Η συγγραφέας Λίλη Αποστολίδου μιλά στον Κωνσταντίνο Μανίκα και τον Αλέξανδρο Κριτσίκη, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου “Cry the Βeloved People”.
- Πώς θα περιγράφατε συνοπτικά το βιβλίο σας “Cry the Βeloved People”(εκδ. Λεξίτυπον);
Το “Cry the Beloved People” αποτελείται από δυο νουβέλες, γραμμένες και οι δυο σε πρώτο πρόσωπο, στη πρώτη- της οποίας ο τίτλος αποτελεί και τον τίτλο του βιβλίου –ο αφηγητής είναι άνδρας, στη δεύτερη , «Το λάφυρο της φαντασίας», η αφηγήτρια είναι γυναίκα. Ο λόγος είναι λιτός και σύντομος και η πλοκή έχει πολλές ανατροπές. Κάθε νουβέλα έχει τη δική της ατμόσφαιρα με φλας μπακ ,γρήγορη ροή και σκηνές που συχνά φωτίζονται αποσπασματικά . Συμβαίνει ,όμως, εδώ ό,τι και με τις υπόλοιπα έργα μου , όταν μου ζητούν να τα περιγράψω , μπορώ ν’ αναλύσω την πλοκή όχι όμως και την ατμόσφαιρα. Επίσης τo εξώφυλλο του βιβλίου είναι δικό μου κολλάζ την ιδέα του οποίου έχω πάρει από το βιβλίο.
- Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των βασικών ηρώων σας;
Οι ήρωές μου είναι πρόσωπα διάτρητα με αδυναμίες και αντιφάσεις. Διαψεύδονται ,ματαιώνονται, αναθεωρούν, οδηγούνται σε παραδοξότητες. Τα συναισθήματά τους δεν εκφράζονται πάντα, συχνά υπαινίσσονται όπως και ένα κομμάτι της προσωπικότητάς τους δεν αποκαλύπτεται ούτε στο τέλος. Οι πράξεις τους δεν επιδέχονται μόνο μια ανάγνωση .Επίσης έχουν πολλά σουρεαλιστικά στοιχεία. Ειδικά στη δεύτερη νουβέλα η ηρωίδα, η οποία είναι μοιρολογίστρα, ζει το περισσότερο στον κόσμο της φαντασίας της και των ψυχών της.
3. Σουρεαλιστικά στοιχεία έχουν οι ήρωες και στα υπόλοιπα έργα σας
Ναι και ιδιαίτερα στην «Κέχρα», στη «Διαθήκη» και στο «Ενέχυρο της ηλιθιότητας .Στην «Κέχρα» μάλιστα ο ένας από τους ήρωες παραμένει βουβό πρόσωπο σε όλο στο έργο ενώ στο «Ενέχυρο της ηλιθιότητας» ο ήρωας ενεχυριάζει την ηλιθιότητά του.
- Πώς αλλάζει ο πόλεμος τον κεντρικό ήρωα στο « Cry the Beloved People”; Είναι πρόσκαιρη ή μόνιμη η επίδραση του, πάνω του;
O πόλεμος επιδρά καταλυτικά και μόνιμα πάνω στον ήρωα. Υπάρχει μια φράση που επαναλαμβάνεται σε όλη τη νουβέλα και της δίνει τη φυσιογνωμία της «Ήταν τριάντα έξι παιδιά κι εγώ ο δάσκαλός τους» Ο βασικός ήρωας λοιπόν στο «Cry the Beloved People” είναι δάσκαλος και λαμβάνει μέρος στον κατακτητικό πόλεμο της χώρας του εναντίον ενός ανύπαρκτου μέχρι τότε για τον ίδιο τόπου στην άλλη άκρη της γης για τους ίδιους λόγους που θα λάμβανε μέρος και ένας μισθοφόρος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο στρατός τον εγκαθιστά επιθεωρητή των σχολείων μιας από τις πόλεις που παίρνει στην κατοχή του. Οι κατακτητές δηλαδή για να εδραιωθούν ρίχνουν ένα δάσκαλο μέσα στους δασκάλους , ο ήρωας ωθείται σε οριακές καταστάσεις με αποτέλεσμα μετά την επιστροφή στη χώρα του να ζητήσει να διοριστεί στην Επαρχία του Πάγου ,έναν τόπο όπου τα συναισθήματα είναι επικηρυγμένα.
