Η Λουκία Παπαδάκη πρωταγωνιστεί, αυτό το διάστημα στην εξαιρετική παράσταση “Ο Φονιάς”. Με αυτή την αφορμή παραχώρησε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μανίκα, όπου εκτός από τα της παράστασης αναφέρεται με ευθύτητα στους δικούς της στόχους ως ηθοποιός αλλά και στο τηλεοπτικό σκηνικό.
Πρωταγωνιστείτε στην παράσταση “Ο Φονιάς”. Ποια είναι συνοπτικά η υπόθεση;
Ο Φονιάς είναι ένα από τα κορυφαία έργα της ελληνικής δραματουργίας του Μήτσου Ευθυμιάδη. Για μας είναι το αριστούργημα του. Διαδραματίζεται ένα βροχερό βράδυ κάπου στη δεκαετία του ’70 αλλά μπορεί να είναι οπουδήποτε κι οποιαδήποτε χρονική στιγμή και θα το καταλάβετε όταν το δείτε.
Τα πρόσωπα είναι τέσσερα. Είναι τρία, η οικογένεια, ο αδερφός, η αδερφή κι ο γαμπρός και μαζί με αυτόν τον αδερφό που επιστρέφει, βγαίνοντας από τη φυλακή, είναι κι ένας τύπος φίλος του, φυλακόβιος. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι κρύβουν πάρα πολλά μυστικά. Ζουν την προσωπική τους κόλαση, δεν υπάρχει τίποτα παραδεισένιο στη ζωή τους. Κι εκείνη η νύχτα όλοι ψάχνουν να βρουν την αλήθεια και τη λύτρωση. Τις απαντήσεις στα γεγονότα που έχουν προηγηθεί.
Είναι ένα έργο πάρα πολύ βαθύ και ουσιαστικό πάνω στην ανθρώπινη φύση, γι’ αυτό και λέω θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε ώρα, οποιαδήποτε μέρα, οποιαδήποτε χρονιά. Δεν έχει εποχή γιατί τα ανθρώπινα είναι τα ίδια πάντα και παντού. Γι’ αυτό λέω ότι είναι βαθύ και ουσιαστικό. Δεν είναι αυτό που λέμε, θα καταθλιπτώ ή θα ψυχοπλακωθώ. Είναι ένα ηφαίστειο που εκρήγνυται. Δεν υπάρχει καμιά χαλαρή ή νατουραλιστική στιγμή. Είναι όλα στα άκρα αλλά χωρίς να φαίνονται.
Η Μαρία, που υποδύεστε, είναι περισσότερο θύτης ή θύμα και τι ρόλο παίζει, ανάμεσα σε τρεις άνδρες, στην εξέλιξη του έργου;
Η Μαρία είναι και τα δυο, όπως γίνεται συνήθως τις περισσότερες φορές κι ας μην το αντιλαμβανόμαστε. Και είναι ο καταλύτης όλης της ιστορίας, όλων των μυστικών που παραμονεύουν και θα βγουν στο φως, φυσικά. Η αλήθεια είναι λυτρωτική μεν, με την έννοια ότι δεν χρειάζεται να κρύβομαι άλλο, αλλά από την άλλη μεριά η αλήθεια δεν φέρνει χαρά και ανακούφιση. απλώς συνειδητοποιούμε ακόμη περισσότερο πόσο βαθιά έχουμε βουτήξει στα μυστικά, στα ψέματα, στα κρυψίματα και απλώς βγαίνει κάτι από τη μέση, τίποτα άλλο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι βαθιά βουτηγμένοι μέσα στη ζωή.
