/Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: Μια σκοτεινή ιδιοφυία

Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: Μια σκοτεινή ιδιοφυία

Λένε ότι οι πραγματικά μεγάλοι καλλιτέχνες, είναι αυτοί που παλεύουν με τους περισσότερους προσωπικούς δαίμονες. Από τον Βαν Γκογκ και τον Χέμινγουεϊ ως τον Όργουελ και τον Μπράντο, δεκάδες δημιουργοί που άφησαν το ανεξίτηλο προσωπικό τους στίγμα στις τέχνες ήταν άνθρωποι βασανισμένοι, αυτοκαταστροφικοί και βαθιά προβληματικοί. Η καλλιτεχνική δημιουργία ήταν περισσότερο νομοτελειακή ανάγκη προσωπικής διαφυγής, παρά τρόπος έκφρασης…

Ο κορυφαίος σουηδός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και συγγραφέας, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ήταν η προσωποποίηση του βασανισμένου δημιουργού. Τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του, μετά την εθελουσία “έξοδό” του από την ενεργό σκηνοθεσία με το αριστουργηματικό και άκρως αυτοβιογραφικό “Φάνι Και Αλέξανδρος”, ζούσε σαν ερημίτης, αποκλεισμένος στο σπίτι του, με ελάχιστες, επιλεκτικές επαφές με κάποιους συνεργάτες του (όπως η “μούσα” του, Λιβ Ούλμαν).

Αλλά και στη διάρκεια της μεγάλης καριέρας του, που περιλαμβάνει πάνω από 50 ταινίες απλωμένες σε τέσσερις δεκαετίες, ο Μπέργκμαν ήταν πάντα δέσμιος των προσωπικών του δαιμόνων, ένα δείγμα των οποίων αποτύπωσε σε αριστουργηματικές ταινίες του, όπως η “Έβδομη Σφραγίδα”, “Σκηνές Από Ένα Γάμο”, “Άγριες Φράουλες” και “Saraband”. Η γέννηση, το σεξ και ο θάνατος ήταν οι τρεις σταθερές εμμονές του, παρούσες με διάφορες μορφές σε όλη τη φιλμογραφία του. Καθόλου τυχαίο, καθώς πρόκειται για τις, κατά τους φιλοσόφους, τρεις σταθερές της ανθρώπινης ύπαρξης…

Γιος Λουθηρανού ιερέα και νοικοκυράς, ο Μπέργκμαν γεννήθηκε στην Ουψάλα και μεγάλωσε σε ένα υπερβολικά αυστηρό αστικό περιβάλλον με τα δύο αδέρφια του. Στην αυτοβιογραφία του “Ο Μαγικός Φανός”, περιγράφει με γλαφυρότητα τα σκληρά προεφηβικά του χρόνια και θυμάται με τρόμο πειθαρχικές κυρώσεις από τους γονείς του, όπως τον τρόμο που αισθάνθηκε κλειδωμένος σε μια ντουλάπα, ή την ταπείνωση όταν του επέβαλαν να φορέσει φούστα ως τιμωρία επειδή κατουρήθηκε στον ύπνο του. Στα 19 του έκοψε κάθε επαφή με τους γονείς του και οι σχέσεις του μαζί τους δεν επουλώθηκαν ποτέ.

Η μοναδική διέξοδός του από το ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον, ήταν η φαντασία. Έπλαθε το δικό του φανταστικό κόσμο και ζούσε σε αυτόν, μέχρι που είδε την πρώτη του κινηματογραφική ταινία και ανακάλυψε με συγκίνηση, ότι μπορούσε να διοχετεύσει τις φαντασιώσεις του στο πανί. “Εξήντα χρόνια αργότερα, τίποτε δεν έχει αλλάξει ο πυρετός που με πιάνει όταν βλέπω σινεμά είναι ίδιος και απαράλλαχτος”, θα εξομολογηθεί στην αυτοβιογραφία του. Η εμμονή του με τη μεγάλη οθόνη, όμως, είχε το τίμημά της. Του πήρε πολλά χρόνια να ξεχωρίσει τις κινηματογραφικές του φαντασιώσεις από την πραγματικότητα και πολύ συχνά περιέγραφε τη ζωή του σαν μια διαρκή μάχη με τους δαίμονές του.

Αυτή η διαρκής διαμάχη έμελλε να μετουσιωθεί στην τέχνη του. Στο σκοτεινό “Κραυγές Και Ψίθυροι”, η ετοιμοθάνατη γυναίκα κραυγάζει γοερά: “είμαι νεκρή, αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω”. Στην “Ώρα Του Λύκου”, ένας βασανισμένος από εφιαλτικά οράματα καλλιτέχνης βρίσκεται αντιμέτωπος με πραγματικούς δαίμονες σε ένα απομακρυσμένο νησί. Σε μια από τις αξέχαστες σκηνές ανθολογίας της αριστουργηματικής “Έβδομης Σφραγίδας”, ο πρωταγωνιστής παίζει τη ζωή του σε μια παρτίδα σκάκι με τον ίδιο το Χάρο!

