Iannis Xenakis 100χρόνια (29 Μαΐου 1922 – 4 Φεβρουαρίου 2001) – Στο πολύτοπο της ιστορίας και στα πολύεδρα της τέχνης
Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Στο ασανσέρ του ξενοδοχείου, θυμήθηκα την περίεργη στάση του Αλέξανδρου του γιου μου, καθώς τον άφηνα να ροχαλίζει στο δωμάτιο, με το ένα πόδι γυρισμένο, το ένα χέρι σαν στραμπουλιγμένο και το πρόσωπο πιεσμένο από το μαξιλάρι και το στρώμα. Χαμογέλασα στον καθρέφτη, κλωτσώντας μια αόρατη μπάλα και σε τόνους που έχω μαθητεύσει δίπλα του, αυτά τα ραπ, τραπ, χιπ χοπ, ρέγκατον κι άλλα ακαταλαβίστικα και άρχισα μέσα στο ασανσέρ να «τραγουδάω», να «ραπάρω» ρε παιδί μου, πώς το λένε.
«Μη νομίζεις ότι τα πράγματα είναι εύκολα στο στίβο της αγάπης
εκεί γίνονται οι πιο μεγάλοι και δύσκολοι αγώνες της απάτης.
Χρειάζεται να βουτήξεις στα λασπόνερα,
να πιάσεις με τα χέρια σου ακαθαρσίες,
να κάνεις μήνες να φανείς να κάνεις και θυσίες.
Θέλει τιτάνια προσπάθεια,
σκληρή δουλειά, σιδερένια πειθαρχία
για να τρυγήσεις ένα όμορφο χαμόγελο
θέλει ανοιχτή καρδιά και παιδική μαγεία»
Τα είπα και ξεθύμανα, πριν βγω στη ρεσεψιόν και με πάρει χαμπάρι και στο ψιλό ο φρουρός της τάξης του ξενοδοχείου. Το όλο ραπάρισμα, δεν γινόταν ξεροσφύρι, συνοδευόταν και από τις ανάλογες γελοίες κινήσεις. Βλέπετε προκαλούσε και ο ολόσωμος καθρέφτης. Κάνω διάφορα τέτοια όταν είμαι μόνος μου ή όταν είμαι με τον Αλέξανδρο. Ο τύπος αυτός έχει το χάρισμα να με κάνει να είμαι ο εαυτός μου ή αυτός που θέλω να είμαι.
Πήρα το λεωφορείο για να ψαχουλέψω τη γειτονιά που μέναμε το Μπερσί, εδώθε κι εκείθεν του Σηκουάνα. Μέσα από τα τζάμια έβλεπα τον αγώνα της μέρας να τυλίγει το σώμα της νύχτας και το σκοτάδι να βυθίζεται στα νερά του ποταμού και την αφάνεια. Είναι τέτοια η στιγμή, που θα μπορούσες να πεις ότι ήθελε πολλή ώρα ακόμα να ξημερώσει ή και ξημέρωσε, αλλά πρέπει να εστιάσεις στη μασχάλη του χρόνου για να μπορέσεις να δεις τη μέρα. Γι αυτό αγαπώ τους μιγάδες ανθρώπους, τις μιγάδες ιδέες, τις μιγάδες στιγμές.
Ο οδηγός πρέπει να τράβαγε την καψούρα του, γιατί μόλις ακούστηκαν τα πρώτα λόγια του Je Suis Malade από τη Dalida ανέβασε σχεδόν ενοχλητικά την ένταση, απλώς την έκανα ανεκτή μ’ ένα χαμόγελο. Δεν πρόλαβα ν’ απολαύσω ραδιοφωνικώς τον πόνο της αοιδού και του οδηγού, γιατί κατέβηκα στην επόμενη στάση. Πήρα όμως μαζί μου και τον πόνο της και ρυθμό για να με συντροφεύει στα χαράματα μέσα στα στενά του Μπερσί κι επειδή δεν ήξερα τα λόγια έλεγα το ίδιο και το ίδιο Je Suis Malade. Είχα όμως ορχήστρα όση γούσταρα και την εμφάνιζα κι από όπου ήθελα. Έβγαινε ένας πιανίστας από την αυλή μιας μονοκατοικίας, κάποια βιολιά από τις στέγες, βιολεντσέλα από τα παράθυρα και κρουστά μέσα από τους υπόνομους, μέχρι και τη Dalida από το μπούστο και πάνω βεβαίως – βεβαίως την εμφάνισα στο σμίξιμο του ορίζοντα με την εφηβική μου φαντασίωση.
