Το αρχείο του Αχιλλέα Παπαδιονυσίου περιέχει μια σειρά από εξαιρετικές συνεντεύξεις με σημαίνοντα και ιστορικά πρόσωπα από το χώρο του πολιτισμού. Μια από αυτές είναι κι η συνέντευξη που ακολουθεί με τον σκηνοθέτη κ. Βασίλη Γεωργιάδη.
Κυρίες και κύριοι γεια σας, στη σημερινή μας εκπομπή έχουμε την χαρά να φιλοξενούμε έναν μεγάλο Έλληνα σκηνοθέτη τον Βασίλη Γεωργιάδη. Σας καλωσορίζουμε στην εκπομπή μας και το θεωρούμε μεγάλη τιμή μας ότι ένας μεγάλος σκηνοθέτης θα μας μιλήσει.
Γ: Ξέρετε ότι είμαι κοντοχωριανός σας, μπορεί να μου παίρνεται συνέντευξη στην Αθήνα αλλά εγώ είμαι από το Ξυλόκαστρο. Νιώθω ότι είμαι κοντά στον πολιτισμό της Αχαΐας παρά της Κορινθίας που ανήκει στο Ξυλόκαστρο.
Αχ: πιστεύω ότι σταθμός στην καριέρα σας ήταν τα ”Κόκκινα φανάρια” το 1963, θα θέλαμε να μας μιλήσετε γι’ αυτήν την παραγωγή εκτός αν ήταν καμία προηγούμενή σας ταινία σταθμός που είχατε κάνει και είχατε δώσει την ταυτότητά σας.
Γ: Αυτή η ταινία πράγματι ήταν απ΄τις μεγαλύτερες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου γιατί η ταινία αυτή μαζί με μια δική μου μεταγενέστερη κρίθηκε μια απ’ τις 5 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου και ήταν υποψήφια για Όσκαρ και στη μικρή επιτροπή που έδωσαν τα Όσκαρ το πήρα δικαίως ο Φελίνι και στην ψηφοφορία ήρθε δεύτερη. Πραγματικά η ταινία αυτή ντουμπλαρίστηκε στα αγγλικά και κυκλοφόρησε σε όλο τον κόσμο από μια μεγάλη αμερικανική εταιρεία που συναγωνίζονταν με τον James Bond εκείνη την εποχή το 007 σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης και ερχόταν πρωτο-δεύτερη μια ασπρόμαυρη ελληνική ταινία, δεν ξέρω είχε κάτι που έπινε τον κόσμο.
ΑΧ: Θα ήθελα να μας μιλήσετε για την ταινία ”Τα κόκκινα φανάρια”.
Γ: Τα κόκκινα φανάρια, ήταν ένα θεατρικό έργο το οποίο άρεσε τόσο πολύ στους Έλληνες που ερχόταν και από την επαρχία κόσμος για να το δει στην Αθήνα που παιζόταν για 5 συνεχή έτη σε ένα μικρό θέατρο. Τον 5ο χρόνο μια μεγάλη εταιρεία κινηματογραφική Η εταιρεία Δαμασκηνού- Μιχαηλίδη αποφάσισε να κάνει παραγωγή διεθνών προδιαγραφών και έκλεισε το έργο αυτό και μου ανέθεσε εμένα να το κάνω ταινία την οποία την γυρίσαμε επί 3 μήνες, κατακαλόκαιρο μέσα στο στούντιο Άλφα, τώρα είναι τηλεοπτικά στούντιο, η ταινία αυτή εκπροσώπησε την Ελλάδα στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών που είχα παρευρεθεί με την αείμνηστη Τζένη Καρέζη και μετά επελέγη μια απ’ τις καλύτερε ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου που ήταν υποψήφια για το Όσκαρ όπου το πήρε ο μεγάλος Φελίνι.
ΑΧ: Το περιεχόμενο και το μήνυμα αυτής της ταινίας ποιο ήταν.
Γ: Καταρχήν η ταινία αυτή έδειχνε τον Πειραιά και τις γυναίκες των κόκκινων φαναριών, όπου τότε ο έρωτας εμπορευόταν βιομηχανικά και με νόμο απαγορεύτηκαν αυτά τα σπίτια να υπάρχουν και δώσανε το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται το κορμί της κάθε γυναίκας δυο-δυο και όχι μια-μια, δηλ δυο να εγκατασταθούν σε ένα σπίτι και να έχει αυτό το πανάρχαιο ελληνικό επάγγελμα.
ΑΧ; Η κοινωνία το είχε δει καλά εκείνη την εποχή;
Γ: Βέβαια, ίσως από το μύθο του έργου γιατί εδώ ήταν 5 χρόνια και έρχονταν και από την επαρχία και έξω που πήγαμε πάλι, άγνωστοι τότε όλοι οι ηθοποιοί, άγνωστος ο σκηνοθέτης μια χώρας και όμως βγήκε η ταινία που τάραξε τα νερά. Εγώ ήμουν ποσοστούχος, εάν συνέβαινε να έπαιρνα τις εισπράξεις της ταινίας που δεν τις πήρα τώρα θα είχα δυο πολυκατοικίες.
