Η συνέντευξη που παραχώρησε στον Κωνσταντίνο Μανίκα, η Σωτηρία Σταυρακοπούλου, η οποία επιμελήθηκε τον τιμητικό τόμο για τον Περικλή Σφυρίδη, με τίτλο «Μέτρον πάντων άνθρωπος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις IANOS.
Επιμεληθήκατε τον τιμητικό τόμο για τον Περικλή Σφυρίδη, με τίτλο «Μέτρον πάντων άνθρωπος». Πώς πάρθηκε η απόφαση για αυτή την έκδοση;
ΣΣ. Από το 2006 που γνώρισα από κοντά τον Περικλή Σφυρίδη, μέχρι σήμερα, δεν παύω να εκτιμώ τη δυναμική του προσωπικότητα, το ήθος και το πάθος του για τη λογοτεχνία, όχι μόνο αυτή της Θεσσαλονίκης αλλά και του τόπου μας γενικότερα. Είναι ένας λογοτέχνης που δεν ενδιαφέρθηκε για την προσωπική προβολή του, αλλά για τη δημιουργία ενός στέρεου λογοτεχνικού έργου και για την προώθηση και προβολή νέων λογοτεχνών, κυρίως από τη Θεσσαλονίκη, μέσα από τα περιοδικά που διηύθυνε, την ετήσια Παραφυάδα και το Τραμ της τρίτης και τέταρτης διαδρομής του.
Ως συγγραφέας ο Περικλής Σφυρίδης έχει δημιουργήσει σημαντικό πρωτότυπο έργο, στη μελέτη του οποίου αφιερώθηκα και μέσω αυτού προχώρησα στην βαθύτερη κατανόηση της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, στην οποία ο ίδιος με μύησε. Έτσι ο αφιερωματικός αυτός τόμος έρχεται ως φυσική συνέπεια της δεκαεπτάχρονης σοβαρής ενασχόλησής μου με το έργο του, ενώ τα ενενηκοστά γενέθλιά του που θα τα γιορτάσουμε στις 5 Οκτωβρίου, στο Αμερικανικό Κολέγιο ANATOLIA, όπου δώρισε το πλούσιο Αρχείο του, στάθηκαν μια καλή αφορμή για να του τον προσφέρω ως δώρο, να τον χαρεί εν ζωή. Γιατί συνήθως στον τόπο μας τέτοιοι τόμοι βγαίνουν –άστοχα κατά την κρίση μου- μετά τον θάνατο του τιμώμενου προσώπου.
Υπήρξαν δυσκολίες στη συλλογή του υλικού;
Σ.Σ. Όχι ιδιαίτερες. Ανακοίνωσα τη δημιουργία του τόμου αυτού σε παλιούς φίλους του Περικλή Σφυρίδη, λογοτέχνες και κριτικούς, που είχαν ασχοληθεί με το έργο του, σε πανεπιστημιακούς που είχαν συνεργαστεί μαζί του στη διοργάνωση συνεδρίων για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, αλλά και σε νεότερους που διάβαζαν και ενδιαφέρονταν για το έργο του. Η ανταπόκρισή τους ήταν θετική και αναμενόμενη. Μέσα σε ένα χρόνο συγκέντρωσα τα κείμενα, άμεση υπήρξε και η προθυμία του Νίκου Καρατζά, του εκδότη του «Ιανού», να δημοσιεύσει τον τόμο, κι έτσι φτάσαμε σ’ αυτό το καλό αισθητικό αποτέλεσμα.
Στερεοτυπικά φαντάζει αντιφατική η τόσο στενή σχέση ενός στρατιωτικού γιατρού με τα γράμματα. Πώς προκύπτει και πώς κλιμακώνεται αυτή του η αγάπη για τον πολιτισμό;
Σ.Σ. Μα αυτή η επιτυχημένη ενασχόληση στρατιωτικών γιατρών με τη λογοτεχνία παρατηρείται ήδη από τον 19ο αι. Σας θυμίζω τον Ανδρέα Καρκαβίτσα, τον Παύλο Νιρβάνα από τους παλιούς και από τους σύγχρονους, μάλιστα συμμαθητές του Περικλή Σφυρίδη στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή, τον πεζογράφο και δοκιμιογράφο Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, τον πολύ καλό πεζογράφο Νίκο Καββαδία, κι ακόμα τον νεότερο Γιώργο Ρωμανό, συγγραφέα και εκδότη του περιοδικού Πανδώρα.
