι αυτό που την διακρίνει από την ψυχή των πρωτογόνων, κατά συνέπεια η ροπή της μοντέρνας τέχνης στον πρωτογονισμό, δεν μπορεί παρά να είναι σύντομης διάρκειας. Μόλις η ψυχή μας, μέσα από σκληρό αγώνα, ξεφύγει από τα δεσμά του υλισμού, τότε η τέχνη θα εγκαταλείψει τα πιο ανεπεξέργαστα συναισθήματα (φόβος, χαρά, λύπη) και θα στοχεύσει στην αφύπνιση πιο εκλεπτυσμένων ψυχικών διεγέρσεων, που δεν είναι δυνατόν να γίνουν νοητές με λόγια»

Με πληροφορίες από:
Wikipedia
wassilykandinsky.net
Κακαρώνη Βασιλική «Το καλλιτεχνικό και φιλοσοφικό έργο του Βασίλι Καντίνσκι»

radionebula