‘’Ταξιδεύει κανείς για να αλλάξει, όχι μέρος, αλλά ιδέες’’, έγραφε ο Γάλλος κριτικός και ιστορικός Hippolyte Taine και είχε δίκιο, όταν ταξιδεύεις ο παλιός εαυτός είναι σαν στενό και βρώμικο κοστούμι. Αλλάζεις και πρέπει ν’ αλλάξεις γιατί διαφορετικά τι νόημα θα είχε ένα ταξίδι στον κόσμο, αν ξαναγύριζες όπως ήσουν; Τι νόημα έχει να περάσεις μια μέρα και να σε βρει ίδιον με τη χθεσινή; Τα ταξίδια δεν είναι παρά οι αφορμές να αφήσουμε στην άκρη τις κοινοτοπίες και τις ιδεολογίες που φορέσαμε κατάσαρκα κάποιες άλλες εποχές, που, ας το καταλάβουμε επιτέλους, πέρασαν και δεν θα επιστρέψουν, ευτυχώς, ποτέ ξανά.
Να αλλάζουμε, και να περνάμε απαλά τις γωνίες των κτηρίων γιατί μέσα κατοικούν μνήμες που περιμένουν τ’ αφεντικά τους να τους βγάλουν για τον πρωινό τους περίπατο.
Να αλλάζουμε αλλά να είμαστε ευγενικοί με αυτούς που αφήνουμε πίσω, δεν ξέρουμε αν δεν θέλουν ή δεν μπορούν.
Να αλλάζουμε, αλλά να μην ξεχνάμε ότι η συνήθεια είναι η πρώτη αιτία που οι άνθρωποι δολοφονούν κάθε μέρα την επόμενη μέρα τους. Με τους ήχους από κακοχωνεμένη ραπ και χιπ-χοπ με το Je Suis Malade περασμένο στο αυτί σαν άφιλτρο τσιγάρο και κόντρα σε όλα αυτά κατέβηκα λίγο μετά το Μεγάλο Τζαμί. Κάθε πρωί με το λεωφορείο 24 έφτανα μέχρι το Πάνθεον κι από κει ξεκινούσα τις εξορμήσεις μου. Ήξερα ότι αν κατέβαινα στο τέλος του βοτανικού κήπου κι έκανα μια μικρή παράκαμψη θα έβρισκα την Claude Bernard 26.
Η γνωριμία του Ξενάκη με την συναγωνίστριά του Φούλα Χατζιδάκη (συγγραφέα, μεταφράστρια και κριτικό) έγινε, όταν εξόριστοι και οι δυο κατοίκησαν ένα διάστημα στο ίδιο ξενοδοχείο, στο Παρίσι, στην οδό Claude Bernard 26. Έκτοτε διατήρησαν μακρόχρονη αλληλογραφία. Μάλιστα στα κατάλοιπα της Φούλας Χατζιδάκη, σώθηκαν, φυλαγμένα με προσοχή, λίγα γράμματα του Ιάννη Ξενάκη, χρονολογημένα από το Μάρτιο του 1948, το πρώτο, ως τον Ιούλιο του 1964, το τελευταίο, τα οποία αποτελούν ιστορικά τεκμήρια για τις αναζητήσεις, τις επιρροές, τις σκέψεις και το ιστορικό περιβάλλον των δύο πνευματικών ανθρώπων.
Με τους ήχους της Diamorphoses στ’ αυτιά μου, έκανα ένα γύρο έφτασα μέχρι την όμορφη καθολική εκκλησία του Saint Médard, προσπέρασα τη στρογγυλή πλατειούλα με το σιντριβανάκι και βγήκα στην αρχή της Claude Bernard. Η ηχητική μπάντα που έπαιζε στο μυαλό μου μετά τα χίπ-χοπ, τα ραπ και την Dalida που απόδιωξα από το μυαλό μου με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, ήταν οι Pléiades του μεγάλου διανοητή και μουσικού.
