Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης, του Φιλολογικού Συλλόγου « ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ και της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών
Τούτο το κείμενο, συντάσσεται έπειτα απο καιρό και με το βάρος της ενσυναίθησης του υποφαινόμενου για τα πρόσωπα και τα πράγματα αυτού του τόπου. Ουδείς παραβιάζει ανοιχτές θύρες όταν διασπιστώνει τον οφθαλμοφανέστατο πλέον παραγκωνισμό του πνεύματος, έναντι της ύλης. Ο καταναλωτισμός της εποχής μας, δρά (όταν τούτος ξεπερνά ως τάση τις εντελώς βιοτικές ανάγκες και μετεξελίσσεται σε μάστιγα και έμμονη ιδέα ατομική και κοινωνική), μόνον ως τροχοπέδη προς πνευματική ανάπτυξη του σύγχρονου ανθρώπου.
Τούτο το απο δεκαετίες παραητρημένο εξ όσων έχουν τον χρόνον και την διάθεση να το καταγράψουν κοινωνικό φαινόμενο, με τις τόσες προεκτάσεις εντός και εκτός του ατόμου και της κοινωνίας, σε συνδιασμό με έναν συγκερασμό άλλων παραγόντων, συντείνουν διαρκώς και ολοένα στην συνεχή αλλοτρίωση της ψυχοσύνθεσης ατόμων και κοινωνιών και κατατρώγουν σιωπηρώς οτι έχει απομείνει απο την πνευματική κίνηση γενικώς στον λεγόμενο κυρίως δυτικό κόσμο όπου γνωρίζουμε κάπως καλύτερα και μας αφορά, αλλά και ειδικότερα στην χώρα μας.
Η υπερβολική χρήση των νέων τεχνολογιών, η λάθος χρήση της μορφωτικής ατραπού η οποία οδηγεί στο χειρότερο είδος αμορφωσιάς,
ως καθίσταται αναμφίβολα η αμορφωσιά των πτυχιούχων, άκρως εξειδικευμένων, οι οποίοι δεν δύνανται σε έστω και μία παραγωγική σκέψη, έξω απο τις ειδικότητες των να προβούν, ο αδύνατον να καταστεί διαχειρίσιμος (άρα και επιβλαβής) τεράστιος όγκος των πληροφοριών (οι περισσότερες επουσιώδεις και κενού νοήματος), μα συνάμα και οι σύγχρονοι ρυθμοί της ζωής μας, αδυνατίζουν την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου σε τέτοιο βαθμό, ώστε σχεδόν αυτό το ίδιο το πνεύμα και συνάμα η κριτική σκέψη, να καθίσταται υπό εξαφάνιση και να αποτελεί κτήμα μόνον συγκεκριμένων, περιορισμένων σε αριθμό ανθρώπων. Βαδίζουμε εν ολίγοις (εάν δε έχουμε φτάσει ήδη εκεί) σε μία ελιτοποίηση πνευματική και έναν κόσμο (τους περισσότερους) εις το σκότος της βαθύτατης αμορφωσιάς ο οποίος δεν αίσθανεται (και τούτο είναι ακριβώς το επικίνδυνο σημείο) ουδεμία ανάγκη πνευματική κι ανάμεσα σε αυτά τα δύο ολοένα και περισσότερο διαχωρισμένα είδη της ανθρωπότητας, ένα τεράστιο και αγεφύρωτο κενό.