- ‘Στο λάφυρο της φαντασίας» ποιο είναι τελικά το λάφυρο;
Η ερώτησή σας δεν επιδέχεται μόνο μια απάντηση και κάθε αναγνώστης μπορεί να δώσει την δική του ερμηνεία. Δεν αποκαλύπτω όμως περισσότερα. Η ηρωίδα πάντως θ’ αποχωριστεί τα μοιρολόγια της και θα τα δώσει στον εραστή της αλλά μαζί με τα μοιρολόγια της θα χάσει και την έμπνευσή της. Η αναζήτησή τους θα μετατραπεί σ’ ένα ταξίδι στον κόσμο της μοντέρνας τέχνης και των χρηματιστηρίων της αλλά και στην ίδια τη φαντασία.
- Τι θεωρείτε ότι θα αποκομίσει, ως απόσταγμα από το νέο σας βιβλίο, ο αναγνώστης;
Να σας πω, νομίζω ότι στη λογοτεχνία οι αναγνώστες καταφεύγουμε περισσότερο για να απολαύσουμε παρά για να μάθουμε. Διαφορετικά στην εποχή αυτή της τρομερής εξειδίκευσης θα μπορούσε ο πεζογράφος ν’ αντικατασταθεί από τον ψυχαναλυτή, τον ιστορικό, τον κοινωνιολόγο κ.λπ. Μαζί όμως με τα νοήματα και τις ιδέες αναζητάμε και την αισθητική. Συνεπώς δεν επιδιώκω να κάνω τον αναγνώστη «σοφότερο», αν όμως καταφέρω να τον εντάξω στο περιβάλλον της νουβέλας, αν καταφέρω να γοητευτεί όπως γοητεύομαι και εγώ από τους χαρακτήρες, τις εικόνες και τον ρυθμό τότε σίγουρα ο χρόνος του δεν πάει χαμένος.
- Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Έχω την εντύπωση ότι ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος τείνει ν’ αντικαταστήσει τη λέξη μοίρα με τη λέξη γονιδίωμα .Προσωπικά συνεχίζω να παραμένω εντυπωσιασμένη από την πολυπλοκότητα των πραγμάτων, την οποία δεν μπορεί να εξηγήσει επαρκώς ούτε η μοίρα, ,ούτε η τυχαιότητα. Είναι σαν κάθε εποχή και κάθε γενιά ν’ αποκωδικοποιεί ένα κομμάτι του πάζλ, το οποίο όμως συνεχίζει να μην έχει τέλος .
- Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με την συγγραφή;
Ο καθένας μας μέσα του έχει κλίσεις και πολλές φορές για ανόμοια συγχρόνως πράγματα .Τα ερεθίσματα έρχονται και συναντάνε τις κλίσεις. Τα ερεθίσματα νομίζω είναι οι αφορμές. Έτσι συνέβη και με μένα. Δεν νομίζω ότι υπήρχε συγκεκριμένο ερέθισμα, τα πάντα μπορεί ν’ αποτελούν ερεθίσματα .Από την εφηβεία πάντως είχα μια τάση για το γράψιμο, το ίδιο βέβαια συμβαίνει σε πολλά παιδιά, γιατί κάποια συνεχίζουν, το εξελίσσουν και κάποια όχι; Είναι τελικά πόσο έχεις ανάγκη ν’ ακολουθείς τις κλίσεις σου ή και πόσο η ίδια η ζωή μερικές φορές σου του επιτρέπει .
Τον τίτλο άλλωστε « Cry the Beloved People» τον έχω σκεφτεί από το γνωστό βιβλίο «Cry ,The Beloved Country” του Νοτιοαφρικανού συγγραφέα Alan Paton, ένα βιβλίο που είχα διαβάσει στην εφηβεία μου και με είχε συγκινήσει πολύ.