Όσοι τον γνώριζαν προσωπικά, πίστευαν ότι έπασχε από χρόνια κατάθλιψη, γεγονός που ερμηνεύει τα σκοτεινά και βασανιστικά αργά πλάνα των ασπρόμαυρων ταινιών του στις δεκαετίες του ’40 και του ’50. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μετά από μια άδικη αγωγή εναντίον του από το Σουηδικό κράτος για φοροδιαφυγή, αυτοεξορίστηκε στη Γερμανία, νοσηλευόμενος για οξεία νευρική κρίση. Παρότι επέστρεψε στην πατρίδα του εννέα χρόνια αργότερα, πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν θεραπεύθηκε ποτέ. Κλείστηκε στον εαυτό του, έγινε απρόσιτος για τα media και από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 παρέμεινε έγκλειστος στο σπίτι του, αρνούμενος να ταξιδέψει ακόμη και για να παραλάβει βραβεία για την προσφορά του στον κινηματογράφο. Μοναδικές εξαιρέσεις στην αυτοεξορία του, οι σκηνοθετικές του επιμέλειες σε θεατρικές παραστάσεις και τηλεταινίες. Ο Μπέργκμαν παρέμεινε καλλιτεχνικά ενεργός μέσα από την απομόνωσή του μέχρι το τέλος, αρνούμενος, όμως, πεισματικά να σκηνοθετήσει για τον κινηματογράφο.

Σε κάποια διαλείμματα αισιοδοξίας, μας πρόσφερε γεύσεις της πιο ελαφριάς, χιουμοριστικής του πλευράς, με ταινίες όπως τα “Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νυκτός”, μια κωμωδία σεξουαλικών ηθών, ή ο “Μαγικός Αυλός”, μια ελαφριά μεταφορά της όπερας του Μότσαρτ. Αλλά ο μεγαλύτερος όγκος της δουλειάς του παρέμεινε στιγματισμένος από τις προσωπικές του εμμονές. Στην “Περσόνα” διηγείται την ιστορία δύο γυναικών, μιας ηθοποιού και μιας νοσοκόμας, οι προσωπικότητες των οποίων δείχνουν να συγκλίνουν σε σημείο κλινικής ταύτισης. Στη “Φθινοπωρινή Σονάτα” γοητεύεται από τη ζωή μιας πιανίστριας που αντιμετωπίζει τα προσωπικά δράματα των δύο θυγατέρων της, η μία εκ των οποίων είναι διανοητικά καθυστερημένη και η άλλη θρηνεί τον πνιγμό της κόρης της.

Ο θάνατος του 89χρονου Μπέργκμαν σηματοδοτεί το τέλος εποχής για το “σινεμά των δημιουργών”. Ο Σουηδός μετρ της ψυχανάλυσης και του εσωτερικού δράματος ήταν ο τελευταίος της γενιάς των μεγάλων ευρωπαίων δημιουργών (Χίτσκοκ, Γκοντάρ, Φασμπίντερ) και επηρέασε σχεδόν όλους τους σύγχρονους σκηνοθέτες με έντονο προσωπικό στίγμα. Ο Γούντι Άλεν τον έχει χαρακτηρίσει το μεγαλύτερο σκηνοθέτη στην ιστορία του κινηματογράφου και οι αναφορές του στο έργο του σε ταινίες όπως “Ο Νευρικός Εραστής” και “Μανχάταν” παραμένουν σκηνές ανθολογίας. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος τον επικαλείται διαρκώς, ο Κλοντ Σαμπρόλ τον θεωρεί δάσκαλό του, ο Μάρτιν Σκορσέζε προβάλλει το έργο του σε κάθε εκδήλωση του American Film Institute, μέχρι και ο Ταραντίνο αναφέρεται με δέος στη στιγμή που “ανακάλυψε” τις ταινίες του στην κινηματογραφική βιβλιοθήκη του Άμστερνταμ, όπου πέρασε δύο χρόνια της ζωής του εμπλουτίζοντας τις κινηματογραφικές του παραστάσεις. Μπορεί οι κλασικές ταινίες του που προβάλλονται αδιάκοπτα από τα κρατικά κανάλια της ηπείρου μας να είναι πια δύσκολες στην παρακολούθησή τους από τη νέα γενιά σινεφίλ, αλλά το στίγμα του Μπέργκμαν, ο θαρραλέος εξορκισμός των προσωπικών του δαιμόνων και η επίδρασή του στο σύγχρονο ευρωπαϊκό σινεμά, παραμένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου.

Πηγή: Τέο Ιωάννου