Η συγγραφέας Βάλια Καραμάνου * με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του νέου της βιβλίου “Μαύρα”, παραχωρεί συνέντευξη στο CulturePoint.gr και τον συνεργάτη μας Γιώργο Δόλγυρα.
Το πόνημα σας τοποθετείται στην καρδιά της «πανδημίας» που σημάδεψε τον κόσμο και τους ανθρώπους. Η επικαιρότητα έχει εμπνεύσει τόσο εσάς όσο και άλλους συγγραφείς, κάτι λογικό και αναμενόμενο. Ποια στοιχεία του έργου σας πιστεύετε θα το καταστήσουν «ξεχωριστό», ώστε να μη χαθεί στο πλήθος και να το επιλέξουν οι αναγνώστες;
Η «Μαύρα» κινείται σε μια απόλυτα ρεαλιστική και ζοφερή βάση για να συγχωνευτεί στην πορεία με μια άλλη πραγματικότητα στην σφαίρα του μεταφυσικού εξίσου σκοτεινή αλλά συνάμα και γοητευτική. Παράλληλα, τα συναισθήματα των ηρώων κινούνται από την αγάπη, τον απόλυτο έρωτα, τον αλτρουισμό μέχρι τα πιο κτηνώδη ένστικτα σε απόλυτη συνάρτηση με το «σήμερα» και τα φλέγοντα ζητήματά του. Ίσως αυτό κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και καταστήσει το βιβλίο ξεχωριστό.
Η πανδημία έχει επηρεάσει τους περισσότερους ανθρώπους και ίσως υποσυνείδητα απωθήσει αρκετούς το βιβλίο σας, φοβάστε κάτι τέτοιο ή θεωρείτε πως ο κίνδυνος πέρασε και βγήκαμε στην κανονικότητα;
Θεωρώ πως βρισκόμαστε ακόμα στην καρδιά της πανδημίας και δεν γνωρίζω αν ποτέ επιστρέψουμε στην προηγούμενη κατάσταση (η οποία ίσως δεν ήταν ούτε τότε «κανονικότητα» για μεγάλο μέρος του πληθυσμού). Απλά ο άνθρωπος προσαρμόζεται στις εκάστοτε καταστάσεις προκειμένου να επιβιώσει. Ναι, η αλήθεια είναι πως ανέκαθεν έθιγα θέματα που «καίνε» και ίσως «ενοχλούν» κάποιους αναγνώστες, αλλά δεν μπορώ να μην μιλήσω για τα σύγχρονα προβλήματα. Βασικός προβληματισμός μου υπήρξε πάντα το σήμερα και το προσεχές αύριο και αυτό εκφράζω στα έργα μου. Άλλωστε, σκοπός της λογοτεχνίας δεν είναι μόνο η τέρψη του αναγνώστη ή η εμπορικότητα. Για την ακρίβεια, η γέννηση ενός έργου δεν έχει – ή τουλάχιστον δεν πρέπει να έχει- σχέση με την εμπορική επιτυχία την στιγμή της γέννησής του προκειμένου να είναι αυθεντικό και ειλικρινές.
Στο βιβλίο σας το κεντρικό θέμα «η Μαύρα» και η επιδημία του «αιμορραγικού πυρετού», αποτελεί μήπως ανάπτυξη κάποιου «αστικού μύθο» της τοπικής λαϊκής παράδοσης στο συγκεκριμένο χωριό (Μαραθιά), ή προέκυψε εξ’ ολοκλήρου από την φαντασίας σας;
Η αλήθεια είναι πως υπάρχει ένας αστικός μύθος που στοιχειώνει την Μαραθιά και σχετίζεται με καλπασμούς αόρατων αλόγων και άλλων ήχων που μαρτυρούν «ζωή» στο εγκαταλελειμμένο πλέον χωριό. Ωστόσο, αυτό ήταν μόνο ένα ψήγμα για να στηθεί μια ιστορία που αποτελεί ξεκάθαρα προϊόν μυθοπλασίας. Αυτό που παραμένει αληθινό, είναι οι περιγραφές των τοπίων και η ομορφιά τους.