ΑΧ; Θα θέλαμε να μας πείτε πότε πήρατε την απόφαση να γίνεται σκηνοθέτης και ποιο ήταν το κίνητρο που σας ώθησε να ασχοληθείτε με αυτή τη δουλειά;
Γ: Καταρχήν από μικρός κάποιος έχει μια κλίση προς τα πού θα κινηθεί. Εγώ είχα κάτι καλλιτεχνικές τάσεις που δεν τις είχα φορμάρει που και πως θα κινηθώ, άρχισα να γράφω στίχους και μετά από ποιητής πέρασε η κατοχή, μπήκα πολύ μικρός στην αντίσταση και τελειώνοντας η κατοχή βρίσκομαι εδώ στην Αθήνα και βλέπω μια μέρα στις μεγάλες διαφημίσεις στους δρόμους να διαφημίζουν μια σχολή με έναν βαρύγδουπο τίτλο.. ακαδημία κινηματογραφικών σπουδών. Και είχε όλα τα τμήματα και πολλά με σκηνοθέτες. Υποψιαζόμουν τι είναι σκηνοθέτης, δεν ήξερα και καθώς παρακολουθούσα ταινίες, είχε τελειώσει ο πόλεμος και ερχόταν οι αμερικανικές ταινίες που είχαν πλημμυρίσει την αγορά, έβλεπα και ρωτάω και μαθαίνω ότι στο τέλος αυτό που έχει βάλει στο μυαλό του ο σκηνοθέτης που παίρνει ένα έργο από έναν συγγραφέα και το κάνει εικόνα και λεω αυτό θέλω να κάνω, και πήγα σ’ αυτή τη σχολή, γράφτηκα, έμεινα τρία χρόνια, πήρα το δίπλωμά μου και μετά αυτή η σχολή έκλεισε διότι αφού έβγαλε δυο φουρνιές μαθητών δεν είχε τα οικονομικά μέσα διότι δεν υπήρχε και τότε υπουργείο πολιτισμού για να τους χρηματοδοτήσει και έκλεισε, και βγήκανε τότε μια σειρά σκηνοθετών μεταξύ των οποίων αξιόλογοι είναι σήμερα ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ο οποίος μου έγραψε το πρώτο μου σενάριο και άλλα δυο που γύρισα μετά. Το πρώτο σενάριο ήταν η ταινία ”Άσσοι του γηπέδου” που βγήκε το 1956και η πρωτοτυπία αυτής της ταινίας ήταν ότι οι επαγγελματίες ηθοποιοί έπαιζαν συμπληρωματικούς ρόλους και σαν πρωταγωνιστές πήραμε κάποιου σπουδαίους ποδοσφαιριστές εκείνης της εποχής γιατί καθώς δούλευα ως βοηθός με ενοχλούσε το γεγονός ότι οι ηθοποιοί μιλούσαν με στόμφο, και λεω γιατί μιλάνε έτσι και δεν έχουν την καθημερινή τους όψη, το λεω στο σκηνοθέτη και μου λεει ότι πάνε και σπουδάζουν για να μιλάνε έτσι και μου λεει θα μάθεις και λεω εγώ όταν γίνω σκηνοθέτης θα τους βάλω σε ένα ουδέτερο πλάνο και σκέφτηκα όταν μου δόθηκε η ευκαιρία λεω του Καμπανέλλη να μου γράψει ένα σενάριο που θα γυρίσω, θέλω να είσαι εσύ ο πρώτος, μαζί σπουδάσαμε τόσα χρόνια και λεω θα πάρουμε ποδοσφαιριστές γιατί έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν ψύχραιμα τους φωτογράφους, τους ρεπόρτερ, το ραδιόφωνο, το κοινό, δεν φοβούνται, το έχουν ξεπεράσει αυτό και από κει και πέρα εγώ μπορώ να τους δουλέψω και πραγματικά πέτυχα. Η ταινία όταν βγήκε δεν είχε κάνει εμπορική επιτυχία αλλά είχε ξαφνιάσει τα νερά που η Ελένη Βλάχου είχε κάνει χρονογράφημα στην Καθημερινή που έγραφε ότι ” είναι μια ταινία του Γιώργου Τζαβέλα” ο οποίος αυτή τη φορά επειδή αλλάζει εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιεί το όνομα του βοηθού του και ο βοηθός του λέγεται Βασίλης Γεωργιάδης”. Ούτε διαμαρτυρήθηκα ποτέ, με περηφάνια δέχτηκα αυτό το χρονογράφημα και συνιστούσε στους Έλληνες ηθοποιούς να πάνε να τη δουν αυτή την ταινία, να διδαχθούν όπως παίζει ο Μουράτης να παίζουν στον κινηματογράφο. Αυτό που εγώ ξεκίνησα στον κινηματογράφο το είχε πιάσει η Ελένη Βλάχου. Και ο Μουράτης από τους 5 πρωταγωνιστές που είχα εγώ ήταν ο πιο ακαλλιέργητος, έπαιζε με ένστικτο, ο άνθρωπος αν κράταγε μια εφημερίδα που δεν είχε φωτογραφία δεν ήξερε πως την κρατάνε την εφημερίδα, δεν ήξερε γράμματα, ήταν ωραίος άνθρωπος, εκπληκτικός και έπαιζε με ένστικτο τόσο που για να θυμηθεί τα λόγια του τα έλεγε με δικά του πολύ πιο ωραία απ’ ότι τα χε γράψει ο Καμπανέλλης.
ΑΧ: Οι άλλοι διάσημοι ποιοι ήταν;
Γ: Ο Λάκης Πετρόπουλος, ο Κώστας Αλινοξυδάκης, ο Κώστας Πούλης και ο Στάθης Μανταλόζος.
ΑΧ: Πως είδαν τότε την ταινία;
Γ: Είχε γίνει θρίαμβος, είχε χαθεί όλα αυτά τα χρόνια αλλά την βρήκανε και έλλειπαν 3 λεπτά από το φινάλε, την επεξεργαστήκανε και βγήκε και έκανε και εντύπωση έστω και μετά από 40 χρόνια, θυμίζει το ξεκίνημα του νεορεαλιστικού κινηματογράφου.