Η αγάπη του Περικλή Σφυρίδη για τα γράμματα ξεκινά από τη στιγμή που, ως υπότροφος στο Αμερικανικό Κολέγιο της Θεσσαλονίκης ANATOLIA, έγινε βοηθός βιβλιοθηκαρίου και μανιώδης αναγνώστης λογοτεχνικών και άλλων βιβλίων, αποκτώντας έτσι γερή παιδεία και ευρυμάθεια. Φυσικά αυτό δεν σήμαινε ότι θα γινόταν και συγγραφέας. Εξάλλου σε κάποια συνέντευξή του, όταν τον ρώτησαν γιατί εμφανίστηκε στα γράμματα στην όψιμη ηλικία των 41 χρόνων, απάντησε ότι πρώτα ήθελε να σταθεί γερά στα πόδια του ως γιατρός -γιατί καμία λογοτεχνία δεν μπορεί να έχει απαιτήσεις όταν ο ασθενής τού αναθέτει τη διαφύλαξη της υγείας του, και πολλές φορές τη σωτηρία του από μια βαριά αρρώστια. Ασφαλώς η γνωριμία του με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον κύκλο της Διαγωνίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο, διότι εκεί διαμόρφωσε και εξέλιξε το δυνατό πεζογραφικό του ταλέντο. Και όχι μόνο. Ως στενός συνεργάτης άρχισε να δημοσιεύει στο περιοδικό Διαγώνιος τεχνοκριτικά κείμενα και αργότερα προχώρησε και στην κριτική της λογοτεχνίας. Η θητεία του στη Διαγώνιο, αλλά και οι αισθητικές και ηθικές αρχές που πρέσβευε και τηρούσε το περιοδικό αυτό, ταίριαζαν σε πολύ μεγάλο βαθμό με την ιδιοσυγκρασία του Περικλή Σφυρίδη.
Ποιο ήταν το προσωπικό του όραμα και η παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές;
Σ.Σ. Δεν ξέρω αν υπήρξε προσωπικό όραμα. Ο Σφυρίδης έχει πει –κι αυτό είναι σίγουρο- ότι η λογοτεχνία λειτουργούσε στη ζωή του θεραπευτικά. Δηλαδή οι αντιξοότητες και οι πίκρες που αντιμετωπίζει κάθε άνθρωπος στη ζωή του απαλύνονταν στον ίδιο όταν τα τραυματικά αυτά βιώματα μετατρέπονταν, διά της συγγραφής και με τη συνδρομή της μνήμης, σε τέχνη. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λογοτεχνία υπήρξε ένα σημαντικό στήριγμα στην προσωπική του ζωή.
Τώρα, αν το έργο που δημιούργησε κριθεί στο μέλλον ως αξιόλογο, τότε μπορεί κάποιοι νεότεροι να το θεωρήσουν ως παρακαταθήκη για να ασχοληθούν με τη λογοτεχνία και να την εμπλουτίσουν ακόμη περισσότερο. Και μάλιστα σε έναν τόπο που φημίζεται για το ευάριθμον του αναγνωστικού κοινού. Μια πρόσφατη πανεπιστημιακή μελέτη έδειξε ότι το 50% των Ελλήνων δεν έχει διαβάσει ούτε ένα λογοτεχνικό βιβλίο στη ζωή του.