Ο Ιάννης Ξενάκης (29 Μαΐου 1922 – 4 Φεβρουαρίου 2001), γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα 10 του χρόνια στη Μπράιλα της Ρουμανίας. Το 1927 πέθανε η μάνα του, κι ο πατέρας του τον έστειλε μαζί με τα δύο μικρότερα αδέλφια του σε οικοτροφείο στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Όταν αποφοίτησε από το Γυμνάσιο το 1938, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Αρχιτεκτονική στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Μέσα από τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο, ο Ξενάκης έδωσε μεγάλη προσοχή στα μαθηματικά και τη φυσική και άρχισε να μελετά τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, και να ενδιαφέρεται για τη σχέση των μαθηματικών και της μουσικής.
Ως φοιτητής λαμβάνει ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, εντάσσεται στο ΕΑΜ και το 1943-44 γίνεται γραμματέας της ΕΠΟΝ Πολυτεχνείου.
Αποδέχεται βασικές αρχές του μαρξισμού, ενώ άλλες τις αντιμετωπίζει με συγκατάβαση, αντιλαμβανόμενος την μαρξιστική θεωρία, γενικά, σαν μια γραμμή επικοινωνίας με τον πλατωνισμό (η Πολιτεία του Πλάτωνος ήταν από τα αγαπημένα του αναγνώσματα).
Στα Δεκεμβριανά (Δεκέμβριος 1944-Ιανουάριος 1945) ο Ιάννης Ξενάκης είναι ενταγμένος στο λόχο φοιτητών «Λόρδος Μπάιρον» και τραυματίζεται πολύ σοβαρά στο πρόσωπο, από θραύσματα όλμου. Όπως γράφει και ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό κείμενό του, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δελτίο Κριτικής Δισκογραφίας:
«Έφυγα από την Ελλάδα το 1947. Λιποτάκτης από το στρατό, από το Χαϊδάρι. Ήταν η εποχή που άρχιζαν οι εκτοπισμοί στη Μακρόνησο και η κομματική γραμμή θυμάμαι ήταν “ανοικτή”. Δηλαδή όποιος ήθελε μπορούσε να πάει στο βουνό να βρει το Μάρκο (σ.σ. Βαφειάδη), όποιος ήθελε μπορούσε να μείνει στα αστικά κέντρα για παράνομο αγώνα, άλλοι μπορούσαν, αν ήθελαν, να πάνε στο στρατό. Καθώς ήμουν τραυματισμένος, σκέφτηκα πως αν πήγαινα στο στρατό θα έβγαινα βοηθητικός κι έτσι θα μπορούσα ίσως να ξεφύγω. Το έσκασα και καταδικάστηκα σε θάνατο».
Στη διεύθυνση που είχα της οδού Claude Bernard 26 δεν βρήκα κανένα ξενοδοχείο. Υπήρχαν δυο τεράστια και όμορφα, μάλλον κυβερνητικά κτίρια, που έπιαναν όλη τη δεξιά πλευρά του δρόμου μέχρι τον αριθμό 58, αλλά τι σημασία έχει; Γι αφορμές ψάχνουμε στη ζωή για να προσεγγίσουμε τα πράγματα ακόμα και για λάθος λόγους ακόμα και με λάθος τρόπους, σημασία έχει η κίνηση στην όμορφο χώρο, στον ασπόνδυλο χρόνο και στις αχανείς εκτάσεις της σκέψης, όλα τα άλλα είναι ντροπαλά παρακολουθήματα.
Κάθισα ακριβώς απέναντι σε ένα μικρό το Café d’Avant, άπλωσα όλες τις ηλεκτρονικές και χάρτινες πληροφορίες που είχα στη διάθεσή μου και παρήγγειλα μια κούπα καφέ.
Στη Γαλλία ο Ξενάκης εργάστηκε ως αρχιτέκτονας και, παράλληλα, συνέχισε τις σπουδές του στη μουσική, με σημαντικότερη την επαφή του με τον Ολιβιέ Μεσιάν. Κατά την περίοδο 1947 – 1959 συνεργάστηκε με το διάσημο γάλλο αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ στο σχεδιασμό σημαντικών έργων. Το 1953 παντρεύτηκε με τη Φρανσουάζ, δημοσιογράφο και συγγραφέα μυθιστορημάτων και βιογραφιών, με την οποία απέκτησε μία κόρη.
