/Η Πύρρειος νίκη του άκρατου δημοτικισμού

Η Πύρρειος νίκη του άκρατου δημοτικισμού

Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης, Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος

Εις το αμέσως προτεραίον άρθρον του υποφαινόμενου, μια λογοτεχνική αναφορά εις το έργον ενός εκ των κτητόρων των νεοελληνικών γραμμάτων, ιδρυτικού μέλους του αρχαιότερου πνευματικού ιδρύματος της χώρας του Φιλολογικού Συλλόγου ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ (ετ. Ιδρύσεως στα 1865), του λαμπρού επιστήμονος της νομικής, του λόγιου και θεατρικού συγγραφέως όπου παρά το πολυσχιδές (αναμεταξύ άλλων και κοινωνικού) έργο του, λησμονήθηκε όσο και αν αποφεύγουμε να το παραδεχθούμε δημοσίως, του Σπυρίδωνος Βασιλειάδου, υπήρξε μια προσπάθεια ίνα συνταχθεί έν άρθρον υπό την μορφήν “λαικού αναγνώσματος” το περισσότερον παρά επιστημονικώς τεκμηριωμένου, στην προσπάθεια του να καταδειχθεί η αξία του Βασιλειάδου εις τας αδρότέρας των γραμμών, ακόμη και εις το σημερινό κατώφλι του υπερτεχνολογικού 21ου αιώνος.

Το μοναδικό έγκλημα των ρομαντικών του 19ου αιώνος, δεν ήτο φυσικώς η έλλειψις ταλέντου λογοτεχνικού. Δεν υπήρξε η έλλειψις των εικόνων, της ευαισθησίας, της λυρικής γραμμής ή της νοηματικής ουσίας. Δεν υπήρξε η έλλειψις ειρμού και δομής, ούτε η ανάπτυξης προβληματικών. Η θεματολογία τους ησχολήθει με οτι απασχολεί τον άνθρωπο εώς και σήμερα, ίσως μεν ενταγμένοι σε μιάν άλλη εκφραστική ατραπό και με το δυσθεώρητον σύνορο της καθαρευούσης να υψώνεται αναμεταξύ ούτων και των μετέπειτα δημοτικιστών λογοτεχνών. Τούτο υπήρξε ίσως το μόνον της διαδρομής τους “έγκλημα”, η μορφολογία των εκφραστικών των μέσων.

Κάποτε λογοτεχνικό περιοδικό αρνήθηκε εμφατικώς όπως δημοσιεύσει ποιήματα του υποφαινόμενου. Η δικαιολογία υπήρξε λίαν ελαφρά, ήσαν είπαν κείνα τα ποιήματα,“παλαικού” ύφους ίνα λάβουν την απάντησιν πως δεν υπάρχει παλαικό και νέον ύφος εις την λογοτεχνίαν, παρά άξιον λόγου και ανάξιον λόγου. Εμένων το λοιπόν εις αυτήν την θέσιν περί της αξίας της λογοτεχνίας πέραν του ύφους, της γλώσσης ή άλλων μορφολογικών εξωτερικών στοιχείων, επιμένω πως οι ρομαντικοί ποιητές, ο Βασιλειάδης, Ο Παράσχος, ο Δημήτριος Παπαρηγόπουλος κ.α. Είναι ποιηταί τόσο άξιολογοι όσο και σύγχρονοι θεματολογικώς.

Προκαλεί δέ αλγεινήν εντύπωσιν εις τον υποφαινόμενο πάντοτε, να διαβάζει δια την ρήξη του γλωσσικού ζητήματος του προτεραίου αιώνος, την επικράτηση της δημοτικής, την ήττα της καθαρεύουσης και την αποκαθήλωση όλων όσων έγραψαν, αισθάνθηκαν και κατέγραψαν τα συναισθήματα των ειςεκείνην την μορφήν της εκλεπτυσμένης επικοινωνίας, την οποίαν και θεωρώ τα “καλα”, πολυτελή ενδύματα της γλώσσης μας και την προτιμώ ακραδάντως και δίχως αμφιβολία εκ της κουρελαρίας του υπερδημοτικισμού – εκχυδαισμού.