Ποιο είναι το ηθικό μήνυμα ή τα μηνύματα που θα αποκομίσουν οι θεατές;
Νομίζω ότι είναι συμπαντικά μηνύματα. Τα απλά απλούστατα ζητήματα. Αυτός είναι ο λόγος που είμαστε εδώ. Προσπαθούμε να τα λύσουμε. Πρώτα απ’ όλα ο καθένας μας κάνει τις επιλογές του κι είναι απολύτως υπεύθυνος γι’ αυτές. Ανεξαρτήτως των καταστάσεων και των συνθηκών, η τελική επιλογή είναι δική μας. Οι καταστάσεις είναι αυτές που είναι. Το τι θα επιλέξουμε να κάνουμε εμείς με τις καταστάσεις αυτές, πώς θα αντιδράσουμε, και πως θα λύσουμε και θα καταλύσουμε μια κατάσταση που μας προβληματίζει, μας πνίγει αυτό είναι καθαρά δική μας επιλογή. Και ζούμε με τις συνέπειες, όποιες κι αν είναι αυτές και δεν ξεφεύγουμε ποτέ γιατί έρχεται η στιγμή που τα πράγματα θα μας χτυπήσουν στα μούτρα. Μπορεί να περάσουμε μια ολόκληρη ζωή και το τελευταίο εικοσιτετράωρο να τιναχτούν όλα στον αέρα και να σκάσουν μπροστά μας αυτά που επιμελώς και με τόσο βάσανο αποφεύγουμε. Η επιλογή είναι δική μας και οι συνέπειες είναι δικές μας και όλα χρεώνονται, μας όλα όμως.
Έχετε μια πολυετή, επιτυχημένη πορεία. Τι αναζητάτε καλλιτεχνικά από εαυτό σας;
Καλλιτεχνικά ψάχνω αυτό που έψαχνα από την αρχή. Πάντα να βουτάω και να δοκιμάζω πράγματα, να τσαλαπατιέμαι, να τσαλακώνομαι, να κοντράρομαι, να χτυπιέμαι με τον εαυτό μου, με τις δυνατότητες μου, με την εκπαίδευση που έχω λάβει ως ηθοποιός. Σε όλα τα επίπεδα, σωματικό, ψυχικό, πνευματικό. Όλη αυτή τη διαδικασία που δεν μπορώ να την εξηγήσω. Φαντάζομαι κανείς μας δεν μπορεί α, β, γ. Αλλά είναι μια τόσο περίπλοκη διαδικασία και ακραία κι αυτά είναι μια μόνιμη πρόκληση. Κι αυτός ο στόχος κι ο σκοπός μου από την αρχή. Τα όνειρα μου, ακόμη κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε είναι να βουτάω στο θέατρο, να τυραννιέμαι, να χτυπιέμαι, κυρίως όμως πάνω απ’ όλα να το χαίρομαι. γιατί για μένα είναι παρά πολύ μεγάλη χαρά. Με όλα τα “αιματοβαμμένα” του ζόρια, μεταφορικά μιλώντας. Αλλά έχει πολύ αίμα, πολύ ιδρώτα, πολύ δάκρυ, Είναι αιμοβόρο το θέατρο, δεν είναι εύκολο. Τίποτα δεν είναι εύκολο, ακόμη και το πιο απλό για το θεατή. το πιο ανάλαφρο.