Το πρώτο του μουσικό έργο – σταθμός, με το οποίο αποκηρύσσει τα προηγούμενα, είναι οι «Μεταστάσεις» (1954), για ορχήστρα, όπου αρχίζει να χρησιμοποιεί μαθηματικές και αρχιτεκτονικές έννοιες στη μουσική δομή, ερχόμενος σε αντίθεση με τον σειραϊσμό και την αντίληψη της γραμμικής κίνησης των μουσικών φθόγγων και προβάλλοντας την έννοια των ηχητικών επιφανειών: τις «ηχητικές μάζες» ή «γαλαξίες» όπως τις ονόμαζε. Ασχολήθηκε συστηματικά με τη μεταφορά στη μουσική των μαθηματικών «Νόμων των πιθανοτήτων», ενώ επινόησε τον όρο «Στοχαστική μουσική», που βασίζεται στην ιδέα ανάπτυξης του ηχητικού υλικού, με στατικούς μέσους όρους «προς ένα στόχο». Σαν βάση για τη μουσική του σύνθεση χρησιμοποίησε τουλάχιστον 15 μαθηματικές θεωρίες.
Δεν ξέρω ποια ακριβώς σχέση με την εποχή είχαν οι βόλτες μου στη γειτονιά του Auteuil του 16ου διαμερίσματος στη Βίλα ντε λα Ρος και τα άλλα έργα του Λε Κορμπιζιέ που είχα φωτογραφίσει κατά τη διάρκεια της προχθεσινής επίσκεψής μου στην περιοχή, αλλά τις έβγαλα όλες μία, μία και τις παρατηρούσα με αφορμή τον σπουδαίο έλληνα και τη συνεργασία του με τον σημαντικό αρχιτέκτονα.
Ο Ξενάκης είχε την ιδέα του συνδυασμού της αρχιτεκτονικής, των μαθηματικών και της μουσικής. Ανέπτυξε μια «στοχαστική θεωρία» για την μουσική σύνθεση, στην οποία εισάγει μαθηματικές θεωρίες και μοντέλα από τη Θεωρία των Συνόλων, τη Θεωρία των Πιθανοτήτων, τη Θεωρία των Παιγνίων, την Άλγεβρα Μπουλ, ακόμα και τη Θερμοδυναμική, τη Χρυσή Τομή, την ακολουθία Φιμπονάτσι κ.ά. Με τον τρόπο αυτό επεδίωξε το μετασχηματισμό των διαφόρων μαθηματικών σχέσεων σε μουσικούς ήχους. Για να το επιτύχει στην πορεία χρησιμοποίησε ως βοηθό τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Την θεωρία του ονόμασε ο ίδιος «στοχαστική μουσική» την οποία και αναπτύσσει στο βιβλίο του [8: Xenakis Iannis, Formalized Music: Thought and Mathematics in Composition].
Βασικό στοιχείο της θεωρίας και της τέχνης του Ξενάκη ήταν η «ελληνικότητα». Είχε μελετήσει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και ιδιαίτερα την φιλοσοφία και συνέδεσε το έργο του με την αρχαία Ελλάδα. Μάλιστα έλεγε ότι: «Είμαι Κλασσικός Έλληνας που ζει στον εικοστό αιώνα».
Μάζευα σιγά σιγά τα πράγματά μου και τις σημειώσεις μου. Είχα αποφασίσει να φύγω λίγο πιο νότια για το Μπιτ ο Κάιγ (Butte -aux- Cailles) Η περιοχή έγινε γνωστή το 1783, όταν προσγειώθηκε εκεί το πρώτο αερόστατο. Στις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχαν εργατικές κατοικίες, καθώς στην περιοχή υπήρχαν βιοτεχνίες. Στη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας, το Μπιτ -ο- Κάιγ ήταν από τα πρώτα μέρη όπου έγιναν οδομαχίες, ο βίος και η δράση του Ιάννη Ξενάκη στην κατοχή και στα Δεκεμβριανά φαίνεται έπαιξαν το ρόλο τους στην επιλογή του επόμενου προορισμού μου. Έριξα μια τελευταία ματιά στις σημειώσεις μου και αποσώνοντας τον καφέ μου διάβασα.