O πρωταγωνιστής Σωτήρης με άλλη είναι ερωτευμένος (απωθημένο) και με άλλη παντρεύεται τελικά και συμβιώνει. Θέλετε να τονίσετε την ματαιότητα του έρωτα και ίσως εν γένει της εποχής;
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας είναι ένα βασικό ζητούμενο στα έργα μου και για άλλη μια φορά τονίζεται ο συμβιβασμός του σύγχρονου ανθρώπου σε επιλογές κατώτερες των προσδοκιών του. Παράλληλα όμως, εξυμνείται και η δύναμη του πρώτου και αληθινού έρωτα που μπορεί να υπερβεί κάθε εμπόδιο, ανθρώπινο ή μη.
Γενικά σε όλο το βιβλίο υπάρχει ένα συγκρουσιακό μόνιμο μοτίβο μεταξύ όλων των ηρώων, στόχος είναι να καταδειχθεί η σημερινή κατάσταση στις σχέσεις των ανθρώπων που έχουμε γίνει απόμακροι και αδιάφοροι για τον άλλον;
Πράγματι, ο ένας στόχος είναι αυτός: οι ανθρώπινες σχέσεις και τα προβλήματα που προκύπτουν από αυτές. Ο άλλος είναι οι εσωτερικές συγκρούσεις του ατόμου με τις ενοχές του, τις καταπιεσμένες επιθυμίες, την οργή, την απώλεια και κυρίως τον φόβο του θανάτου.
O μόνος κάτοικος του χωριού ο γερό Ματθαίος που έχει επιζήσει από την επιδημία που χτύπησε το χωριό, είναι ο δαίμονας που κρύβουμε μέσα μας, ο σκάρτος μας εαυτός ή μήπως ο βαρκάρης του Αχέροντα;
Θα μπορούσε να είναι κάτι από όλα αυτά ή και όλα αυτά μαζί.
Τελικά τα πράγματα μπερδεύονται πολύ και κυλάει αίμα ως ανθρωποθυσία στο χωριό, τοποθετώντας τα γεγονότα χρονικά στην σημερινή εποχή στην Ελλάδα και όχι πριν μερικούς αιώνες, πιστεύετε αυτό θα μπορούσε να συμβεί; Eίναι όντως τόσο παραμελημένοι οι άνθρωποι στην επαρχία που καταλήγουν δεισιδαίμονες σε σημείο να σκοτώσουν για να ξορκίσουν το κακό;
Θεωρώ πως ο άνθρωπος σε κάθε εποχή, υπό κατάλληλες συνθήκες και κάτω από την επήρεια ενός πανίσχυρου καταλύτη, μπορεί να γίνει πρωτόγονος και τερατώδης. Στην επαρχία αυτό μπορεί να συμβεί πιο εύκολα λόγω της απομόνωσης των κλειστών κοινωνιών, όπου η χειραγώγηση είναι σχετικά πιο εύκολη. Μια θανατηφόρα επιδημία μπορεί να γίνει αυτός ο καταλύτης, ειδικά από το σημείο που η επιστήμη αδυνατεί να την αντιμετωπίσει. Τότε, ο πανικός κυριεύει τον άνθρωπο και σε συνδυασμό με το ένστικτο της επιβίωσης και την απελπισία μπορεί να απευθυνθεί σε σκοτεινές ατραπούς για να βρει την «σωτηρία» του. Άλλωστε, ακόμα και σήμερα οι άνθρωποι της πόλης καταφεύγουν συχνά σε ανορθόδοξους τρόπους για ν αντιμετωπίσουν τα αδιέξοδά τους. Έτσι, αρκούν μόνο λίγες ώρες ή μέρες μιας ασύμμετρης απειλής για να γκρεμίσουν το παραπέτασμα του πολιτισμού και να ξεχυθεί προς τα έξω το ζωώδες.