Ο ίδιος ως λογοτέχνης κινήθηκε με άνεση σε διαφορετικά είδη. Ποιες ήταν οι επιρροές του;
Σ.Σ. Όπως ο ίδιος ο Σφυρίδης έχει πει σε συνεντεύξεις του, επηρεάστηκε από τη διηγηματογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που τον γνώρισε ως μαθητής από τον καθηγητή του στο Αμερικανικό Κολέγιο Νίκο Παπαχατζή. Αργότερα τον επηρέασαν ο Δημήτρης Χατζής και οι πεζογράφοι της Διαγωνίου που είχαν προηγηθεί. Αναμφίβολα επηρεάστηκε κι από την ξένη λογοτεχνία και ιδιαίτερα από τον Χέμινγουεϊ αλλά κι από ρώσους κλασικούς, ιδίως από τον Τσέχωφ, που ήταν κι εκείνος γιατρός. Επιρροή, όμως, δεν σημαίνει μίμηση. Δημιούργησε το δικό του είδος λογοτεχνίας, μια βιωματική έως αυτοβιογραφική πεζογραφία, την οποία ανανέωσε με στοιχεία από τα μοντέρνα κινήματα των αρχών του 20ού αι., όπως π.χ. τη μια ιστορία να ξεκινά μέσα από μια άλλη, το φλας μπακ στον χρόνο, την ενσωμάτωση πινάκων ζωγράφων της Θεσσαλονίκης ως αναπόσπαστο μέρος ενός διηγήματος, την αξιοποίηση στο έπακρον εμπειριών και βιωμάτων που είχε ως γιατρός στα τριάντα πέντε χρόνια του επαγγελματικού του βίου, στη μάχιμη όπως έλεγε πλευρά της ιατρικής, στην οποία ανήκει και η ειδικότητά του καρδιολόγου. Το κυριότερο, τέλος, και πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό είναι ότι στα κείμενά του πέρασαν όλα τα σύγχρονα προβλήματα της εποχής του.
Όσο για την ενασχόλησή του με την λογοτεχνική και την εικαστική κριτική, αυτή οφείλεται σε δύο λόγους: πρώτα, ότι είχε την ανάλογη γνώση, την ευαισθησία και την ικανότητα, βασισμένος σε μια στέρεη παιδεία. Και δεύτερον, ότι στα λογοτεχνικά περιοδικά, όπου ή ήταν μέλος, όπως στη Διαγώνιο, είτε ήταν ο ίδιος υπεύθυνος ύλης, όπως στην τρίτη και τέταρτη διαδρομή του Τραμ, δεν δημοσιεύονταν μόνο λογοτεχνικά έργα, αλλά και σύγχρονες εικαστικές δημιουργίες, καθώς και κριτικά κείμενα που αφορούσαν τη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή. Ας προστεθεί ότι τα κριτικά του κείμενα για τη λογοτεχνία, για να μην χαθούν, τα συμμάζεψε σε τρεις τόμους με τον τίτλο Παραφυάδα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ. Τους δύο τελευταίους τόμους με ευθύνη κι επιμέλεια δική μου.
Αν περιγράφατε με μια φράση τον Περικλή Σφυρίδη, ποια θα ήταν αυτή;
ΣΣ. Θα τον περιέγραφα ως έναν προσγειωμένο, δυναμικό λογοτέχνη της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, που τον χαρακτηρίζει η ανθρωπιά, δηλαδή η ανιδιοτελής προσφορά, που σε κάποιες περιπτώσεις, θα έλεγα, φτάνει και έως την αυτοθυσία. Κάτι σπάνιο στους κύκλους της λογοτεχνικής μας «συντεχνίας».