Ανάμεσα στις συνθέσεις του Ιάννη Ξενάκη περιλαμβάνονται έργα ηλεκτροακουστικής μουσικής, τα οποία χαρακτηρίζονται από ένα συνδυασμό μουσικής και φωτισμών, ενώ στο έργο του, συνειδητά, ενέταξε ήχους της φύσης και ανθρωπογενείς. Σε όλο του το έργο είναι εμφανής η λατρεία του προς την αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Συνέθεσε έργα για μπαλέτο, φωνητικά – χορωδιακά για μεικτά μέσα και πολύτεχνα, έργα για ορχήστρα, μουσική δωματίου, ηλεκτρονική, μουσική για αρχαίο δράμα κ.ά. Ανάμεσα στα περίπου 130 έργα του περιλαμβάνονται τα «Λιθόπρακτα», «Ψάφπα», «Περσέφασσα», «Πλειάδες», «Ανατολή – Δύση», «Ορέστεια» κ.ά.
Το τελευταίο έργο του είχε ως τίτλο το τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Το «Ωμέγα» ήταν αυτό που έμελλε να κλείσει τον κύκλο της μεγάλης δημιουργικής περιπέτειάς του, καθώς σταμάτησε να συνθέτει το 1997, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας.
Δίδαξε σύνθεση στη Σορβόνη, ανακηρύχτηκε διδάκτωρ και καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής και τιμήθηκε με πολλά διεθνή βραβεία και διακρίσεις. Από το 1966 διηύθυνε το Κέντρο Έρευνας για την Πρωτοποριακή Μουσική στο Παρίσι, ενώ ίδρυσε στην Ελλάδα το Κέντρο Σύγχρονης Μουσικής Έρευνας, που αποτελούσε όνειρο της ζωής του.
Στις 23 Ιανουαρίου του 2001 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 4 Φεβρουαρίου, πέθανε στο Παρίσι.
Το Μπιτ ο Κάιγ είναι ένα όμορφο «χωριό» πάνω σ’ ένα λόφο, με ήσυχα δρομάκια, καταπράσινες πλατείες και πολύβουα μπιστρό. Άφησα τους ήχους του Ιάννη Ξενάκη να ντύνουν τις εικόνες που είχα δει στις διαδρομές που είχα αφήσει πίσω μου και χώθηκα στο τραγουδάκι Le temps des cerises του Jean-Baptiste Clément με την Cora Vaucaire που άρχισε να ηχεί κάτω από τις σημειώσεις που κρατούσα στα χέρια. Αυτό το τραγούδι για μια χαμένη αγάπη, μετατρέπεται σε ύμνο για τη χαμένη επανάσταση του 1871. Τα ωραιότερα επαναστατικά τραγούδια δεν μιλάνε για επανάσταση, μιλάνε για έρωτες για όμορφους τόπους και χρόνους. Όταν θα έρθει η εποχή των κερασιών, μη φοβάσαι, να είσαι εκεί. Γιατί οι χαμένες επαναστάσεις είναι αυτές που δικαιώνονται στις καρδιές των ανθρώπων, οι άλλες καταφέρνουν πάντα να μοιάζουν με το τέρας που γκρέμισαν. Αλλά πια το ξέρουμε δεν αρκεί να βρούμε κάποιο τρόπο ζωής να μας γοητεύει, πρέπει να βρούμε τον τρόπο και τη δύναμη να τον ζήσουμε.
«Χάρη στον αγώνα των παριζιάνων, η μάχη της εργατικής τάξης ενάντια στην τάξη και στο κράτος των καπιταλιστών μπήκε σε μια νέα φάση. Οποιαδήποτε κι αν είναι η έκβαση, πρόκειται για την κατάκτηση μιας καινούργιας αφετηρίας, με κοσμοϊστορική σημασία». Έγραφε ο Μαρξ ανάμεσα στα γεγονότα εκείνων των ημερών, τα φαντάσματα του μέλλοντος και τη φρίκη του παρελθόντος. Αν μπεις, κάποιες φορές, στις σχισμές των μεγάλων στιγμών της ιστορίας, γεμίζεις με διδάγματα, επιθυμίες κι ευχές μιας ολόκληρης ζωής. Μετά, όμως, τις εμπειρίες και τις οικτρά αποτυχημένες επαναστάσεις, μηδεμιάς εξαιρουμένης, τα γνωστά αποτελέσματα τους, μας οδηγούν στον κυνισμό του Louis Scutenaire, του Βέλγου σουρεαλιστή και αναρχικού «Προλετάριοι όλων των χωρών, δεν έχω καμία συμβουλή για εσάς».