ΑΧ; Αντέχει δηλ στο χρόνο. Απ’ ότι ξέρω έχετε κάνει και κάποιες σπουδές,έχετε τελειώσει πολιτικές επιστήμες. Πως δεν ασχοληθήκατε με τις σπουδές σας;
Γ: έφτασα στο δίπλωμα και θέλω 22 μαθήματα για να πάρω το πτυχίο μου. Καθώς άρχιζα να διαβάζω, διαβάζω το 1ο βιβλίο και βλέπω μέσα περί κομμάτων και διαπιστώνω με το νεανικό μου μυαλό ότι το κόμμα εγκαθίσταται και κάνει ότι θέλει αυτό και λεω πως είναι η δημοκρατία; γιατί εγώ κατάγομαι απ’ τη Μικρά Ασία, με τον βενιζελισμό έχουμε μεγαλώσει, με τα ιδεώδη τα δημοκρατικά και έβλεπα ότι μέσω του κόμματος δεν γίνεται διότι κόμμα είναι, έχουμε τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς αλλά πίσω απ’ αυτούς είναι άλλοι.. λες και είναι οι τραγουδιστές στα μπουζούκια αλλά πίσω απ’ τους τραγουδιστές υπάρχουν οι επιχειρηματίες, η μαφία που έχει όλη την επιχείρηση των νυχτερινών αυτών εργασιών, είναι άλλοι που κατευθύνουν, έτσι θα πεις, έτσι θα κάνεις, έτσι θα κονομήσουμε και δεν υπάρχει ποιός είναι ο καλύτερος να παει μπροστά αλλά ποιος είναι ο δικός μας.. Είπα δεν μου πάνε οι πολιτικές επιστήμες.
ΑΧ: Θα ήθελα να μας μιλήσετε για τα παιδικά σας χρόνια, πως ήταν η ζωή τότε και πως είναι η ζωή σήμερα.
Γ: Εγώ γεννήθηκα στα Δαρδανέλια της Μικράς Ασίας που είναι κοντά στην αρχαία ελληνική πόλη Τροία. Εδώ στην Ελλάδα με έφεραν 8 μηνών, ούτε περπατούσα ακόμα και τελικά εγκατασταθήκαμε διωγμένοι όλοι τότε οι Μικρασιάτες και εγκατασταθήκαμε στο Ξυλόκαστρο γιατί είχε βρει ο πατέρας μου ότι ο Κορινθιακός Κόλπος έμοιαζε σε μεγέθυνση όπως είναι τα στενά των Δαρδανελίων και μείναμε εκεί. Τώρα αν πηγαίναμε σε καμιά Θεσσαλία ή σε καμιά Ήπειρο δεν ξέρω αν θα γινόμουν καλλιτέχνης και το τοπίο που μεγάλωσα, το δάσος, οι θάλασσες, οι λόφοι που περπάτησα μπήκαν μέσα μου και μου έδωσαν μια διάθεση να ασχοληθώ και να εκφραστώ καλλιτεχνικά. Έφυγα όταν ήμουν 14 χρονών και ήρθα στην Αθήνα και τώρα επισκέπτομαι το Ξυλόκαστρο κάθε καλοκαίρι.
ΑΧ; Ας επιστρέψουμε στις ταινίες, το 1958 έχουμε την ταινία Καραγκιόζης, πείτε μου το νόημα της ταινίας.
Γ: Είναι η ζωή ενός καραγκιοζοπαίχτη, πρωταγωνιστής ήταν ο μεγάλους ηθοποιός ο Θάνος Κωτσόπουλος ο οποίος ήταν εκπληκτικός. Αυτή η ταινία επειδή άργησε πολύ στο γύρισμά της το 1/4 της ταινίας το έκανε ένας άλλος συνάδελφος ο οποίος προόδευσε και έγινε ένας μεγάλος σκηνοθέτης είναι ο Ερρίκος Θαλασσινός. Ήταν η εποχή που δούλευαν τότε οι φουστανέλες μέχρι που κάποια στιγμή με ενοχλούσε αυτό το ένδυμα και είπα θα κάνω μια πρωτοτυπία, θα αλλάξω. Και είχα ένα σενάριο πολύ καλό του Νίκου Φώσκολου, τότε ήταν υπάλληλος στη ραδιοφωνία και έγραφε κιόλας, είχε ταλέντο και αυτό φάνηκε, και ήταν ένα πολύ ωραίο σενάριο με τίτλο ”Η κατάρα της μάνας” που το γυρίσαμε στα μέρη μας στη λίμνη της Στυμφαλίας και είπα ότι θα χρησιμοποιήσω σ’ αυτό ηθοποιούς μόνο με φουστανέλα στα πανηγύρια κι όλες οι άλλες εμφανίσεις τους θα είναι με χωριάτικα ρούχα και έτσι αφαιρέθηκε η φουστανέλα. Μετά από αυτή την ταινία η οποία εκπροσώπησε την Ελλάδα στο φεστιβάλ Βενετίας και δεν πήγαινα εγώ γιατί δεν μου άρεσε ο τίτλος, γιατί τους τίτλους εκείνα τα χρόνια τους έβαζαν οι επιχειρηματίες, οι παραγωγοί, πλήρωναν για να γίνει μια ταινία διότι σου λεει είναι εμπορικό προϊόν και πρέπει να του δώσουμε εμείς έναν τίτλο, μετά μπήκε η κουλτούρα και αλλάξανε τον τίτλο σε όλες τις ξένες γλώσσες και το κάνανε ”Υπόσχεση”. Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι είχε παιχτεί, βλέπουν μια ταινία ”Υπόσχεση” στη Βενετία και είναι ”Η κατάρα της μάνας”. Είχα και την πρώτη μου επαφή με την Ευρώπη, με τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο.
ΑΧ: Το 1959 έχουμε το ”Περιπλανώμενοι Ιουδαίοι” και το ”Διακοπές στην Κολοπετινίτσα”, είναι λαϊκές κωμωδίες, πολύ έξυπνες τις οποίες τότε μπορεί να τις σνόμπαρα που τις έκανα τώρα όμως που τις βλέπω ύστερα από τόσα χρόνια λεω κοίτα τι ωραία που γράφανε τότε, κάθε κουβέντα έχει και νόημα. Τώρα η κωμωδία έχει αλλάξει πολύ.