Στην εποχή της εικόνας και του φαίνεσθαι, υπάρχει χώρος και ανάλογη αναγνώριση για προσωπικότητες με διάθεση ανιδιοτελούς προσφοράς;
Δεν ξέρω. Σε κάθε μεταβατική εποχή αλλάζουν πολλά πράγματα. Και φυσικά δεν εξαιρείται και ο πολιτισμός. Η νέα τεχνολογία φέρνει στην επιφάνεια νέους συγγραφείς, οι οποίοι πολλαπλασιάζονται με τη δημιουργία έργων της λεγόμενης «δευτερογενούς προφορικότητας» σε ψηφιακές πλατφόρμες. Αυτό το φαινόμενο μπερδεύει προφανώς τον διαχωρισμό της ήρας από το σιτάρι, δηλαδή των αξιόλογων ταλέντων και κάποιων άλλων ατάλαντων που μπορούν εύκολα να προβάλλουν με ποικίλους όσους τρόπους το έργο τους. Θεωρώ ότι έπαψε πια να υπάρχει, από τις αρχές του 21ου αι., και η σοβαρή κριτική, όπως την ξέραμε, η οποία αντικαταστάθηκε με αστεράκια like στα μέσα μαζικής δικτύωσης. Η αξιολόγηση των λογοτεχνικών βιβλίων ξέφυγε πια από τις αισθητικές αξίες, τις οποίες γνωρίζαμε στη διάρκεια του 20ού αι., και εστιάζει στην «κοινωνιολογική» προσέγγιση, ενώ σημαντικά κρίνονται σήμερα βιβλία που παλαιότερα η κριτική τα θεωρούσε «παραλογοτεχνία» και είναι περιζήτητα, δηλαδή ευπώλητα, σε κοινωνικές ομάδες που δεν έχουν στέρεη λογοτεχνική παιδεία και επιζητούν τις «εύκολες» αναγνώσεις. Ύστερα από όλα αυτά πώς να ξέρω ποιον δρόμο θα ακολουθήσει, όχι μόνο η λογοτεχνία αλλά η τέχνη γενικότερα σε έναν κόσμο που φαίνεται να αλλάζει συθέμελα;
Πάντως, σε όλες τις εποχές υπήρξαν ανιδιοτελείς άνθρωποι των γραμμάτων που συνέβαλαν στην πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου. Για παράδειγμα αναφέρω, από τη Θεσσαλονίκη, τον Γιώργο Βαφόπουλο που συνέβαλε όχι μόνο με το έργο του στο χτίσιμο του λογοτεχνικού προσώπου της πόλης μας, αλλά και με την ίδρυση του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου και της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Τον Ντίνο Χριστιανόπουλο με το περιοδικό του Διαγώνιος, τη Μικρή Πινακοθήκη της «Διαγωνίου», τις εκδόσεις «Διαγωνίου» και όλους τους πνευματικούς ανθρώπους του κύκλου της «Διαγωνίου», που δούλεψαν για τη δημιουργία του λαμπρού αυτού πολιτιστικού φαινομένου (του «Πολιτιστικού Μαραθώνιου», όπως ειπώθηκε) στο δεύτερο μισό του 20ού αι., χωρίς να αποβλέπουν- ή να απαιτούν- σε οικονομικά οφέλη. Σας υπενθυμίζω το γνωστό κείμενο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος της τέταρτης περιόδου της Διαγωνίου, το 1979, με τον τίτλο «Συνέντευξη», αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο των «Δοκιμίων» του από τις εκδόσεις «Μπιλιέτο», και αργότερα κυκλοφόρησε σε αυτοτελή μορφή από τις εκδόσεις «Ιανός» με τον τίτλο «Εναντίον».
Και κλείνω με τον Περικλή Σφυρίδη, που η δωρεά του πλούσιου σε τεκμήρια, φωτογραφίες, σιντί, σπάνιες εκδόσεις, κ.ά, Αρχείου του στο Αμερικανικό Κολέγιο ANATOLIA, από όπου αποφοίτησε το 1952, θα δώσει μεγάλο έναυσμα για τη μελέτη της λογοτεχνίας και των λογοτεχνών της εποχής μέσα στην οποία κι ο ίδιος έζησε και δημιούργησε (1960-2000). Τώρα, αν στο μέλλον υπάρξουν κι άλλες ανάλογες περιπτώσεις, σαν αυτές που ανέφερα, μέσα σε μια κοινωνία που έχει τροχιοδρομηθεί στις ράγες ενός άκριτου και εν πολλοίς αχρείαστου καταναλωτισμού, ενός εκθειασμού της εικόνας και του life style, και μιας ατομοκεντρικής συμπεριφοράς, δεν μπορώ να το προβλέψω. Προσωπικά εύχομαι στη νέα κοινωνική πραγματικότητα που δημιουργείται να βρουν πρόσφορο έδαφος τουλάχιστον τα νέα λογοτεχνικά ταλέντα για να αποδώσουν κι αυτά τους καρπούς τους.