Γράφει η Λευκοθέα Μαρία Γκολγκάκη, συγγραφέας
«Χρειάζονται λιγότερο από δέκα λεπτά
σε έναν πόλεμο για να χάσεις τη ψυχή σου.
Χρειάζονται δέκα χρόνια και παραπάνω για να την
ξαναβρείς και να την πάρεις πίσω, ακόμη
και όταν θα έχει αποκατασταθεί η ειρήνη.»
Συντροφεύει κάτι το καθοριστικό, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, την πορεία μας ακόμη και μέσα από τις καθημερινές περιστάσεις και δεν είναι άλλο από την αναζήτηση της ειρήνης. Αυτή η επίμονη προσπάθεια αιώνων που κρύβει μέσα της οδύνη μαζί και ηδονή. Πότε μοιάζει με νηνεμία όπου ο πόνος είναι σχεδόν ακίνητος και άλλοτε ξεγλιστρά μέσα από τα χέρια μας ίσα για να δηλώσει πως είναι μια ακριβοθυγατέρα που επιτρέπει μονάχα στους άξιους να τη ζυγώσουν. Εν τούτοις, ήταν και θα είναι το βασικό μέσο για να διατηρηθούμε στη ζωή, μια συνειδητοποίηση που γίνεται όλο και περισσότερο αναγκαία για το σύγχρονο άνθρωπο.
Ο πόλεμος κρύβει μέσα του τη Χίμαιρα, την οριστική αποτυχία, πράγμα που το γνωρίζουν καλά ακόμη και αυτοί που τον θεωρούν ως μοναδική διέξοδο.
Αναγνωρίζουμε σε αυτόν το νομοτελειακό αναπότρεπτο όμως συνεχίζουμε να παίζουμε το παιχνίδι του ακόμη κι αν αποδοκιμάζουμε τους κανόνες του, όποιους κι αν έχει. Γιατί όσο θεμελιωμένοι και αν είναι στη λογική, οι αισθήσεις και το συναίσθημα διαμορφώνουν ένα διαφορετικό συλλογισμό, ασύμβατο με τις αρχές του πολέμου. Το ασύμμετρο ανάμεσα στη δίψα για ζωή και στη διακοπή της είναι τεράστιο και αυτή η δυσαρμονία, αυτή η δυσάρεστη αντίθεση, θα τρώει την ψυχή μας.
Η επίλυση των διαφορών που έχουν τα κράτη μεταξύ τους χωρίς τη χρήση όπλων τείνει να γίνει ουτοπία. Συνεπώς η ειρήνη, πόσο μάλλον η παγίωση της, ποτέ δεν πρέπει να θεωρηθεί αυτονόητη. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία πριν λίγες μέρες, σε πρώτη φάση ριχτήκανε ειδήμονες και μη να αναλύσουν την στάση αυτή του Πούτιν. Και αφού το ζήτημα εξετάστηκε από όλες του τις πλευρές και με κάθε λεπτομέρεια ήρθε η δεύτερη φάση κι αν δεν ήρθε ακόμη κοντοζυγώνει. Η επίρριψη ευθυνών όχι μόνο στο πρόσωπο του δράστη αλλά και των ηθικών αυτουργών.
Υπάρχει κάτι σε αυτόν τον πόλεμο που μας ταράζει, αλίμονο αν δεν ήταν έτσι.
Δεν είναι μονάχα η θύμηση του δικού μας αλλοτινού ξεριζωμού, δεν είναι ο θάνατος καθαυτός. Με αυτόν ζούμε κάθε μέρα, έχουμε εξοικειωθεί με την αναίδεια του να χτυπάει την πόρτα απρόσκλητος. Κάτι ακαθόριστο, που προμηνύει λερωμένη με αίμα βροχή, έχει στήσει καρτέρι. Κι εμείς, που νιώθουμε οικείο αυτό το αίμα, ρεκάζουμε σαν τον έκπτωτο άγγελο τη στιγμή που του ξεριζώνουν τα φτερά. Από αυτό να ξεφύγουμε δεν υπάρχει τρόπος.
Σε έναν πόλεμο πάντα θα χάνει ο άνθρωπος και αυτό τον κάνει αβάσταχτο. Εκεί που το πεδίο της μάχης γίνεται πεδίο ανυποληψίας, εκεί που γίνεται έκπτωση κάθε τι ωφέλιμου από πνευματική και ηθική άποψη, σε αυτό ακριβώς το σημείο η ήττα είναι αδιαμφισβήτητη. Την ταραγμένη μας συνείδηση θα τη διαδεχθεί η παράδοση σε όσα ορίζουν τα κράτη-απομιμήσεις πυλώνων αξιών, ώσπου, ο προβληματισμός για την ορθότητα αυτών να μας δραστηριοποιήσει εκ νέου. Έτσι, κάπως λαδώνεται ο τροχός.
Η σύγκρουση προκύπτει όταν η επιθυμία για ειρήνη παύει να συνάδει με τις ψευτοανταρσίες, που το μόνο που εξυπηρετούν είναι να καθησυχάσουμε τη συνείδηση μας πως τάχαμου δεν συναινέσαμε αλλά προβάλλαμε βέτο. «Αναγκαστικά, όσο μοιράζεις τον εαυτό σου σε δυο κομμάτια, θα χάνεις και στα δύο», λέει ο Επίκτητος. Ο κόσμος είναι γεμάτος καταιγίδες και τα ηθικά μας φρονήματα τσουρουφλισμένα από τους κεραυνούς. Ανέτειλε πλέον η εποχή που η ορμή του ανέμου σκορπίζει εδώ κι εκεί, την πίστη για όσα αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να παλέψουμε. Όμως, ο σκοπός παραμένει και πρακτικά αναγκαίος. Και δεν είναι άλλος από την ειρήνη.