ΑΧ; Ποιο είναι το νόημα αυτών των δυο ταινιών;
Γ: Οι Περιπλανώμενοι Ιουδαίοι ήταν ιστορικά μια ταινία που άρχισε να φαίνεται ο Βέγγος. Ο Βέγγος ήταν τεχνικός, δούλευε μεροκάματο και κάποτε όταν θέλαμε έναν μικρό ρόλο του λέγαμε να παίξει και έτσι βγήκε, πρακτικώς βγήκε και σ’ αυτή την ταινία μου άρεσε ένα σενάριο πάρα πολύ το οποίο έγραψε ο Ναπολέων Ελευθερίου που έχει δυο συνεταίρους που θέλουν να γίνουν μεγάλοι έμποροι και ξεκινάνε από δοσατζήδες γι’ αυτό και ο τίτλος αυτής της ταινίας λέγεται ”Οι δοσαντζήδες”. Στη μια θέση ήταν ο Βέγγος και στην άλλη ο Νίκος Σταυρίδης και παίξανε οι δυο τους και έχει μια πολύ όμορφη ιστορία. Οι παλιές ταινίες που αρέσουν, αρέσουν γιατί πίσω από κάθε ιστορία υπάρχει ο ανθρωπισμός που αρχίζει να εκλείπει τελευταία δηλ ή βάζουμε πολύ μυαλό ή δεν βάζουμε καθόλου μυαλό.
ΑΧ: Το 1962 έχουμε τις ταινίες ”Οργή” και ”Μην ερωτεύεσαι το Σάββατο”,.
Γ: Η ”Οργή” ήταν ένα σενάριο του Φώσκολου αλλά όχι ηρωικό, ήταν ένα κοινωνικό έργο που έδειχνε τα οργισμένα νιάτα που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται από εκείνον τον χρόνο και μου άρεσε πολύ αυτό το σενάριο και άρεσε και στον παραγωγό τον Γιώργο Λαζαρίδη και έγινε ταινία με πρωταγωνίστρια την Άννα Φόνσου η οποία ταινία είχε τέτοια εμπορικότητα ώστε σπάζανε οι βιτρίνες απ’ τον κόσμο για να βγάλει εισιτήριο και να δει την ταινία. Οι διαφημιστές την ονόμασαν μια ταινία σπέσιαλ και είχε και αυξημένο εισιτήριο. Και η επόμενη ταινία ”Μην ερωτεύεσαι το Σάββατο” ήταν μια προπόνηση για να μπω σε ευρωπαϊκό κλίμα να δίνω τις ιστορίες μου, γιατί ήταν παραγωγός ο στουντιάρχης που είχε το στούντιο Άλφα, είχε μηχανήματα, είχε πλατό, είχα όλα τα μέσα διότι τα άλλα τα γυρίζαμε συνοικιακά στους δρόμους. Εδώ εδραιώθηκα και έγινε μια ταινία που έπαιζε ο Παπαμιχαήλ με μια ξένη η οποία είναι η Ντάνιελ Λόντεφ που ήταν κόρη της Χέντυ Λαμάρ και του Άγγλου ηθοποιού Τζών Λόντεφ. Δεν ήταν ηθοποιός η κοπέλα απλά επειδή το σενάριο απαιτούσε μια ξένη τουρίστρια διάλεξα αυτή με τον Παπαμιχαήλ. Αν τη δείτε σήμερα θα νομίζετε ότι είναι μια αμερικανική κωμωδία που ήρθαν και τη γύρισαν κορυφαίοι Αμερικάνοι ηθοποιοί εδώ στην Ελλάδα. Γι’ αυτή την ταινία πρέπει να πω ότι δεν είχε συνοικία, ήταν μες στο κέντρο της Αθήνας και θυμάμαι μια κριτική που έγραφε ” Δυο άνθρωποι κατάλαβαν ότι η Ελλάδα δεν είναι Μέση Ανατολή, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο σκηνοθέτης Βασίλης Γεωργιάδης” γιατί πραγματικά η ταινία έδειχνε ότι η Ελλάδα είναι Ευρώπη.
Αχ: Το 1964 έχουμε ”Γάμος αλά ελληνικά”.
Γ: Είναι και αυτή μια κωμωδία άλλου είδους ΄΄όμως όχι σαν τις λαϊκές που είχα κάνει, το σενάριο το έκανε η κόρη του χιουμορίστα σκιτσογράφου η Μαρία Πολενάκη και σ’ αυτή την ταινία λανσαρίστηκε για 1η φορά πρωταγωνιστής ο Γιώργος Κωνσταντίνου και πρωταγωνιστούσε και η Ξένια Καλογεροπούλου και επειδή είχα διαπιστώσει από συμπληρωματικούς ρόλους που έπαιζε ο Κωνσταντίνου τον είχα ένα ηθοποιό που μπορούσε να έρθει στα μέτρα τα δικά μου. Μόλις γύρισε αυτή την ταινία αμέσως μετά έκανε το ”Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα”, ήταν ένας κωμικός λαμπρότατος που έμοιαζε Άγγλος, είχε το χιούμορ το μεσογειακό και το στυλ και το παίξιμο ενός Άγγλου. Δεν είχε αυτό το χοντρό της κωμωδίας που συνηθίζεται ακόμα και σήμερα.
ΑΧ: Μετά το 1965 είναι ”Το χώμα βάφτηκε κόκκινο”.
Γ: Το βαρύ κανόνι. Είναι η 2η ταινία που έκανα η οποία επελέγη απ’ τις 5 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου και ήταν υποψήφια για Όσκαρ. Και πάλι στη μικρή ψηφοφορία δεύτεροι ήρθαμε, το πήρε τότε η Τσεχοσλοβακία που είχε έρθει στο προσκήνιο για πρώτη φορά ανατολική χώρα και γι’ αυτό προτίμησαν να το δώσουν εκεί για πολιτικούς λόγους γιατί είχε περάσει και ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ ανατολής και δύσης.
