Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης
Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο πως η μετάβαση από τον μεσαίωνα στην αναγέννηση υπήρξε μία ευνοϊκή συγκυρία για την πνευματική άνθηση που σε συνδυασμό με την αυγή της ευρωπαϊκής οικονομικής ευμάρειας δημιούργησαν πολλές ευκαιρίες απασχόλησης για τους μορφωμένους νέους της εποχής και αύξησαν θεαματικά το ενδιαφέρον για ανώτερες σπουδές.
Πυρήνας συγκρότησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας ήταν οι σχολές που δημιουργήθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής που προσέφεραν σπουδές σε αντικείμενα όπως η ιατρική, το δίκαιο, η θεολογία και οι ελευθέριες τέχνες. Καθώς ολοένα και περισσότεροι σπουδαστές και καθηγητές εμπλεκόταν στην ακαδημαϊκή διαδικασία προέκυψε η ανάγκη οργάνωσης κυρίως στο συντεχνιακό επίπεδο με στόχο την κατοχύρωση της εκπαιδευτικής δραστηριότητας, της νομικής προστασίας των σχολών αλλά και των σπουδαστών και των εκπαιδευτικών που ήταν ξένοι και δεν είχαν τα δικαιώματα του γηγενούς πληθυσμού, την εξασφάλιση επαγγελματικών δικαιωμάτων και άλλων προνομίων.
Αυτοί οι συνδυασμοί εκπαιδευτικών και φοιτητών ακολούθησαν το οργανωτικό σχήμα πρότυπο των συντεχνιών της εποχής και ονομάστηκαν “universitas”.
Η απουσία ακίνητης περιουσίας αποτελούσε έναν ακόμα μοχλό πίεσης για το πανεπιστήμιο, καθώς είχαν την δυνατότητα να χρησιμοποιούν το ζήτημα της μετακίνησης τους με στόχο την εξασφάλιση περεταίρω παραχωρήσεων από τις τοπικές κοινωνίες. Άλλωστε η αυτονομία από εξωτερικές παρεμβάσεις, το δικαίωμα απονομής πτυχίων και καθορισμού των προγραμμάτων σπουδών και ο καθορισμός του ύψους των διδάκτρων ήταν κεντρικοί στόχοι των πρώτων πανεπιστημίων.
Η υποστήριξη τόσο της βασιλικής εξουσίας όσο και της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας που προέκυπτε από την ανάγκη υποστήριξης της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας από την γραφειοκρατία και τους νομικούς παρείχε στο πανεπιστήμιο σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις που συχνά έφταναν στο όριο της απαλλαγής και άλλες μορφές ασυλίας.
Παρότι αναπτύχθηκαν πολλά εναλλακτικά μοντέλα εσωτερικής οργάνωσης το πλέον σύνηθες είχε ως πρότυπο εκείνο που εφαρμόστηκε στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, με την μεγάλη προπτυχιακή σχολή των ελευθερίων τεχνών και τις τρεις μεταπτυχιακές σχολές νομική, ιατρική, και θεολογική με την σχολή των τεχνών να έχει χαρακτήρα προετοιμασίας που οδηγούσε στις μεταπτυχιακές σχολές εξειδίκευσης που αναφέρθηκαν πιο πάνω, η αποφοίτηση από τις οποίες κατέληγε στην απόκτηση πτυχίου Master of Arts.
Στη σχολή των τεχνών διδασκόταν κυρίως η γραμματική η οποία σταδιακά αντικαταστάθηκε από την μελέτη της λογικής, τα μαθηματικά ενώ το πρόγραμμα σπουδών συμπλήρωναν οι τρεις φιλοσοφίες, η ηθική φιλοσοφία, η φυσική φιλοσοφία και η μεταφυσική και φυσικά η ιατρική, το δίκαιο και η θεολογία θεωρήθηκαν ως ανώτερα θέματα στις μεταπτυχιακές σπουδές και είχαν ως προαπαιτούμενη την αποφοίτηση από την σχολή των τεχνών.
Η εκπαιδευτική αναβίωση κατά τον ύστερο μεσαίωνα στην αρχική της φάση είχε ως στόχο την επανένταξη και την κατανόηση των κλασικών Ρωμαίων αλλά και Λατίνων συγγραφέων της πρώιμης περιόδου, με έμφαση στα κείμενα των πατέρων της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και μεταφρασμένων στα Λατινικά ελληνικών κειμένων, κυρίως πλατωνικών και αριστοτελικών.
Όμως κατά την δεύτερη της φάση εμπλουτίστηκε με τρόπο θεαματικό από νέες μεταφράσεις κλασικών έργων από τα ελληνικά και τα αραβικά.
Αναμφίβολα η ένταξη του νέου συνόλου κειμένων, η μελέτη και η ανάλυση τους στην εκπαιδευτική διαδικασία, αποτέλεσαν καταλύτη της πνευματικής αναγέννησης του 13ου αιώνα. Κυρίαρχα ζητούμενα υπήρξαν η αφομοίωση των νέων γνώσεων, η εφαρμογή τους σε πρακτικά θέματα, άμβλυνση των εσωτερικών τους αντιφάσεων, αλλά και η αξιολόγηση της σημασίας τους.