- Δείχνετε να προτιμάτε τη νουβέλα ως μέσο έκφρασης. Τι σας ελκύει περισσότερο σε αυτή τη μορφή λογοτεχνίας;
Ότι απαιτεί μια πύκνωση λόγου και εικόνων, τα πρόσωπα συχνά παραμένουν στη σκιά. Υπάρχει μια φράση που με εκφράζει -δεν θυμάμαι δυστυχώς το όνομα του συγγραφέα που την έχει πει-:
«Η νουβέλα είναι η πόρτα ενός άγνωστου σπιτιού που μισανοίγει μια στιγμή και αμέσως ξανακλείνει.»
- Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά, παίζει το σημαντικότερο ρόλο, στη συγγραφή ενός βιβλίου;
Ένας συνδυασμός και των δυο .Αν όμως υποτιμήσουμε την έμπνευση τότε ό,τι γράφουμε, όσο σκληρά και να κοπιάσουμε, κινδυνεύει να μοιάσει περισσότερο με παράθεση πληροφορίας και άχαρη συγκέντρωση γεγονότων. Δεν αρκεί λοιπόν να έχουμε τον μύθο .Άλλωστε κάτι από την ατμόσφαιρα του ψυχικού κόσμου ενός συγγραφέα βγαίνει και στο βιβλίο του και κινητήρας είναι η έμπνευση. Έτσι κατά τη γνώμη μου διαμορφώνεται το στυλ. Έχω την αίσθηση ότι ο σύγχρονος άνθρωπος θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία εάν δεν παραγνώριζε ακριβώς αυτή τη διαδικασία, τον ρόλο δηλαδή του υποσυνείδητου στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού έργου.
- Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Πανδύσκολη επιλογή, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι σχετική. «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β» του Γιώργου Σεφέρη, « Καμπή Πνοής» του Paul Celan, «Το Σπίτι των Κοιμισμένων Κοριτσιών» του Γιασουνάρι Καβαμπάτα, “Rien ne va plus”της Μαργαρίτας Καραπάνου , «Το Ζεν και η τέχνη της συντήρησης της μοτοσικλέτας»του Robert Pirsig
- Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;
Σχεδόν αδύνατον ν’ απαντήσω στο ερώτημά σας. Η λίστα είναι ατέλειωτη. Αναγκαστικά λοιπόν θα περιοριστώ σε δυο μόνο πρόσωπα για να κάνω την απάντηση κάπως εφικτή. Τον Γιασουνάρι Καβαμπάτα για τα έντονα συναισθήματα που μου έχουν προκαλέσει τα έργα του και τον Τόμας Έλιοτ γιατί πολλές φορές στη ζωή μου έχω ξαναγυρίσει στους στίχους της «Έρημης χώρας»
- Χρειάζεται περισσότερος ρομαντισμός ή ρεαλισμός στις ζωές μας;.
Η έννοια του ρομαντισμού στις μέρες μας είναι συχνά παρεξηγημένη και συνδέεται λανθασμένα με την ψευδαίσθηση. Ρομαντικός όμως είναι αυτός που επιμένει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να μεταφράζεται μόνο σε διαρκή πρόοδο και κέρδος ,ότι υπάρχουν και άλλα στοιχεία στον άνθρωπο που δεν μπορούν ν’ αγνοούνται. Και με αυτή την έννοια ο ρομαντισμός είναι αναγκαίος για τις ζωές μας τόσο όσο και ο ρεαλισμός.
Ζούμε πάντως σε εποχές απομάγευσης. Γι’ αυτό και χρειαζόμαστε τη λογοτεχνία για να μας θυμίζει ότι υπάρχει το μυστήριο.
14. Συνδυάζεται η συγγραφή με την δικηγορία;
Καθόλου εύκολα και όχι όλες της χρονικές περιόδους της επαγγελματικής μου ζωής. Η δικηγορία πάντως τροφοδοτεί τη λογοτεχνία και υπάρχουν και φορές που κάτω από την επαγγελματική πίεση έχω προχωρήσει τα λογοτεχνικά μου γραπτά.