ΑΧ: Ποιοι ηθοποιοί έπαιζαν σ’ αυτή την ταινία;
Γ: Ο Νίκος ο Κούρκουλος και για πρώτη φορά ανακάλυψα έναν νέο ηθοποιό που ήταν ο Γιάννης ο Βόγλης που αξίζει να σας πω πως τον ανακάλυψα. Είναι δυο αδέλφια σ’ αυτή την ταινία που συγκρούονται και έχουν πατέρα τον Μάνο Κατράκη και έχουν επιλεγεί στην αρχή να παίξουν δυο ρόλους αντίθετους ο ένας με τον άλλο, τον ένα τον έκανε ο Νίκος ο Κούρκουλος και τον άλλο ο Γιώργος Φούντας, έπαιζε η Χρονοπούλου, ο Γεωργίτσης και πολλοί άλλοι. Στο έργο αυτό έρχεται μια πρόσκληση στο Φούντα να παει στη Μόσχα για κάποια τιμητική εκδήλωση και το αναστέλλουμε το γύρισμα για μια εβδομάδα και μετά του έρχεται άλλη πρόσκληση να παει στη Γαλλία γιατί θα είχε μια καριέρα διεθνή και άντε εγώ τώρα να βρω άλλον και να μην γίνεται τίποτα απ’ όσους είχα δει. Θυμάμαι είχα δει μια ταινία με τραγούδια του Μίκυ Θεοδωράκη που έδειχνε την Ντόρα Γιαννακοπούλου τραγουδίστρια που περνούσε περιοδεία στα θέατρα και είχε έναν πιανίστα εκπληκτικό. Και λεω, βρήκαν αυτόν τον καταπληκτικό ηθοποιό, αυτός είναι για γουέστερν αλλά να κάνει τον πιανίστα; και μου έρχεται η μορφή αυτού που έπαιζε πιάνο και λεω μάθετε πως λέγεται η ταινία, ποιος είναι και μαθαίνω ότι λέγεται Γιάννης Βόγλης και ότι είναι στην Αγγλία. Επικοινωνούμε, αυτός στην αρχή δεν το πίστευε και τελικά αφού πείστηκε λεει ότι δεν μπορώ να έρθω γιατί έχω έρθει με το αυτοκίνητό μου και θα κάνω 4 μέρες να έρθω. Λεω πες του απ’ αυτή τη στιγμή να μείνει αξύριστος και πράγματι ήρθε και αρχίσαμε το γύρισμα και αυτός είναι ο Γιάννης Βόγλής που έγινε ότι έγινε.
ΑΧ: Το 1966 έχουμε την ” Έβδομη μέρα της δημιουργίας”.
Γ: Έχω την αίσθηση ότι είναι το ’67 και παίχτηκε λίγο πριν τη δικτατορία, διότι μόλις βγήκε αυτή η ταινία σε προβολή μετά από δυο εβδομάδες την απέσυραν την ταινία γιατί είχε άλλα μηνύματα. Και αυτό ήταν ένα θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, έπαιζε η Έλλη Φωτίου και διάλεξα τότε έναν νέο ηθοποιό να πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που ήταν ο Γιώργος Τζώρτζης ο οποίος απέδωσε τέλεια το ρόλο του και τότε συνεργάστηκα και για πρώτη φορά με τον Άγγελο Αντωνόπουλο που πήρε ένα μικρό ρόλο και έκτοτε τον χρησιμοποίησα πολύ και στην τηλεόραση κ.λ.π.
ΑΧ: Απ’ότι καταλαβαίνω πολλοί ηθοποιοί φτασμένοι ξεκίνησαν από εσάς σαν νέοι ηθοποιοί.
Γ: Ήταν η εποχή, τότε ο κινηματογράφος όπως και διεθνώς βασίζεται πάνω στα αστέρια. Τώρα που έγινε κρατική υπόθεση ο κινηματογράφος, η υπηρεσία αυτή που λέγεται κέντρο κινηματογράφου δίνει χρήματα σε έναν που γράφει σενάριο, το σκηνοθετεί και που βγάζει να παίξει -αν δεν βάλει τον εαυτό του- την αδελφή του, τη φίλη του, άγνωστους, δεν βάζει φίρμες γιατί είναι νέος, δεν έχει προπονηθεί, δεν έχει παει ούτε βοηθός και τι να πει, πρέπει να το κάνει κάπως ερασιτεχνικά.
ΑΧ: Το 1968 έχουμε την ταινία ”Ραντεβού με μια άγνωστη”.
Γ; Με την Ναθαναήλ, τον Βόγλη και τον Μυράτ που ήταν απ’ τους ωραιότερους ρόλους του Μυράτ που έκανε έναν εισαγγελέα. Μετά την ταινία αυτή έκανα μετά από 2 χρόνια μια ελληνο- ιταλικο- ισπανική συμπαραγωγή και μέσα στο συμβόλαιο ήταν να κάνω στην Ιταλία το μοντάζ. Και καθώς ήμουν εκεί και κάνουμε 2 ώρες διακοπή, έβγαινα να καπνίσω, να πάρω αέρα και βλέπω μια φορά σε μια πολυκατοικία μεγάλη μια τεράστια διαφημιστική αφίσα που έγραφε στα ιταλικά ”Ραντεβού με μια άγνωστη”. Λεω καλά μας έκλεψαν τον τίτλο και βλέπω να έχει τη φιγούρα μιας γυναίκας που είναι στην άκρη της εξέδρας στη θάλασσα, φυσάει αέρας και έχει και έναν άντρα μπροστά που στις πλάτες του έχει καλυφθεί αυτή η γυναίκα που φυσάει αέρας τα μαλλιά της και λεω να δω τι γράφει και διαβάζω: ”με την ωραία Ελένη της Ελλάδας, Έλενα Ναθαναήλ και τον Γιάννη Βόγλη. Λεω δικιά μας ταινία με τέτοια μεγάλη διαφήμιση, βούρκωσαν τα μάτια μου και στο τέλος έλεγε ”του φημισμένου Έλληνα σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη”. Τότε έκλαψαν τα μάτια μου και όταν πήγα στο χώρο που δουλεύαμε είδα ότι η ταινία είχε έρθει απ’ τις πέντε πρώτες εμπορικές ταινίες που παίζονται.