Παρόλο που το σκοτάδι κυριαρχεί σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, στο τέλος γίνεται μία απίστευτη ανατροπή και το φως νικάει το σκότος. Αυτή είναι και η άποψή σας για την ζωή; Είστε αισιόδοξος άνθρωπος;
Είμαι ρεαλίστρια σε έναν ερεβώδη κόσμο. Δεν είμαι αισιόδοξη, αν και θα το ήθελα.
Έχετε καταφέρει κάτι μοναδικό ναι ανεπανάληπτο ως Ελληνίδα συγγραφέας, να γίνετε πιο γνωστή στο εξωτερικό με τις εκδόσεις των βιβλίων σας εκεί, παρά στο εσωτερικό, όντως η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της;
Η έκδοση στο εξωτερικό αποτελεί προϊόν μακροχρόνιων κόπων, οι οποίοι όμως τελικά αμείβονται. Οι γνωριμίες, η δημοφιλία διαδραματίζουν σαφώς μικρότερο ρόλο εκεί, απ’ ό, τι στην Ελλάδα. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που έγινα περισσότερο αποδεκτή στην Γαλλία, εφόσον κρίνεται αποκλειστικά η ποιότητα της γραφής. Βέβαια, η διανομή γαλλόφωνων κειμένων είναι σαφώς μεγαλύτερη από αυτή των ελληνόφωνων. Το βιβλίο μου «LA GRÈCE, OMBRE ET LUMIÈRE» editions Monemvassia, Traduit du grec par Serge Belletti, μιλά για την Ελλάδα, την παράδοση και τα σύγχρονα προβλήματά της. Τελικά, η πορεία στο εξωτερικό μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά στην αντίστοιχη στο εσωτερικό ή και αντίστροφα.
Παρά την επιτυχία σας ως κόρη του γνωστού συγγραφέα/σεναριογράφου Γιώργου Καραμάνου μοιραία οι απαιτήσεις είναι υψηλότερες και μόνο τον εαυτό σας έχετε να ανταγωνιστείτε. Νιώθετε πως θα μπορέσετε να διαγράψετε την δικιά σας πορεία ανεξίτηλα στον χρόνο ή θα σας επισκιάσει η κληρονομία σας;
Νομίζω πως και οι δύο περιπτώσεις αποβαίνουν θετικές τελικά. Το έργο μου είναι συνυφασμένο με το έργο του πατέρα μου και δεν λειτουργεί ανταγωνιστικά. Είμαι κομμάτι του, παιδί του κι αυτό.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια, ετοιμάζετε κάτι άλλο εντός ή εκτός Ελλάδας;
Στον επόμενο χρόνο ετοιμάζεται η έκδοση του νέου μυθιστορήματός μου από τις εκδόσεις Φιλύρα, ενώ παράλληλα θα κυκλοφορήσει στην Γαλλία το μυθιστόρημα «Kitsune» (εκδόσεις Φιλύρα, 2021) μεταφρασμένο στα Γαλλικά από τον Serge Belletti.
Tέλος, ως έμπειρη συγγραφέας αλλά και φιλόλογος τί θα συμβουλεύατε έναν νέο συγγραφέα που τώρα κάνει τα πρώτα του βήματα;
Να έχει χαλύβδινη υπομονή και να μην πτοείται από τις απορρίψεις. Επίσης, να γράφει και να διαβάζει όσο μπορεί και να πειραματίζεται με την γραφή του σε διάφορα είδη, ώσπου ν’ αποκρυσταλλωθεί το ύφος του. Πιστέψτε με, για να το πετύχει κάποιος αυτό απαιτούνται χρόνια δουλειάς, εκτός κάποιων ελάχιστων λαμπρών εξαιρέσεων που έγραψαν ένα ή δύο μόνο αριστουργήματα στην ζωή τους, όπως ο Juan Rulfo.
Σας ευχαριστώ θερμά για την φιλοξενία.
- Η Βάλια Καραμάνου γεννήθηκε το 1971 στη Αθήνα όπου ζει και εργάζεται ως φιλόλογος. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα και νουβέλες. Παράλληλα έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα και αρθρογραφεί σε περιοδικά και ειδησεογραφικά ιστολόγια.