Είναι αλήθεια πως το κίνημα του δημοτικισμού, επέφερε πληθώρα αλλαγών εις τα παιδευτικά ζητήματα της χώρας. Σήμερα σε μια εποχή όπου δια εμέ το “γλωσσικόν ζήτημα” οφείλει όπως επανατεθεί και αξιολογηθεί εκ νέου υπό των αρμοδίων, οφείλουμε ίνα υπολογίσουμε τα θετικά και τα αρνητικά της πύρρειας ετούτης νίκης του δημοτικισμού.

Και την αποκαλώ πύρρεια νίκη δια τον απλούστατον λόγον του οτι επιβάλλοντας την δημοτικήν, αίφνης άπαντες όσοι εδημιούργησαν εις την καθαρεύουσαν, την γλώσσαν των λογίων, ετέθησαν εις την πυράν και εις το πυρ το εξώτερον ως αποδιοπομπαίοι τράγοι με μοναδικόν κατηγορητήριον τα εκφραστικά μέσα τα οποία χρησιμοποίησαν και με ποινή την αιώνιαν απαξίωσην και λησμονιά.

Κι όμως τούτη η νίκη του άκρατου δημοτικισμού δεν ωφέλησε πνευματικώς σχεδόν εις τίποτε. Δεν σήμανε το άπλωμα το νοηματικόν εις την μεγάλη κοινωνία, τον πλούτο τον πνευματικόν δια τα πολιτισμικά πράγματα της χώρας.

Μόνον υποβάθμιση και πτωχεία ιδεών έφερε ο υπερδημοτικισμός – εκχυδαισμός, συν βεβαίως οτι αποκλείοντας τους εν καθαρευούσι εργασθέντες πνευματικούς μας ανθρώπους, εστερηθήκαμεν έναν ολάκερο κόσμο. Έναν κόσμο όμορφων ιδεών, έναν πλούτον τον οποίον μη δυνάμενοι ίνα αξιολογήσουμε, εχάσαμε δια παντός εντός παλαιών τόμων μιάς λησμονημένης βιβλιοθήκης , η οποία βρίθει βιβλίων τα οποία ουδείς θέτει εμπρός του προς ανάγνωσιν, αλλά ακόμη και ετούτο να κάμει αδυνατεί όπως συλλάβει πλήρως το νόημα των.

Εχάσαμε έναν θησαυρόν, θέτοντας αυτόν εις την πυράν της λησμονιάς, της απαξιώσεως, της καταστροφής και επιτρέψαμε την διάλυση ενός ολάκερου πλήρους ιδεών κόσμον δίχως πολλάκις να δημιουργήσουμε κάποιον καλύτερον. Δεν χρησιμοποιήθηκαν το λοιπόν τα υλικά του παλαιού κόσμου προς δημιουργίαν ενός νέου καλύτερου, παρά αρκεστήκαμε εις την εκ βάθρων καταστροφήν των. Και τούτο μας ήτο αρκετόν.

Θα πρέπει ως οφείλομεν να αποδώσουμε την δέουσα τιμήν και μνήμην εις όσους πρωτεργάτες ούτοι, βοήθησαν μετά του λόγιου και κοινωνικού των έργου, εις την ανάτασιν πνεύματος και λαού. Δεν θα πρέπει επίσης, οι άνθρωποι του πνεύματος ιδιαιτέρως, συναισθανόμενοι το βάρος της κοινωνικής ημών ευθύνης, ίνα απαξιώνουν ουδέναν πρωτοπόρο, ο οποίος μετά της βοηθείας μιάς λάμπας του πετρελαίου ή και ενός κεριού μονάχα με μέσα πρωτόγονα, μα έμπλεοι αγάπης προς το ωραίον και τον συνάνθρωπον προσεπάθησαν όπως ήτο δυνατόν το ίνα φωτίσουν τον δρόμον ενός ολάκερου έθνους, το οποίον οτι έβγαινε εκ του βαθυτάτου σκότους της πέραν των τετρακοσίων ετών σκλαβιάς των Οθωμανών.