ΑΧ: Το 1965 έχουμε την ταινία ”Ο Μπλοφατζής”
Γ: Είναι η μόνη ταινία που έκανα με τον αείμνηστο Λάμπρο Κωνσταντάρα και είναι το μόνο βραβείο που πήρε ο Κωνσταντάρας, βραβείο α’ ανδρικού ρόλου στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκη;. Θυμάμαι με πολύ συγκίνηση την συνεργασία μου μαζί του, ήταν ένας άνθρωπος όπως τον βλέπετε μέσα απ’ τις ταινίες.
ΑΧ: Το 1969 έχουμε την ταινία ”Κορίτσια στον ήλιο”
Γ: αυτή η ταινία και το σενάριο είναι του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Είναι η περιπέτεια μιας τουρίστριας στην Ελλάδα, αυτή η ταινία έχει πάρει 7-8 διεθνή βραβεία και ήταν και υποψήφια για την χρυσή σφαίρα στο Hollywood .
ΑΧ: Έχετε κάνει τόσο σημαντικά πράγματα, τόσο εμπορικά και δεν έχετε βγάλει χρήματα όπως λέτε;
Γ: Ήταν η εποχή που δεν έβγαιναν τότε, έβγαιναν από τότε που ο κινηματογράφος έγινε υπόθεση κράτους , που δίνει λεφτά στον ίδιο το σκηνοθέτη και δεν τον πληρώνει με ποσοστά από τα εισιτήρια. Του λεει μια ταινία στοιχίζει 100.000.000 και αυτός θα πάρει την αμοιβή του σαν σκηνοθέτης, παίρνει και άλλη αμοιβή σαν σεναριογράφος. Εγώ ντράπηκα όταν στη Γιουροβίζιον η Ελλάδα πάτωσε και λες σήμερα η Ελλάδα που έγινε γνωστή απ’ τα τραγούδια της, απ΄τη μουσική της πως έφτασε στο σημείο να είναι πάτος; Είναι ντροπή γιατί δεν συμμετέχουν οι καλοί συνθέτες και στιχουργοί, οι καλοί τραγουδιστές, το έχουν αφήσει σε αυτό που λέγεται κουλτούρα και μετά χάνουν. Κάπως έτσι είναι και ο κινηματογράφος.
ΑΧ: Το 1972 έρχεται το σίριαλ ”Μπολσόι Υβάν και Μπίγκ Τζών”
Γ: μπαίνω στην τηλεόραση, είναι η εποχή που σταμάτησε το ενδιαφέρον του ελληνικού κινηματογράφου, είχε αρχίσει η τηλεόραση και ο κόσμος μαζεύονταν εκεί. Και επειδή ήμουν στον κινηματογράφο απ΄τους σκηνοθέτες όχι των φεστιβάλ και των κριτικών αλλά του κοινού, απ’ την αρχή ότι έκανα είχα υπόψη μου τον θεατή και ήμουν απ’ τους πρώτους που έφυγα και πέρασα στην τηλεόραση, το τόλμησα και με κατηγόρησαν κιόλας. Ήταν κωμωδίες, αυτοτελείς ημίωρες ιστορίες που τις είχε γράψει ο συγγραφέας ο Αλέξης Πάρνης που είχε γράψει και ”Το νησί της Αφροδίτης” που ήταν μεγάλη θεατρική επιτυχία. Έγραφε κάθε εβδομάδα ένα ημίωρο στο οποίο σατίριζε την διεθνή κατάσταση, ήταν κάτι περίεργο εκείνη την εποχή που εδώ έχουμε εδραιωμένη χούντα. Αυτοί ήταν οι δυο κατάσκοποι, ένας Ρώσος και ένας Αμερικάνος που συναντιόταν στα διάφορα πλάτη και μήκη της γης. Όλα αυτά που γυρίζαμε διαδραματίζονταν κάπου αλλού, τα δε ντεκόρ ήταν το ένα πίσω απ’ το άλλο και πρώτη φορά τότε είχα συνεργαστεί με έναν σκηνογράφο, με τον Νίκο Πετρόπουλο και έπρεπε μέσα σε μια βάρδια να βγάλουμε ένα ημίωρο επεισόδιο. Το τι γέλιο υπήρχε δεν λέγεται. Οι τεχνικοί δουλεύανε όλη τη μέρα και δουλεύανε και το βράδυ να μην χάσουν βραδινά μεροκάματα, δεν ήταν ξεκούραστοι και κοιμόταν πάνω στις κάμερες και όταν ετοιμαζόμασταν πήγαινα και τους ξύπναγα για να δουλέψου.
ΑΧ: 1973 Επικίνδυνα Βήματα.
Γ: Το ’73 γυρίσαμε μια σειρά με πρωταγωνιστή τον Λάκη Κομνηνό, την Όλγα Πολίτου, η ιστορία του ήταν ένας δημοσιογράφος φεύγει με αποστολή να παει στη Νυρεμβέργη για να δει τα αποτελέσματα στη Νυρεμβέργη με τους χιτλερικούς. Και πηγαίνοντας εκεί μπλέκει σε νεοναζιστική οργάνωση που είχε εμπνεύσει τον αείμνηστο άξιο συγγραφέα Γιάννη Κονδύλη ο οποίος έγραφε αυτή τη σειρά που είχε τέτοια επιτυχία, είχε τέτοια απόδοση φωτογραφική και που νόμιζε κανείς ότι ήταν ένα εγγλέζικο σίριαλ , με το ασπρόμαυρο που είχαμε τότε και με τα καταπληκτικά στέρεα ντεκόρ που και αυτό είχε μια τύχη.. ήταν χούντα και έγινε μια αντεπανάσταση μέσα στη χούντα, τότε ρίξανε τον Παπαδόπουλο και στείλανε πάνω στο κανάλι άλλους αξιωματικούς που τους ενοχλούσε που έδειχνε την νεοναζιστική οργάνωση μέσα από την ιστορία του έργου και μας είπαν ένα επεισόδιο ακόμη και τέλος και έτσι έληξε άδοξα.