Όμως από την αρχή προέκυψαν σημαντικά ζητήματα όπως η κοσμολογία, η γνωσιολογία, η φυσική, η ψυχολογία και η μεταφυσική αλλά και σημαντικά θεολογικά προβλήματα. Η εισαγωγή της αριστοτελικής φιλοσοφίας στον ακαδημαϊκό διάλογο της εποχής ήρθε σε αντίθεση με αξιώματα της πλατωνικής ανάλυσης αλλά και σημαντικά θεολογικά προβλήματα. Η εισαγωγή της αριστοτελικής φιλοσοφίας στον ακαδημαϊκό διάλογο της εποχής ήρθε σε αντίθεση με αξιώματα της πλατωνικής ανάλυσης αλλά και του χριστιανικού δόγματος.
Οι πρώτες αναλύσεις του μουσουλμανικού Αβικέννα που επιχείρησε να διαμορφώσει μία πλατωνική εκδοχή των αριστοτελικών κειμένων που δεν δημιουργούσαν προβλήματα. Όμως η μεταγενέστερη προσπάθεια του επίσης Ισπανού μουσουλμάνου Αβερρόη απαλλάξει ταυτόχρονα από την νεοπλατωνική θεώρηση έγειρε τεράστια φιλοσοφικά και θρησκευτικά ζητήματα.
Παρά τις σημαντικές προσπάθειες που κατέβαλαν μετριοπαθείς αριστοτελικοί όπως ο Robert Grosseteste, ο Ρογήρος Βάκων, ο Bonaventura, ο Αλβέρτος ο Μέγας και ο Θωμάς ο Ακινάτης να συμβιβάσουν την αριστοτελική φιλοσοφία με το χριστιανικό δόγμα. Στο Παρίσι και ειδικά στην σχολή των τεχνών εμφανίστηκε μία ομάδα ριζοσπαστών καθηγητών που δίδασκαν ανατρεπτικές φιλοσοφικές απόψεις με βάση τον αριστοτελισμό παρακάμπτοντας την χριστιανική διδασκαλία.
Η πλέον εμβληματική μορφή της αυτής της ομάδας υπήρξε ο καθηγητής της σχολής των τεχνών Siger της Brabant που έθεσε ως στόχο του την διάδοση της φιλοσοφίας ερήμην της χριστιανικής διδασκαλίας.
Οι φιλοσοφικές θέσεις των ριζοσπαστών αποτυπώθηκαν γραπτά στην συνοπτική πραγματεία που είχε τίτλο <<Περί αιωνιότητας του κόσμου>> που γράφτηκε από τον Βοήθιο της Δακίας, μαθητή του Siger που στόχο είχε τον πλήρη διαχωρισμό θεολογίας-φιλοσοφίας. Με βάση την φυσική φιλοσοφία ο Βοήθιος απέρριψε το χριστιανικό δόγμα της Δημιουργίας προτάσσοντας την αιωνιότητα του κόσμου και αρνήθηκε την ανάσταση νεκρών θεωρώντας πως αυτή είναι αδύνατη λόγω φυσικών αιτιών.
Οι απόψεις των ακραίων αριστοτελικών της σχολής των τεχνών όπως ήταν φυσικό προκάλεσαν την σφοδρή αντίδραση τόσο της θεολογικής σχολής του Παρισιού, όσο και των εκκλησιαστικών κύκλων της εποχής που είχαν και την υποστήριξη των μετριοπαθών αριστοτελικών του Θωμά του Ακινάτη και Bonaventura που κορυφώθηκε με την καταδίκη που εξέδωσε το 1270 ο επίσκοπος του Παρισιού Etienne Tempier και καταδίκαζε δεκατρείς φιλοσοφικές προτάσεις των ακραίων αριστοτελικών του Siger.
EΠΙΛΟΓΟΣ
Η συχνά διατυπωμένη φράση <<Ο Μεσαίωνας ήταν σκοτεινοί χρόνοι στην διάρκεια των οποίων τίποτα δεν έγινε>> συμπυκνώνει την ευρύτερη αντίληψη σειράς ιστορικών που υποβαθμίζουν την Μεσαιωνική περίοδο.
Νεότερες μελέτες άλλωστε αποδεικνύουν πως πολλά από τα επιτεύγματα που θεωρούσαμε ότι προερχόταν από την περίοδο της αναγέννησης έχουν την αφετηρία τους στον Μεσαίωνα.
Άλλωστε τόσο η περίοδος της κλασικής αρχαιότητας όσο και αυτής της αναγέννησης ουδέποτε υπήρξαν ιστορικά αυτοτελής σε σχέση με τον Μεσαίωνα. Αντίθετα η μεσαιωνική περίοδος αποτελούσε τον αγωγό αξιών και των γνώσεων της αρχαιότητας προς την αναγέννηση.
Σ’ αυτή την περίοδο τέθηκαν οι βάσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού και διαμορφώθηκαν τα στοιχεία που συγκρότησαν την κοινή πολιτισμική ταυτότητα της Ευρώπης, καθώς η μετάφραση κλασικών ελληνικών και λατινικών έργων και η ένταξη τους στην εκπαιδευτική διαδικασία συνέπεσε με την ίδρυση των πρώτων πανεπιστημίων και την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος των νέων των κοινωνιών της εποχής για την παιδεία και σε συνδυασμό με τις καταδίκες του 1270 και του 1277 που τελικά άνοιξαν δρόμους για την επιστημονική και φιλοσοφική έρευνα.