Ενταύθα δεν ισχύει το “πήγαινε, ήλθε η ώρα μου να μιλήσω”. Δεν ισχύει το αποκαθηλώνω ώστε να καταστώ εγώ το “πρόσωπον της ημέρας”. Δεν ισχύει το γκρεμίζω τα θεμέλια, διότι τοιουοτρόπως πως είναι ποτέ δυνατόν όπως στηριχθεί το νεοελληνικόν οικοδόμημα των ερχόμενων αιώνων του μέλλοντος κόσμου.

Ήτο λοιπόν η νίκη του Δημοτικισμού μια νίκη ουσιώδης ; Μια νίκη η οποία επέφερε την βελτίωσην, την καλυτέρευσιν, την πρόοδον εις το εν Ελλάδι πνεύμα και εις την νεοελληνικήν κοινωνίαν ; Ήτο οτι ομοίαζε ως όραμα και λαική απαίτησις εν τέλλει, κάτι το οποίον εβοήθησε, ανέταξε πολιτισμικώς, ηθικώς, κοινωνικώς ;

Το νέον δεν είναι πάντοτε και το ορθόν αν και απεχθάνομαι τον ρόλον ενός “Μετά Χριστόν” προφήτου, δεν ημπορεί παρά να προκαλεί εξαιρετικώς αλγεινήν εντύπωσιν το γεγονός πως εις τας αρχάς του προτεραίου αιώνος και χάριν του “νέου” ως αναγγέλονταν ο δημοτικισμός ο οποίος επαρουσιάστηκε λίγο – πολύ ως “αποκατάστασις της τάξεως” ως “δικαίωμα του λαού” όπως όλα όσα αρνητικά παρουσιάζονται ως “δώρα” και ως “ τελικές λύσεις”, ως ένα γλυκύτατον δηλητήριον να αποκαθηλώθηκαν μετά τεραστίας δόσεως απαξίας, άπαντες οι κτήτορες των νεοελληνικών γραμμάτων, οι οποίοι πρωτοσκάλισαν εις την άγραφον τότε αρχικήν σελίδαν της νεοελληνικής λογοτεχνίας και των γραμμάτων, τα πρώτα γράμματα, την άλβαφήτα της και έθεσαν μετά της πρωτοπορίας των αυτής, τον θεμέλιον λίθον της έννοιας της πνευματικής παραγωγής εις τούτη την χώρα.

Και ο δημοτικισμός και η καθαρεύουσα (και τούτο είναι το καίριον νόημα του κειμένου αν και δεν είναι αμέσως προφανές) είναι απλώς τα εργαλεία τα οποία ανά πάσα στιγμή διαθέτουμε. Είναι απλώς τα μέσα προς την καλυτέρευσιν του λαού και της πνευματικής του παραγωγής. Διότι σημασία έχει πάντοτε η πρόοδος η μετά πλήρους ουσίας και ποτέ οι τύποι. Αυτό το οποίον οφείλει να διωχθεί είναι σαφώς η κακή χρήση της δημοτικής, το ψυχαρικόν πνεύμα “δημοτική για την δημοτική” κάτι το οποίον οδήγησε εις τον εκχυδαισμό της και η απαξίωσις του κόσμου της καθαρευούσης διότι άπαντα όλα συναποτελούν την πνευματική παρακαταθήκη της χώρας προς το μέλλον, προς την πορεία της αναμεταξύ των εθνών.

Και έθνη δίχως γλώσσα, δεν υφίστανται.

Ποιό μέλλει να είναι το μέλλον ; Την απάντησιν θα την δώσει ο ιστορικός των επόμενων αιώνων. Εις ποίαν γλώσσαν ; ίσως και αυτήν την “νέαν γλώσσαν” του Οργουελικού “1984”, των πεντακοσίων λέξεων είτε ακόμη ακόμη και τούτων των άναρθρων κραυγών, εις καιρούς όπου θα επικρατήσει ο πρωτογονισμός εκ νέου και η ιστορία θα έχει κάμει τον πλήρην κύκλον της…