ΑΧ: Το 1975 έρχεται η τρομερή επιτυχία ”Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”
Γ: Αυτό ήταν πραγματικά σταθμός στην ελληνική τηλεόραση, ήταν η επιτυχία η μεγάλη μετά τον ”άγνωστο πόλεμο”. Είχε μιλήσει και ο Καζαντζάκης στην ψυχή του κόσμου γιατί με αυτό το σίριαλ το οποίο άρχισε στη μεταπολίτευση όταν έφυγε η χούντα το ’74 και ήρθε η δημοκρατία, ήρθε ο επικεφαλής της ΕΡΤ , ένας συνάδελφος αξιόλογος του θεάτρου ο Αλέξης ο Σολωμός ο οποίος ζητούσε παντού να με βρει και ήθελε να μου αναθέσει να κάνω ένα σίριαλ. Πήγα και τον βρήκα και μου λεει θέλω ένα Καζαντζάκη και θέλω και την ”Οδύσσεια” και θέλω να μου κάνεις ένα εσύ και ένα ο Κούνδουρος. Και λεω ας σου κάνει τον Καζαντζάκη ο Κούνδουρος που είναι κρητικός και εγώ δεν μπορώ να κάνω την ”Οδύσσεια” γιατί προ καιρού παίχτηκε σίριαλ με τη ζωή του Οδυσσέα και του λεω δεν γίνεται, δεν υπάρχουν τα μέσα, η τηλεόραση που κάνω είναι σε κλειστό χώρο και μου λεει ότι θα κάνεις το ”Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” και του λεω θέλω ανοιχτούς ορίζοντας. Του είπα να συνεννοηθεί με τον παραγωγό να χτίσει έξω από το πλατό ένα ολόκληρο χωριό με ότι χρειάζεται για το έργο και έτσι έγινε. Είναι ένα επίτευγμα για τα ντεκόρ της ελληνικής τηλεόρασης που δεν έχει ξαναγίνει και το έκανε ο Πέτρος Καπουράλης. Είναι το μόνο έργο που έκανα και που δεν σβήστηκε.
ΑΧ: Είχανε και αντιδράσεις από τον χώρο της εκκλησίας γι’ αυτή την παραγωγή.
Γ; Η μόνη αντίδραση ήταν από τον αρχιεπίσκοπο Φλωρίνης που είχε βάλει παπάδες να γράφουν τα ονόματα και είπε ότι μας αφόρισε και ρωτάω τι σημαίνει ο αφορισμός και λεει αν ΄πεθάνεις στο νομό Φλώρινας δεν κάνει να σε θάψουν στο νεκροταφείο. Λεω εντάξει θα φροντίσω να μην πεθάνω σ’ αυτό το νομό. Δεν έγινε τίποτα γιατί τη δύναμη την έχει ο κόσμος, τι να κάνει ένας παπάς μπροστά στους 52 νομούς της Ελλάδας; Ενοχλούταν και άλλοι παπάδες γιατί ο Καζαντζάκης μέσα σ’ αυτό το έργο είχε δυο παπάδες, τον καλό και τον κακό και όλοι θύμωναν με τις κακίες του κακού παπά.
ΑΧ: Το 1976 έχουμε τον ”Γιούγκερμαν” του Καραγάτση.
Γ: Με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, αν μου έλεγαν ότι θα σβήσουμε όλα τα έργα και θα κρατήσουμε μόνο ένα αυτό που θες εσύ, θα διάλεγα αυτή την ταινία και όχι το ”Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” διότι το ”Ο Χριστός ξανασταυρώνεται είναι τόσο το έργο σαν βιβλίο δυνατό, με τον Γιούγκερμαν έστησα μια ολόκληρη εποχή. Ήταν ένας Ρώσος που φτάνει στην Ελλάδα τότε με τη μικρασιατική καταστροφή και έρχεται εδώ πως είναι οι Ρωσοπόντιοι ή άλλοι μετανάστες και ξεκινάει μια καριέρα από το μηδέν για να φτάσει στο τέλος επί δικτατορίας του Μεταξά να γίνει ο γενικός διοικητής της τράπεζας. Τι με τραβούσε πολύ, διότι η φιλοσοφία του Καραγάτση που είχε γράψει το μυθιστόρημα ξεκινούσε απ’ τον Freud απ’ τον οποίο ήταν επηρεασμένος και κάτι με έπιανε, όλη η φιλοσοφία του ήρωα έβγαινε από μια ανάλυση που είχε κάνει ο μυθιστοριογράφος στον φροϋδισμό.
ΑΧ: Το 1977 ήταν οι Πάνθεοι.
Γ; Με τον Τάσο Αθανασιάδη που μετά από αυτό το έργο έγινε ακαδημαϊκός. Και αυτό το έργο το αγάπησα πολύ, και αυτό δεν είχε την ιδεολογία που είχε ο Καζαντζάκης μέσα αλλά αυτή τη ζωή που είχε μέσα εγώ την έζησα, το μεσοπόλεμο, εκεί ήταν η Δανδουλάκη με τον Άγγελο Αντωνόπουλο και τότε έκανε ο Άγγελος χρήματα διότι με την ρέντα που είχαν με τι σίριαλ έκανε ένα θίασο δικό του ο Άγγελος και ένα θίασο η Κάτια και έκαναν περιοδεία σε όλη την Ελλάδα και γυρίσανε με λεφτά.
ΑΧ: Το 1979 ερχόμαστε στο ”Συνταγματάρχης Λιάπκιν”
Γ; Πέτρος Φυσσούν σαν συνταγματάρχης και ο Γιούγκερμαν είναι δυο πρόσωπο που έχουν κατέβει στην Ελλάδα τότε με τη μικρασιατική καταστροφή, ο Γιούγκερμαν εγκαθίσταται στον Πειραιά και ζει όλα τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά , ο Δε συνταγματάρχης οδηγείται στη Λάρισα και αρχίζει μια άλλη ιστορία εκεί.
ΑΧ: Έχουν σβηστεί όλα τα σίριαλ; γιατί;
Γ: Γιατί είπαν ότι δεν θέλουμε την ταινία. Μα όταν τα σβήνανε είπαν ότι δεν θέλουμε την ταινία και όταν τα σβήνανε αυτή η ταινία είχε περάσει, δεν είχε μηχανές για μια τέτοια ταινία και είπαν να τις κάνουμε τι; γιατί; για να μην υπάρχουν αυτά διότι θα έκανε η πολιτεία δικούς της Παρθενώνες, ο νοών νοείτο, και τα εξαφανίσανε.