Είναι πολύ μεγάλη πορεία σας και στην ελληνική τηλεόραση. Φαίνεται να υπάρχει μια τάση επιστροφής στην ελληνική μυθοπλασία και τη λογοτεχνία μετά από αρκετά χρόνια ίσως και λόγω της οικονομικής κρίσης. Πώς την κρίνετε;
Ακριβώς θα συμφωνήσω απολύτως μαζί σας. Αλλά κι εδώ είναι οι επιλογές μας. Ας μην κάνουμε πενήντα σειρές, ας κάνουμε δέκα αλλά καλές. Καταρχήν, δεν είναι δυνατόν να τους προλάβουμε όλους και δεν είναι δυνατόν ο κόσμος να είναι 24 ώρες το 24ωρο με ένα τετράγωνο μάτι κι ένα τηλεκοντρόλ στο χέρι. Αποκλείεται. Εξ ορισμού δεν μπορεί να τα προλάβει. Πρέπει όμως να έχει επιλογές. Θέλω να φτάσει η τηλεόραση που κάνουμε όλοι μας εκεί ώστε να μην ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει, όχι να είναι στη λογική ας κάτσω να το δω κι αυτό. Αυτό είναι θανάσιμο λάθος. Είναι εγκληματικό λάθος. Και για μας που κάνουμε τηλεόραση και για το θεατή. Ο θεατής όταν του δώσεις καλά πράγματα θα τα πάρει κι έχει φανεί αυτό. Δεν αποκλείει το ένα το άλλο. Προς Θεού. Ούτε είναι δυνατόν να κατεβάσουμε όλη μας τη βιβλιοθήκη και να κάνουμε μόνο αυτό. Υπάρχει ατελείωτο υλικό, βιβλίων, διηγημάτων, θεατρικών έργων. δοκιμίων. Έχουμε παρά πολύ καλούς σεναριογράφους. έχουμε παρά πολύ καλούς διασκευαστές. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να παίρνουμε έτοιμα φορμάτ. γιατί μπορούμε να κάνουμε πολύ καλή κωμωδία, πολύ καλά δράματα, πολύ καλή μυθοπλασία. Έχουμε υλικό, έχουμε πάρα πολύ ικανούς ανθρώπους. Φοβάμαι να χρησιμοποιήσω τι λέξη ταλαντούχους, γιατί δεν ξέρω και τι λέει τελικά αυτό. αλλά έχουμε ανθρώπους ζουμερούς πολύ.
Αλλά βεβαίως το κυριότερο, όταν γίνεται και βγαίνει κάτι τέτοιο στην τηλεόραση να έχει την πλήρη στήριξη του “συστήματος”, δηλαδή των ΜΜΕ, των κριτικών, των δημοσιευμάτων, να μην τα αγνοούμε.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι το “Έξι νύχτες στην Ακρόπολη”. Έχουμε έτος Σεφέρη. Κι εγώ σας λέω, ας πούμε ότι την έκρινα και είναι μια μπούρδα. Ήμουν ανίκανη και πήρα το Σεφέρη κι έκανα μια σαχλαμάρα. Και μόνο το γεγονός ότι κάποιος θα έκανε τον κόπο και το κουράγιο να ασχοληθεί με τον μέγιστο Σεφέρη, αξίζει την προσοχή μας, αξίζει τη στήριξη μας, αξίζει να λέμε κάθε τόσο πέντε κουβέντες. Πόσο μάλλον που πρόκειται για μια θαυμάσια δουλειά με εξαίρετους συντελεστές. Εξαιρετική δουλειά.
Δηλαδή, αχ τι ωραία που κάνουμε στροφή αλλά είδατε να γράφετε κάτι, να φλασάρει κάτι γι’ αυτή τη θαυμάσια δουλειά; Μπορείτε να έχει τα ελαττώματα της, τίποτα δεν είναι τέλειο, αλλά είναι μια απαιτητική, μια ακριβή παραγωγή με αυθεντική προσφορά. Ποιος μιλάει γι’ αυτό; Ένα παράδειγμα σας έφερα.
Επειδή έχω τη μεγάλη τιμή να με σκηνοθετεί ο Γιάννης Διαμαντόπουλος και τη μουσική του έργου την έχει γράψει ο εξαίρετος Διονύσης Τσακνής. Θ’ ανατριχιάσετε με τη μουσική του. Η μουσική παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο μέσα στην παράσταση πραγματικά μου σηκώνεται η τρίχα. Παίζουμε αλλιώς. Παίζουμε κι άλλο βγάζουμε κι άλλα πράγματα, όταν ακούμε τη μουσική του Διονύση.
Και όλα αυτά μπορούν να παίξουν παντού. Στα πρωινάδικα, στα σταϊλάδικα, στα χαριτωμενάδικα. Πάντα υπάρχουν τρία λεπτά να αφιερώσεις κανένας σε κάτι καλό. Και θα το εκτιμήσει ο κόσμος.