Πάντοτε ο υποφαινόμενος, πίστεψε στο πλάτεμα της γνώσης. Της γνώσης της ουσιαστικής, όπου οδηγεί την ανθρώπινη φύση προς ένα ανώτερο εγώ, το οποίον πάντοτε ο υποφαινόμενος επίστεψε επίσης, πως βρίσκεται λιγότερο ή περισσότερο εντός του κάθε ανθρώπου, κυρίως εν ύπνω και εκ των συνθηκών της ζωής, είτε αφυπνίζεται είτε παραμένει στην κατάσταση αυτή. Η αλλαγή των πρωτύπων μιάς κοινωνίας, η οποία παρατηρείται εντονότατα ιδιαίτερα τις τελευταίες αυτές δεκαετίες, η μετεξέλιξη της ανθρώπινης υπόστασης ολοένα και πιο εμφατικώς σε καταναλωτικού όντος, το οποίον ζεί, εργάζεται, αμοίβεται και καταναλώνει, δίχως ποτέ να εννοήσει και πόσο μάλλον να απασχοληθεί με τα πνευματικά ζητήματα του δώρου της ζωής, είναι και το κλειδί της σημερινής μας κρίσης των αξιών, του Πολιτισμού, της ενσυναίθησης, της συναντίληψης που οι δυσκολίες της ζωής, κάποτε είχαν επιβάλλει στον άνθρωπο.
Θα περίμενε δέ κανείς, έπειτα απο τόσα χρόνια αξιακής κρίσης η οποία κατέληξε και σε υλική τέτοια, οι άνθρωποι να αναπτύξουν περισσότερη αλληλεγγύη αναμεταξύ των, νέα κοινωνικά οράματα και γιατι οχι και εθνικά οράματα, τέλος πάντων οράματα ενωτικά, να γεννηθούν και ο κόσμος να συστρατευθεί, προκειμένου να αντιπαλαίψει οτι συμβαίνει γύρω του, για το οποίον δυστυχώς ή ευτυχώς δεν είναι άμοιρος ευθυνών ούτε ο ίδιος.
Κι όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο άνθρωπος προσπαθώντας να επιβιώσει, καθίσταται λιγότερο αξιακά φορτισμένος, δεν ενδιαφέρεται για τον συνάνθρωπο του επί της ουσίας, η αλληλεγγύη πηγαίνει περίπατο και κρατιέται μοναχά δια τους τύπους και γενικώς συμβαίνει ο άνθρωπος να συρρικνώνεται μοναχά στο ατομικό του εγώ, το οποίο αποτελεί και τον μοναδικό λόγο ύπαρξης της ζωής του, τον μοναδικό σκοπό και αυτοσκοπό της έμβιας διαδρομής του απο αυτόν τον κόσμο.
Θα έλεγε κανείς, παρατηρώντας την ανθρωπότητα απο ψηλά, πως το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως επικρατεί παντού και πάντα όσο οι συνθήκες δυσκολεύουν.
Τούτο το φαινόμενο, θα τολμούσε να πεί κάποιος αντικειμενικός παρατηρητής της ανθρωπότητος, πως είναι μοναδικό στην ανθρώπινη γνωστή μας ιστορία και οφείλεται ως ανεφέρθει σε μεγάλο βαθμό στην εγκατάλειψη κάθε είδους ιδεώδους, την περιθωριοποίηση του πνευματικού κόσμου και των πνευματικών ταγών των λαών και τον παραγκωνισμό τους απο τους πολλούς, ως μη ενδιαφέροντες ή για να μην είμαι εντελώς αφοριστικός ως μη ενδιαφέροντες για τους περισσότερους.