ΑΧ: Το 1980 έχουμε το σίριαλ ”Οι τελευταίες μέρες της γης”
Γ: Αυτό έγινε μόνο 13 επεισόδια ήταν ένα βιβλίο του Πέτρου Χάρη στο οποίο πρωταγωνιστούσαν δυο υπηρέτες. Είχε ιστορία που θα περνούσε από τη γη ο κομήτης του Χάλεκ και θα σύντριβε τη γη και οι άνθρωποι πήγαν στις χαράδρες να μείνουν. Είχε ένα χιούμορ ωραίο και απεικόνιζε τέλεια την εποχή.
ΑΧ: Το 1981 είχαμε το ”Μαρία Πάρνη”.
Γ: άλλη εποχή, της αρχοντιάς, της αριστοκρατίας. Σ’ αυτό το έργο έπαιξε η Ζωή Λάσκαρη τρεις ρόλους, την ίδια την ηρωίδα σε τρεις διαφορετικές ηλικίες. Στην αρχή ως κοπέλα ερωτευμένη όπου κόρη ενός κηπουρού παντρεύτηκε το γιο της οικογένειας, συνεχίζει παντρεμένη με παιδιά και στο τέλος είναι γριούλα, ο ωραιότερος ρόλος της Λάσκαρη.
ΑΧ: Της άρεσε;
Γ: Πως δεν της άρεσε, και μπορούσα και έκανα και εγώ τη δουλειά μου γιατί δεν ήθελε να είναι κάπου ακίνητη και να τη φωτίζουν, κινούταν ελεύθερα και είχε γιο τον Τσακίρογλου και αυτό έπειθε.
ΑΧ; Το 1983 ήταν το τελευταίο σίριαλ που κάνατε ”Το ουράνιο τόξο”
Γ: Και εκεί σταμάτησα. Είναι η εποχή που είχε έρθει η αλλαγή, για να ξεκινήσουν πήραν από εμάς τους παλιούς να συνεχίσουμε τα σίριαλ και με πήραν να κάνω ένα έργο. Και θα έκανα ένα πολύ ωραίο μυθιστόρημα που βρήκα του Ανδρέα Φραγκά, ”Η καγκελόπορτα”, εκπληκτικό, έδειχνε την εποχή που τελείωσε ο Εμφύλιος και βαδίζει σε ένα νέο δρόμο όλη η Ελλάδα. Και έτσι αφού δεν έγινε, πήραμε με τους συνεργάτες μου άλλη ιστορία, μια οικογένεια μικρομεσαίων που είχε τον μπαμπά Άγγελο Αντωνόπουλο, την μαμά Μπέτυ Αρβανίτη και είχαν και δυο παιδιά ένα αγόρι τον Μισθό και ένα κορίτσι την Ελένη Ράντου. Τότε η Ελένη φοβόταν , μου λεει εγώ τώρα μπήκα στη δραματική σχολή και δεν έχω σπουδάσει, και της λεω γι’ αυτό σε παίρνω της λεω γιατί αν σπουδάσεις θα χαλάσεις, θα σου μάθουν να μιλάς αλλιώς, εγώ έτσι σε θέλω, αγνή και ενστικτώδης. Αυτό το σίριαλ δεν το σβήσανε.
ΑΧ: Πόσο πιστεύετε ότι έβλαψε η τηλεόραση τον κινηματογράφο και αυτό το βλέπετε θετικό ή αρνητικό;
Γ: Τον έβλαψε προς στιγμή, μετά αν δεν υπήρχε αυτός ο κρατισμός στον κινηματογράφο, ο κινηματογράφος θα συνέχιζε το δρόμο που είχε αφήσει γιατί ξεκίνησε από το μηδέν. Εγώ όταν άρχισα να βγαίνω αισθανόμουν περηφάνια που με ρωτούσαν σε συνεντεύξεις πείτε μας για τον Κούνδουρο, τον Κακογιάννη, τώρα με ρωτάνε για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο που θεωρείται μεγάλη μορφή του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Δεν έχει τίποτ’ άλλο μετά από αυτό το όνομα.
ΑΧ: Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει δεχθεί επιδράσεις από τον ευρωπαϊκό, τον αμερικάνικο ή τον παγκόσμιο;
Γ: Βέβαια, ανάλογα με την κουλτούρα του κάθε κατασκευαστή. Η επίδραση που δέχτηκα εγώ ήταν από τον ιταλικό κινηματογράφο, εγώ απευθυνόμουν σε μεσογειακό λαό, υπήρχε μια επίδραση, αυτό που υπάρχει τώρα είναι ο ελληνικός κινηματογράφος άνευ ουδεμιάς επιδράσεως, χωρίς νόημα, έχει ωραία φωτογραφία αλλά δεν σε κρατάει, είναι λίγο από δω και λίγο από κει.
ΑΧ: Η έλλειψη που υπήρχε τότε μιας ανώτερης κινηματογραφικής σχολής τέλειας οργανωμένης και εφοδιασμένης πόσο κακό έκανε ή πόσο δυσκόλεψε τους σκηνοθέτες εκείνης της εποχής;
Γ: Η σχολή που πήγαινα εγώ υπήρχε και πριν και μόλις διαλύθηκε έγινε μια άλλη η οποία διατηρείται και σήμερα και είναι η μεγάλη του γένους σχολή όπου εκεί σπουδάζουν σκηνοθέτες που έρχονται από όλα τα επαρχιακά μέρη και τώρα που δεν υπάρχει κινηματογράφος σπουδάζουν κινηματογράφο, παίρνουν τα πτυχία τους, δεν πηγαίνουν βοηθοί, το θεωρούν υποτιμητικό; τι να πω, δεν έχουν δει γύρισμα και είναι όλα θεωρητικά στη σχολή.