Ποιός λοιπόν ο ρόλος ο πνευματικός και ο κοινωνικός των ανθρώπων του πνεύματος, μέσα σε μιά κοινωνία η οποία στην μεγάλη της πλειοψηφία, έχει πλέον απωλέσει κάθε αισθητήριο για την πνευματική της ανάπτυξη, έχει θέσει τις πνευματικές της ανάγκες πολύ κοντά εις το ναδίρ, έχει αποδιώξει απο το συνειδητό της σκεπτικό κάθε έννοια πνευματικότητας, εξέλιξης πνευματικής, ανάγκης τέτοιας ;
Θα έλεγα πως ο ρόλος όλων όσων θεωρούν τους εαυτούς τους πνευματικούς ανθρώπους, περιορίζεται σε έναν άχαρο ρόλο, αν οχι απλώς σε μία αντιστροφή συμπεριφεριολογική αντίστοιχη και όσων δεν θεωρούνται άνθρωποι πνευματικοί, ήτοι σε μιά εγωπάθεια, σε έναν ναρκισσισμό, σε έναν διαρκή εσωτερικό μονόλογο δίχως να υπάρχει το ενδιαφέρον για τους πολλούς, σε μιά ανάδειξη μόνον προσωπική διαμέσου της πνευματικής ατραπού, σε μιά κενολογία αφόρητη και εν ολίγοις σε έναν φαύλο κύκλο, ο οποίος αντί να γεφυρώνει το πολιτισμικό κενό αναμεταξύ ανθρώπων του πνεύματος και ανθρώπων που δεν τους αφορά και τόσο αυτό το πνεύμα, μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, δεκαετία με την δεκαετία, αιώνα με τον αιώνα.
Μέσα απο αυτό το κείμενο, που δεν είναι παρά μιά σειρά απο διαπιστώσεις πολλάκις θιγμένες και απο πολλούς άλλους, ο υποφαινόμενος προσπαθεί να καταδείξει τον ρόλο των πνευματικών μας ανθρώπων σε σχέση με την σημερινή βαλτώδη κατάσταση, την ευθύνη των ανθρώπων του πνεύματος έναντι των άλλων, την κατανόηση του κοινωνικού τους ρόλου, πέρα απο εκείνη την μόνιμη δικαιολογία όσων γράφουν περί “εσωτερικής ανάγκης”.
Πρέπει επιτέλους να παύσουμε να θεωρούμε πως εμείς είμεθα το κέντρο του κόσμου, διότι δεν είμεθα επουδενί.
Πρέπει να συστρατευθούμε οχι σε κλειστές ομηγύρεις και ιερατεία όπου θα θρέψουν αναιδώς τον οιονδήποτε εγωισμό μας, αλλά σε έναν ανένδοτο πνευματικό αγώνα, ενάντια στην φθορά και την διαφθορά της κοιμώμενης βαθιά ανθρώπινης φύσης και υπόστασης. Πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε την τέχνη και την γραφίδα ως τρόπο προσωπικής ανάδειξης, ως μέσον φιλαυτίας, ως τρόπο να καταστούμε αναγνωρίσιμοι. Όσοι δέ εκ των οποίων προσποιούνται τους πνευματικούς ανθρώπους, σκέπτονται τοιουτοτρόπως, ας τους βεβαιώσω πως εδιάλεξαν τον χειρότερο και δυσκολότερο δρόμο ώστε να επιτύχουν, (κατά πως ορίζεται σήμερα η επιτυχία) σε αυτήν την ζωή.
Οι καιροί μας, είναι πολύ δύσκολοι πνευματικά. Βρισκόμαστε κατά την άποψη του υποφαινόμενου εμπρός στην απαρχές ενός νέου Μεσαίωνα, ενός υπερτεχνολογικού Μεσαίωνα ο οποίος δεν θα θυμίζει σε τίποτε τον Μεσαίωνα που πέρασε, θα είναι ένας εφιάλτης δίχως προηγούμενο, καταφωτισμένος απο τους τεχνητούς λαμπτήρες, ενός υπερτεχνολογικού πολιτισμού, ο οποίος ως έμμεση συνέπεια του θα έχει σαφώς την αποστέρηση κάθε πνευματικότητας, την αποστέρηση της ίδιας την ανάγκης για κάθε πνευματική αναζήτηση.
Θα πρόκειται περί ενός εφιάλτη, που άλλον τέτοιον δεν θα έχει βιώσει ποτέ ξανά ο κόσμος. Με τούτο το κείμενο δοκιμιακού χαρακτήρα δέ, ας σημειωθεί εντόνως, πως δεν επιχειρείται κανενός είδους δαιμονοποίηση του τενολογικού Πολιτισμού, όμως όπως και σε κάθε τι, πέρα απο το μέτρο στην χρήση του, οφείλουμε και προσοχή στον ίδιο τον τρόπο της χρήσης του ώστε να μην καταστεί το ίδιο αυτό υπέροχο κατασκεύασμα και επίτευγμα του ανθρώπου, η θηλειά, η οποία θα πνίξει την ίδια την ανθρωπότητα.
Αν συνεχίσουμε με αυτόν τον ρυθμό, το να απαντούμε θετικά στα καλέσματα των σύγχρονων σειρήνων τις οποίες εμείς δημουργήσαμε, τότε το σκαρί της ανθρωπότητας θα συνθλιβεί το δίχως άλλο, επάνω στα βράχια της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, του καταναλωτισμού και της φιλαυτίας, οι οποίες σήμερα λυμαίνονται ως αξίες την ψυχή, το μυαλό, την συμπεριφορά της ανθρωπότητας και έχουν αποδιώξει απο μέσα μας, κάθε αρετή.
Θα έλεγε δέ κανείς καταληκτικά πως δεν μας λείπει ένας νέος διαφωτισμός, μιά νέα πίστη στις ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά μιά νέα αναγέννηση.
Μιά ζωή περισσότερο κατά φύσιν παρά την σημερινή παρά φύσιν τέτοια. Μιά νέα βάπτιση στα καθαρά νερά της αρχαίας των ημών προγόνων κοσμοθέασης, στα καθαρά ύδατα μιάς νοερής Κασταλίας πηγής.
Αυτή η αναβάπτιση, αυτό το νέο “ένδον σκάπτε” του Αυρηλίου, αυτό το ανασκάλεμα των προτεραιοτήτων μέσα μας και το περισσότερο ημών των ανθρώπων του πνεύματος, έργο δύσκολο μα αναγκαίο κάθε στιγμή της ανθρώπινης ύπαρξης, θα μας σώσει απο τα χειρότερα που έρχονται. Και έρχονται διότι εμείς τα επικαλούμεθα κάθε φορά, θρέφοντας βάναυσα την φυγόπονο φύση μας με την ευκολία, με την ρηχότητα, με την ανουσιότητα.
Σημ. Ακροτελεύτια
Η μελέτη μου περί του Φιλολογικού Συλλόγου του ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ, με οδήγησε στο συμπέρασμα του πως ο εν λόγω σύλλογος αποτέλεσε το ζητούμενο μιάς ολάκερης κοινωνίας, το πως αγκάλιασε και συστράτευσε τις ωραίες, άξιες λόγου πνευματικές δυνάμεις και τις έθεσε στην διάθεση του λαού. Το πως ένας σύλλογος “σαν απο καιρό ζήτούμενος” κατήντησε μιά και μόνον λέξη. Η λέξη αυτή ήταν, ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ.
Αυτό χρειάζεται και η σημερινή μας εποχή, έναν πνευματικό πόλο έλξεως των σκεπτόμενων ανθρώπων και όσων συναισθάνονται την κοινωνική αυτών ευθύνη, προς ανάταση του λαού μας.
Δεν είναι το λοιπόν ετούτο δώ, ένα απλό δοκίμιο πολυδιαπιστωμένων συμπερασμάτων για το πνευματικό μας τέλμα, είναι ένα κάλεσμα, μιά έκκλησις προς το Πανελλήνιον κοινόν, ώστε οι πνευματικοί άνθρωποι και ο λαός μας να συμπορευθεί, να πιστέψει ξανά στις πνευματικές, πολιτιστικές δυνάμεις του, οι οποίες και βρίσκονται σε αδράνεια εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Πάρα πολύ, για μιά χώρα οδηγήτρα των πνευματικών πραγμάτων, ως η Ελλάδα ΜΑΣ.
ΕΜΠΡΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ !