Γράφει ο Βασίλης Λέτσιος
Η ανακοίνωση αυτή εστιάζει στο πεζογραφικό έργο του Ευάγγελου Αβέρωφ- Τοσίτσα (1908-1990) και ειδικότερα τις αναπαραστάσεις της γης στην τριλογία που περιλαµβάνει τα µυθιστορήµατα Η Φωνή της γης (1964), Γη της οδύνης (1966) και Γη δελφύς (1968), που γράφτηκαν κατά την τετραετία 1963-1967. Ο Αβέρωφ έγραψε επιπλέον τρεις συλλογές διηγηµάτων, δύο µυθιστορήµατα και τρία θεατρικά έργα.
Από τη δεκαετία του ’30 σώζονται και τα πρώτα ανέκδοτα ποιήµατά του, οι Πεζές στροφές (1935), µια συλλογή µε 31 πεζά ποιήµατα, και ένας έµµετρος ερωτικός διάλογος γραµµένος το 1937. Έχουν προηγηθεί βιβλία επιστηµονικά (Βαλκανική τελωνειακή ένωσις, 1933, Συµβολή εις την έρευναν του πληθυσµιακού προβλήµατος της Ελλάδος, 1939, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήµατος, 1948). Από το 1949 έως το 1964 είναι σχεδόν χωρίς διακοπή υπουργός (Εφοδιασµού, Εθνικής Οικονοµίας, Γεωργίας και από το 1956 Εξωτερικών). Ακολούθησαν δύο έργα ιστορικού-πολιτικού περιεχοµένου (Φωτιά και τσεκούρι: Ελλάς 1946-1949, Ιστορία χαµένων ευκαιριών: Κυπριακό 1956-1963).
Θα λέγαµε ότι χρονολογικά ο Αβέρωφ ανήκει περισσότερο στους συγγραφείς που άρχισαν να δηµοσιεύουν κατά τη δεκαετία του ’30. Αν και εµφανίστηκε µετά το 1960, δεν αναζήτησε την ανανέωση σε αφηγηµατικές τεχνικές (δηµοσιεύει το πρώτο του µυθιστόρηµα σε ηλικία 56 ετών). Ωστόσο, αντίθετα από την πεζογραφία της γενιάς του ’30, βασικό χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του Αβέρωφ (ως µεταπολεµικής) είναι η έντονη πολιτικοποίηση (Αργυρίου, Ζήρας, Κοτζιάς, Κουλουφάκος 1976-1977).
Στη µεταπολεµική εποχή η µαρτυρία και η λογοτεχνία γενικότερα συχνά συνδέονται µε τον ιδεολογικό διχασµό της ελληνικής κοινωνίας ως αποτέλεσµα του Εµφυλίου Πολέµου (Αργυρίου 1988). Αµέσως µετά την απελευθέρωση και τα ∆εκεµβριανά δηµοσιεύθηκαν διάφορα έργα που αναφέρονταν στον ελληνοϊταλικό πόλεµο και την Αντίσταση, όπως Το Μνήµα της γριάς (1945) του Άγγελου Βλάχου,
Το Πλατύ ποτάµι και Το Οδοιπορικό του ’43 (1946) του Γιάννη Μπεράτη, Η Φωτιά (1946) του ∆ηµήτρη Χατζή και τα διηγήµατα Ματωµένα χρόνια (1946) του Σωτήρη Πατατζή. Τα µυθιστορήµατα του Γιάννη Μπεράτη, όπως και αυτά των Ηλία Βενέζη (Έξοδος: το βιβλίο της Κατοχής, 1950) και Γιώργου Θεοτοκά (Ιερά οδός, 1950) είχαν καλή υποδοχή από τους ανθρώπους αυτής της γενιάς όχι όµως και από τη µεταπολεµική γενιά (Αποστολίδης 1962· Αργυρίου, Ζήρας, Κοτζιάς, Κουλουφάκος 1976-1977: 66).
Μετά τον Εµφύλιο Πόλεµο, που τελείωσε µε την ήττα του ∆ηµοκρατικού στρατού και την υποχώρησή του στην Αλβανία το 1949, διαµορφώνεται το πολιτικό και ιδεολογικό κλίµα στη µεταπολεµική Ελλάδα. Ο αντι-κοµµουνισµός γίνεται κρατική ιδεολογία. Αναφορές στην Αντίσταση, εφόσον αυτή συνδέεται µε τις κοµµουνιστικές ιδέες, γίνονται µε επιφυλάξεις. Σε αυτό το κλίµα οι συγγραφείς σπάνια αναφέρονται στον Εµφύλιο Πόλεµο ή αναφέρονται σε αυτόν στα πλαίσια της
Κατοχής, όπως στην Πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά (1953), τη Ρίζα του µύθου (1954) του Ρόδη Ρούφου (µέρος της τριλογίας Χρονικό µιας σταυροφορίας), την Τειχοµαχία του ∆. Φ. Φραγκόπουλου (1954) και το Στα δόντια της µυλόπετρας (1955) του Νίκου Κάσδαγλη. Εξαίρεση αποτελεί η Πυραµίδα 67 (1950) του Ρένου (Αποστολίδη), µια µαρτυρία για τον Εµφύλιο Πόλεµο από έναν επίστρατο του κυβερνητικού στρατού.
Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’50 η πεζογραφία αποστασιοποιείται κατά κάποιο τρόπο από το τραύµα της δεκαετίας του ’40 και την αναπαράσταση του παρελθόντος γενικότερα. Αυτή η µεταστροφή σε θεµατική και τεχνικές µπορεί να σχετίζεται µε την αλλαγή του πολιτικού και κοινωνικού κλίµατος εκείνης της περιόδου. Η απόρριψη του σταλινισµού από τον Χρούστσεφ το 1956 και οι επιπτώσεις της στο ΚΚΕ, η σχετική πολιτική σταθερότητα που επέτρεψε στην Ε∆Α να γίνει πρώτο αντιπολιτευτικό κόµµα στις εκλογές του 1958 είναι ενδεικτικά µιας περιόδου µεγάλων εντάσεων ανάµεσα στην τάση προς µια δηµοκρατική και δυτικότροπη κοινωνία και τις δυνάµεις που φοβούνταν ότι αυτή η πολιτική ελευθερία θα διέγειρε τον κοµµουνιστικό «κίνδυνο».
Ο Αβέρωφ γίνεται ένας από τους συγγραφείς που θέλησε να διηγηθεί σε µυθιστόρηµα γεγονότα της Κατοχής και του Εµφυλίου Πολέµου 25 περίπου χρόνια µετά την εποχή που θα αρχίσει να περιγράφει στο πρώτο του µυθιστόρηµα (από το 1939). Χρειάστηκε φαίνεται κάποια χρονική απόσταση και κάποια ψυχική διεργασία για να µετουσιώσει τα γεγονότα της δραµατικής αυτής δεκαετίας του 1940-1950 σε δηµιουργήµατα λογοτεχνικά. Η αρχή της µυθιστορηµατικής καριέρας του Αβέρωφ το 1963 συµπίπτει µε την παραίτηση της κυβέρνησης της ΕΡΕ (στην οποία ο Αβέρωφ είχε την ιδιότητα του Υπουργού Εξωτερικών, που συνεπαγόταν µακρές απουσίες στο εξωτερικό) τον Ιούνιο του 1963 µετά τη διαφωνία του Καραµανλή µε τον βασιλέα Παύλο σε ένα ζήτηµα εξωτερικής πολιτικής. Μετά τον Ιούνιο του 1963 ο Αβέρωφ δεν ήταν µέλος της τριµελούς διοικούσας επιτροπής της ΕΡΕ που όρισε, πριν από την αναχώρησή του στο εξωτερικό, ο πρώην αρχηγός της (Χατζηβασιλείου 2000: 77).
Η τριλογία έχει ως θέµα την επιστροφή στην Ελλάδα ενός φτασµένου Έλληνα του εξωτερικού, του γαλλόφωνου ποιητή Νικήτα Κωλέτη, και τη σχέση που αναπτύσσει µε την ελληνική πραγµατικότητα κατά τα χρόνια 1939 έως τα µέσα της
δεκαετίας του ’60. Ενώ ο Νικήτας επιστρέφει µε έντονα ανθελληνικά συναισθήµατα και µε σκοπό να ξαναφύγει, η επαφή του µε το θεσσαλικό κάµπο και ο πόλεµος του δίνουν µια νέα προοπτική ζωής και παραµένει. Η τριλογία είναι αναπόσπαστα συνδεδεµένη µε τον πόλεµο και τις ασφυκτικές καταστάσεις που αυτός δηµιουργεί.
Αυτό ισχύει κυρίως στα δύο πρώτα από τα τρία µυθιστορήµατα. Το τρίτο δείχνει να εισπράττει περισσότερο τα διδάγµατα του πολέµου έχοντας να αντιµετωπίσει τις προκλήσεις της νέας εποχής: «διαπιστώνουµε ξαφνικά πως ο τόπος µας γίνεται
Ευρώπη πιο γρήγορα απ’ ό,τι ξέραµε ή και περιµέναµε» (1980: 18). Όπως χαρακτηριστικά λέει µια νέα ηρωίδα στην αρχή του βιβλίου: «Ως πότε θα ζούµε στη βαριά ατµόσφαιρα µιας ξεπερασµένης Ελλάδας; Πάνε αυτά, Αλέξη. Πέρασαν» (1980:16).
Ο ίδιος ο συγγραφέας αναγνωρίζει το δεύτερο µυθιστόρηµα ως ιστορικό σε υποσηµείωσή του, όπου όπως αναφέρει «παίζουν ρόλο και ιστορικά πρόσωπα» (1984β, Α: 122). Πιο εκτεταµένα περί της σχέσης µε την ιστορία ο συγγραφέας διευκρινίζει σε προµετωπίδες και σε επίλογους στα δύο πρώτα µυθιστορήµατα. Η τριλογία του Αβέρωφ συνδυάζει το φανταστικό (και σε κάποιο βαθµό αυτοβιογραφικό, όπως θα δούµε) µύθο και τα ιστορικά γεγονότα που «αποδίδονται µε κάθε δυνατή ακρίβεια και αντικειµενικότητα», όπως αναφέρεται στο προλογικό σηµείωµα του δεύτερου µυθιστορήµατος. Το προλογικό σηµείωµα του πρώτου µυθιστορήµατος έχει ενδιαφέρον πρώτον για τη σχέση του µυθιστορήµατος µε την ιστορία και δεύτερον επειδή αναφέρεται σε ένα ειδικά ιστορικό γεγονός, τη δηµόσια δράση της «Ρωµαϊκής Λεγεώνας» και τις ενέργειες της Ιταλικής Μεραρχίας Φορλί, όπως επίσης και την αντίδραση εναντίον τους. Ως προς τη σχέση µε την ιστορία ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι ως προς τα παραπάνω η αφήγηση «ανταποκρίνεται αυστηρά στα πραγµατικά γεγονότα». Μετά το τέλος της κυρίως αφήγησης αναφέρονται ως φανταστικά όλα τα πρόσωπα εκτός αυτών που αναφέρονται ως πραγµατικά καθώς και «όσα γεγονότα δεν έχουν άµεση σχέση µε τη φανερή δράση της Ρωµαϊκής Λεγεώνας και των Ιταλών, ή µε την αντίδραση εναντίον τους».
Η έµφαση του Αβέρωφ στο συγκεκριµένο γεγονός συνδέεται µε την προ 15αετίας δηµοσίευση του επιστηµονικού έργου Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήµατος (1948). Το θέµα επανέρχεται στη λογοτεχνική του εκδοχή για να εκφράσει µε πιστότητα ό,τι δε συµπεριέλαβε το επιστηµονικό έργο, διαστάσεις περί του θέµατος που ο συγγραφέας θέλησε να «φωτίσει» περισσότερο και προπαντός συναισθήµατα και υποκειµενικές κρίσεις που δεν µπόρεσαν να αποδοθούν σε δοκιµιακό λόγο. Όµως στο κουτσοβλαχικό ζήτηµα θα επανέλθουµε παρακάτω.
Παραπάνω αναφέρθηκε ότι η τριλογία περιλαµβάνει αυτοβιογραφικά στοιχεία σε σηµείο που θα µπορούσε να χαρακτηριστεί και µυθιστόρηµα αυτοβιογραφικό (ή µε έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία). Ο πατέρας του Ευάγγελου Αναστάσηςσπούδασε στη Γαλλία, όπως ο Νικήτας, και µάλιστα γεωπόνος, όπως το ηρωικό πρότυπο του Νικήτα, ο Αλέξης. Από αυτή την άποψη ο πατέρας συνδυάζει σε κάποιο βαθµό τις δύο πρωταγωνιστικές µορφές της τριλογίας, που αρχικά αντιπαρατίθενται, αλλά τελικά γίνονται αδελφικοί φίλοι. Το κτήµα του Νικήτα, ο Φτελιώνας, ανταποκρίνεται στην έκταση γης που αγόρασε ο Αναστάσης (κάπου δέκα χιλιάδες στρέµµατα) στη Λάρισα, τα οποία και βάλθηκε να καλλιεργεί µε τρόπο πρωτοποριακό για την εποχή. Ως προς τα ιστορικά γεγονότα, ο συγγραφέας στο προλογικό σηµείωµα του δεύτερου µυθιστορήµατος αναφέρει ότι «πολλές λεπτοµέρειες των γεγονότων αυτών, όπως του ∆εκέµβρη του 1944 ή άλλες, τις έζησαν, ακριβώς όπως περιγράφονται, γνωστοί Έλληνες». Εποµένως, το µυθιστόρηµα εµπεριέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία του τύπου του πατέρα του συγγραφέα και της περιουσιακής γης στη Θεσσαλία καθώς επίσης και εµπειρίες όχι ακριβώς αυτοβιογραφικές ωστόσο πραγµατικές, που έζησαν «γνωστοί Έλληνες», όπως χαρακτηριστικά προαναφέρθηκε.
Η δοµή της τριλογίας, των µερών, των κεφαλαίων, των ενοτήτων της, αναδεικνύει ως κεντρικό θέµα τη γη. Ο συγγραφέας «φανερώνει» κάθε φορά το µέγεθος και το µεγαλείο της γης, την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η φύση και αναλόγως σταδιακά εστιάζει περισσότερο για να αναδείξει ό,τι αφορά τις εκάστοτε δραστηριότητες των ανθρώπων που δείχνουν άλλες φορές να συµφωνούν και άλλες όχι (πάντως σίγουρα να συνδέονται) µε την κατάσταση ηρεµίας ή ταραχής, φωτός ή
σκότους που προαναφέρθηκε. Στο δεύτερο κεφάλαιο από το δεύτερο µυθιστόρηµα, π.χ, υπάρχει µια εκτενέστατη αναφορά στο Περτούλι, στην καρδιά της Πίνδου, ως «πίνακας κυβιστικός, τεράστιος, επιβλητικός, σχεδόν υπερκόσµιος» µε µεγάλες µονοκόντυλες γραµµές να χωρίζουν απέραντες µονόχρωµες επιφάνειες» (1984β, Α:42). Κάπου λοιπόν λέει ότι «σου πιανόταν η ανάσα απ’ την εξώκοσµη λιτότητα του τοπίου» και πράγµατι, όταν ο φακός του συγγραφέα «κατεβαίνει» περισσότερο, στο σπίτι όπου έχει το στρατηγείο του ο ΕΛΑΣ (όπου προπάντων γίνονταν οι συναντήσεις µε τους Άγγλους και τους αντιπροσώπους του Ε∆ΕΣ), εντοπίζουµε µια ηχητική εικόνα ασυµφωνίας, όπου «µόνο στο κάστρο του ΕΛΑΣ ήταν ησυχία» καθώς «το µικρό χωριό […] βούιζε από κάθε λογής αξιωµατικούς κι αντάρτες, όπως δεν είχε βουίξει ποτέ άλλοτε» (1984β, Α: 43).
Η φωνή της γης (που δίνει και τον τίτλο στο πρώτο µυθιστόρηµα) είναι η «πρωταγωνίστρια» της τριλογίας. Η γη είναι η κινητήριος δύναµη, µια σταθερή αξία που καθοδηγεί τον πρωταγωνιστή: «χωρίς να το καταλάβει, αγαπούσε, λάτρευε, τούτη την τυραννισµένη µα και ευλογηµένη γη…» (1984α: 181). Ο Νικήτας σα νέος αλαφροΐσκιωτος, γίνεται αποδέκτης και ερµηνευτής των διαφόρων στοιχείων της φύσης. Το ένα σηµάδι είναι η παρουσία του ζευγαριού που χάνεται στο δάσος. Ο
γεροδεµένος άντρας (όπως και ο κεντρικός ήρωας) «από δυνατός και αρρενωπός είχε γίνει αδύνατος κ’ είχε λυγίσει µπρος στη γυναίκα») (1984α: 34). Το άλλο σηµάδι είναι η παρουσία των πουλιών σε σχήµα βέλους που έρχονταν καταπάνω του και µε τις ίδιες σκληρές νικητήριες ιαχές φώναζαν: «Ας πεθάνουν!» (1984α: 37). Όµως, η σκηνή της επικοινωνίας µε τη γη είναι η πλέον χαρακτηριστική:
έχωσε το κεφάλι του στην ανοιγµένη γη, έφερε δώθε – κείθε το πρόσωπό του, το ‘τριψε σχεδόν, στο βυθό της αυλακιάς κι ανάσανε… ανάσανε… ανάσανε δυνατά, γρήγορα, για να πάρει µέσα του όσο πιο πολλή µπορούσε απ’ αυτή την άγνωστη ζωή. (1984α: 39).
Τη σκηνή παρακολουθεί ο Μουραγιάς:
«– ∆εν ήταν ζαλάδα, αφέντη, είπε. Σου µίλησε. – Ποιος µου µίλησε; Ρώτησε εκείνος έκπληκτος. – Η γης! Μιλάει η γης, αφέντη. Μα όχι σ’ όλους. Μιλάει, και χαρά στον που µπορεί να την ακούσει». (1984α: 39).
Το θέµα της φωνής της γης επανέρχεται συχνά κυρίως στο πρώτο µυθιστόρηµα. Το φαινόµενο επιδέχεται ερµηνείες, δεν µπορεί να προσδιοριστεί µε ακρίβεια: «∆εν είναι η φωνή της σαν τη φωνή του ανθρώπου» (1984α: 215). Αλλού δείχνει να
ταυτίζεται µε τον Αλέξη: «ο ίδιος ο Αλέξης ήταν µια φωνή της γης» (1984α: 285). Σε άλλο σηµείο συνδέεται µε τον ερωτικό πόθο στην ερωτική σκηνή µε τη Φρόσω: «Τι ηδονή!» […] «Ή µήπως ήταν απλά και µόνο η φωνή της γης» (1984α: 365). Η φωνή ταυτίζεται επίσης µε την αγάπη για την ίδια γυναίκα σύµφωνα µε το Νικήτα: «Η Φροσούλα µου είναι κι αυτή µια φωνή της γης, και δίχως να το καταλάβω την αγάπησα σιγά-σιγά» (1984α: 385). Αυτού του τύπου η πολυσηµία σε σχέση µε τον ήχο της φύσης θυµίζει τον «ηχό, γλυκύτατο ηχό» που γίνεται αντιληπτός µετά την εµφάνιση της Φεγγαροντυµένης στον Κρητικό (1833) του Σολωµού:
∆εν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
Και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
Και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,
Του δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάει·
∆εν είν’ αηδόνι κρητικό που παίρνει τη λαλιά του
Σε ψηλούς βράχους κι άγριους οπ’ έχει τη φωλιά του,
Κι αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα
Η θάλασσα πολύ µακριά, πολύ µακριά η πεδιάδα,
Ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια,
Κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια·
∆εν είν’ φιαµπόλι το γλυκό οπού τ’ αγρίκαα µόνος
Στον Ψηλορίτη όπου συχνά µ’ ετραβουνεν ο πόνος
Κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού µεσουρανίς να λάµπη
Και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάµποι·
Κι ετάραζε τα σπλάχνα µου ελευθεριάς ελπίδα
Κι εφώναζα: ω θεϊκιά κι όλη αίµατα Πατρίδα!
Κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια µε καµάρι·
Καλή ‘ν’ η µαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
(1986: 204-205)
Το τριαδικό σχήµα του «∆εν είναι…» δείχνει να εµπνέει και τον Αβέρωφ, εφόσον ο «γλυκύτατος ηχός» της γης του Φτελιώνα, όπως είδαµε, αδυνατεί να προσδιοριστεί µε ακρίβεια. Ωστόσο, τα δύο κείµενα δε µοιάζουν ως προς αυτό µόνο ως προς τον εκφραστικό τρόπο. Προπαντός ως προς την ουσία καθώς και η τριλογία αναπαράγει µετά από την επικοινωνία µε τη φύση τους στίχους: «Κι ετάραζε τα σπλάχνα µου ελευθεριάς ελπίδα/ Κι εφώναζα: ω θεϊκιά κι όλη αίµατα Πατρίδα!». Η «θεικιά κι όλη αίµατα Πατρίδα» είναι αυτό µε το οποίο κυρίως συνδέεται η φωνή της γης στην µία περίπτωση και ο «γλυκύτατος ηχός» στην άλλη µετά από την εµπειρία, και στις δύο περιπτώσεις, του πολέµου και της καταστροφής. Το τάραγµα των σπλάχνων και του Νικήτα, όπως και του Κρητικού, προέρχεται από «ελευθεριάς ελπίδα» και αυτή είναι που τον υποκινεί να συµµετάσχει στον πόλεµο. Ωστόσο, οι διακειµενικές αναγνώσεις ως προς τη φωνή της γης δε σταµατούν εδώ. Η σχέση του Νικήτα µε τα σηµάδια της φύσης και το άκουσµα της φωνής της γης θυµίζει σε κάποιο βαθµό τον Αλαφροΐσκιωτο (γρ. 1907) του Σικελιανού, το πρώτο πραγµατικό ποιητικό φανέρωµα του ποιητή, του οποίου ο τίτλος ως γνωστόν είναι παρµένος από το γνωστό στίχο του Σολωµού στους Ελεύθερους πολιορκηµένους, και σηµαίνει τον εµπνευσµένο, τον άνθρωπο που βλέπει οράµατα:
[…] και λάτρεψα,
και στη λαχτάρα µου είπα:
«Βάλε το αυτί στα χώµατα».
Και φάνη µου πως η καρδιά
της γης βαριά αντιχτοίπα.
(1965: 95)
Όµως και αναφορές από τον Αλαφροΐσκιωτο στον ασφοδελώνα θυµίζουν ειδικότερα τον Φτελιώνα. Η ηχητική οµοιότητα µάλιστα του Φτελιώνα µε τον ασφοδελώνα ενισχύει αυτή την άποψη. Η σκηνή που ο Νικήτας έχει χώσει το κεφάλι του στην ανοιγµένη γη και ανασαίνει στο βυθό της αυλακιάς είναι παρόµοια µε τη διαδικασία που συναντούµε στον Αλαφροΐσκιωτο:
Ασφοδελώνα· ακούµπησα
το αυτί στη γη σου. […]
Ω ασφοδελώνα· ανάλαφρος
ύπνος κι εµένα ερίζωσε
στη γη σου ως ασφοδίλι·
κ’ υψώθηκε η γαλήνη µου,
σαν το λευκό σου λούλουδο,
κάποιον αιθέριο δείλι.
(1965: 152)
Και στις δύο περιπτώσεις η επαφή µε τη Φύση είναι µία µορφή άσκησης της ψυχής, που σχετίζεται µε τη διάπλαση της προσωπικότητας του εκάστοτε «αλαφροΐσκιωτου». Όπως αναφέρει στον Πρόλογό του ο Σικελιανός, «η επαφή αυτή µου µε τη Φύση είχε από την αρχή τον χαρακτήρα κάποιας άσκησης βαθιάς κ’ ευλαβικής· αυτής της ίδιας, άλλωστε, άσκησης των καθαυτό πρωταρχικών µας ψυχικών λειτουργιών, που αποτελεί µια δυνατότητα βιολογική αναντίρρητη για τη ζωή του κάθε ανθρώπου στην ανάπτυξη των σχέσεών του µε τον κόσµο, αλλά που µέσα στον Ποιητή – σα να ενεργεί κι από τα σπλάχνα της µητέρας του και ν’ αναπτύσσεται αδιάπτωτα βαθιά του – από τα πρώτα του τα χρόνια εκδηλώνεται µ’ ενδόµυχα σκιρτήµατα ως απόκριση στ’ ατέλειωτα µηνύµατα του Κόσµου, µε σκιρτήµατα που γίνονται ολοένα πιο δραστήρια, ρυθµικά και νοερά» (1965: 20).
Ανάλογη είναι και η «άσκηση των καθαυτό ψυχικών λειτουργιών» για το Νικήτα στην τριλογία. Η φωνή της γης είναι η ιερή εκείνη στιγµή της αυτογνωσίας του υποκειµένου που οδηγεί στο να αντιληφθεί την προέλευση και την αποστολή του «αποκρινόµενος», για να χρησιµοποιήσω τα λόγια του Σικελιανού, «στ’ ατέλειωτα µηνύµατα του Κόσµου». Πιστεύω ότι ακριβώς αυτή η ιδιότητα του πρωταγωνιστή της τριλογίας να βλέπει οράµατα και η χαρακτηριστική επικοινωνία του µε τη γη συµφωνούν µε την ποιητική ιδιότητα που του αποδίδει ο συγγραφέας Αβέρωφ.
Πράγµατι, ο ποιητής, που γίνεται µέγας υπερασπιστής και εκφραστής της γης εκφράζει, µέσα από τη νέα ιστορική πραγµατικότητα και ατοµική συµπεριφορά, ένα σύστηµα αξιών που είναι στην ουσία του «ποιητικό» καθώς συνδέεται µε κάποιες από τις υπέρτατες ανθρώπινες αξίες, όπως την ελευθερία, την τιµή, την αξιοπρέπεια.
Η αξία της γης βρίσκεται µέσα στην ταπεινότητά της: «οι πετρότοποί της συµβόλιζαν σταθερά υγεία και λιτότητα, δύναµη και ελευθερία, πριν απ’ όλα ελευθερία!» (1984α: 222).
Είναι αξιοπρόσεκτη η µεταµόρφωση του Νικήτα στην τριλογία. Αρχικά υιοθετεί µία άκρως ανθελληνική συµπεριφορά. Τα Βαλκάνια αναφέρονται ως «Εγγύς Ανατολή» και ως «βρώµικα και απολίτιστα», ενώ η ∆ύση, και οι συνήθειές της, παρουσιάζονται ως «πολιτισµένος κόσµος» (1984α: 13). Η επιστροφή του Νικήτα συνδυάζεται µε «µια άρνηση, µια αποστροφή», «όσα είχε ακούσει από τον παππού του και τους έλληνες δασκάλους του για τη δύναµη και για το µεγαλείο της Ελλάδας ήταν ένα κωµικό παραµύθι» (1984α: 15). Ωστόσο, ο Νικήτας θα οδηγηθεί προς µια συµβολική ανάσταση, όπως διατυπώνεται ήδη στο πρώτο µυθιστόρηµα: «∆εν είναι ολοκληρωµένη η ανάστασή µου, συλλογίστηκε. ∆ε σε αναγκάζουν οι άλλοι, δε σε καλούν οι άλλοι να κάµεις το καθήκον σου. Πας µοναχός σου. Κι αν ακόµα δεν είµαι καθόλου Κουτσόβλαχος, πρέπει να γίνω τώρα» (1984α: 230). Η αντιπαλότητα του ελληνικού µε το ξενικό στοιχείο είναι εµφανής όχι µόνο στο πολιτικό πλαίσιο, αλλά και σε προσωπικό. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή της φιλονικίας του Νικήτα µε τον ιταλό ευγενή που διεκδικεί την Καίτη. Η σκηνή εµπεριέχει δραµατικότητα («Θα χτυπηθούµε για θάνατο») (1984α: 377), ενώ το πολιτικό και το προσωπικό µένος παρουσιάζονται ως αλληλένδετα: «το µίσος της σκλαβιάς συγκεντρωµένο στο πρόσωπό του» (1984α: 377). Η Ελλάδα παριστάνεται ως θύµα των πολιτικών περιστάσεων, «πατηµένη» και «ρηµαγµένη» από τους ξένους, όπως δηλώνει µια διαπίστωση που επανέρχεται συχνά στην αφήγηση: «∆ύσµοιρη χώρα, συλλογίστηκε, πόσες φορές οι ξένοι σε πάτησαν και σε ρήµαξαν» (1984α: 371).
Άνθρωποι όπως ο Νικήτας έδειξαν (όχι απαραίτητα από την αρχή) την απαραίτητη αφοσίωση και ανταποκρίθηκαν στην περίσταση του πολέµου. συγκεκριµένος πόλεµος, όπως αναφέρει κάπου ο παπα-Μόδεστος, µοιάζει µε «φάρο στην πορεία των Ελλήνων. Μοιάζει µε το Εικοσιένα» (1984α: 313). Η αφοσίωση αυτή δείχνει να πηγάζει από τα διδάγµατα και τις αρχές του παρελθόντος. Ωστόσο, η χώρα είναι σε κατάσταση άµυνας και στοχεύει να διασώσει ό,τι µπορεί από την καταστροφή. Ο παπα-Μόδεστος, που εκπροσωπεί τις αρχές και το µέτρο στο µυθιστόρηµα, αναγνωρίζει κάπου ότι η Μεγάλη Ιδέα που ήξεραν δεν υπάρχει πια και για το λόγο αυτό, όπως χαρακτηριστικά λέει, «πρέπει να τη βγάλουµε πέρα για ν’ αρχίσουµε µια καινούργια Μεγάλη Ιδέα […] Θα κοιτάξουµε να φτιάξουµε τη Μεγάλη Ιδέα της ψυχής και του νου» (1984α: 314, 315).
Η ανθελληνική στάση δεν επανέρχεται. Ωστόσο, και στο σηµείο αυτό ασκεί την κριτική του ο συγγραφέας, αµφισβητείται έντονα και µε πικρία η παρούσα κατάσταση του Εµφυλίου Πολέµου: «Αυτοί ήταν οι Έλληνες; Αυτός ήταν ο λαός που είχε θαυµάσει, ο λαός που τον είχε συνεπάρει, τον είχε αναστήσει και τον είχε κάµει άντρα; Γι’ αυτό το λαό που αλληλοσκοτωνόταν µε µίσος και µε µπαµπεσιά, την ώρα που τον πατούσαν και τον σκότωναν οι ξένοι, γι’ αυτό το λόγο είχε απαρνηθεί την άνετη ∆ύση και το φωτεινό Παρίσι;» (1984β, Α: 86). Ωριµότερες τοποθετήσεις περί ελληνικής ταυτότητας εντοπίζουµε καθώς η αφήγηση εξελίσσεται και προπαντός µετά την εµπειρία του εµφυλίου πολέµου, όπως, π.χ., αυτή του Αυγέρου Στουρνάρη:
«Είµαστε την ίδια ώρα παρθενώνας και κουµάσι, την ίδια ώρα ήλιος χρυσός και µαύρη λάσπη» (1984 β, Α: 174).
Η µεταµόρφωση αυτή σχετίζεται και µε την παρουσία της ποίησης στην τριλογία, που γνωρίζει κι αυτή, όπως και ο πρωταγωνιστής της, µία ανάλογη «µεταµόρφωση». Η προµετωπίδα της ποιητικής συλλογής του Νικήτα, «Είµαι η Αυτοκρατορία στο τέλος της παρακµής», ο στίχος του Βερλαίν, αποδίδει µια «εκλεπτυσµένη αρχοντιά στο τελευταίο σκαλοπάτι της παρακµής» (1984α: 16), όπως αναφέρεται, που δικαιολογεί το χαρακτηρισµό του ποιητή ως «του δηλητηρίου και του ξεπεσµού» (1984α: 21). Ωστόσο, θα δούµε ότι καθώς η αφήγηση προχωράει οι ποιητικές αναφορές δεν είναι πλέον του ίδιους ύφους, της ίδιας ιδεολογίας. Ποιητές που συνδέθηκαν µε τη Μεγάλη Ιδέα του εθνικού επεκτατισµού, όπως ο Βαλαωρίτης και ο Παλαµάς, ή ποιητές που, όπως κι ο Νικήτας, εξύµνησαν την οµορφιά και την ελευθερία της ηπειρωτικής γης, όπως ο Κρυστάλλης (1984β, Α: 214-215), είναι δείγµατα της ποιητικής «µεταµόρφωσης» του Νικήτα. Για παράδειγµα, οι στίχοι «Χτυπάτε, πολεµάρχοι!… / Απ’ άκρη σ’ άκρη χαλασµός. Κρεµούν τον Πατριάρχη!» (1984α: 367) είναι από το ποίηµα «Ο ανδριάς του αοιδίµου Γρηγορίου του Ε΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» (1872) του Βαλαωρίτη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα µεταγενέστερο ποίηµα του Νικήτα, που σε καµία περίπτωση δε θυµίζει το Βερλαίν αλλά όντας στα ελληνικά και σε ιαµβικό δεκαπεντασύλλαβο αναβιώνει την άλωση της Κωνσταντινούπολης στο ύφος θα λέγαµε της Φλογέρας του βασιλιά του Παλαµά:
[…]
Έτσι κι εψές επρόσµενα να γίνει πια το θαύµα,
να µη βρεθεί Κερκόπορτα, ή κι αν βρεθεί να κλείσει.
Μ’ αλί και τρισαλίµονο, πάλι ανοιχτή τη βρήκα!
θάναι παντού Κερκόπορτες, σε ολονών τα τείχη,
αφού ήταν σ’ όσα έχτισες µ’ ασβέστη την ψυχή σου,
Αυθέντα µου Αυτοκράτορα, ίσκιωµα του Βοσπόρου!
(1984β, Α: 21)
Η Κερκόπορτα, η µικρή πόρτα στο παλάτι του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου, που η µισή ήταν κάτω από το επίπεδο του εδάφους και κατά την παράδοση, από αυτήν εισήλθαν (πιθανόν από εσωτερική προδοσία) στην Πόλη λίγοι γενίτσαροι κατά την µεγάλη έφοδο στις 29 Μαΐου 1453, διασπώντας έτσι την άµυνα των πολιορκούµενων και προκαλώντας την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, γίνεται στο ποίηµα του Νικήτα σύµβολο εθνικής προδοσίας. Μάλιστα το ίδιο ποίηµα σχολιάζεται στο τρίτο µυθιστόρηµα από τον γιο του Νικήτα, τον Αλέξη, και γνωρίζει την αµφισβήτηση και την κριτική (1980: 132-134), στοιχείο που αποστασιοποιεί ιδεολογικά τη νεότερη γενιά από την παλιά: «Άδικος γινόταν τώρα ο Αλέξης. Πολύ άδικος. Εξοργιστικά άδικος. Ο πατέρας του είχε πολεµήσει και µατώσει µπροστά σε ανοιγµένες Κερκόπορτες. Και το ‘χε κάµει για να ζήσει ο Αλέξης κι η γενιά του, για να επιζήσουν µερικές ωραίες ιδέες!…» (1980: 134).
Το µυθιστόρηµα, σε ύφος πατριωτικό, µάχεται την εθνοτική διχόνοια είτε αυτή προκαλείται από τους ξένους κατακτητές (όπως στην περίπτωση της «Ρωµαϊκής Λεγεώνας», που θα δούµε αµέσως) είτε από τους ίδιους τους Έλληνες (µε ειδική αναφορά στην αριστερή ιδεολογία). Ως προς την πρώτη περίπτωση γνωρίζουµε ότι ο Αβέρωφ υπήρξε επικεφαλής αντιστασιακής οργάνωσης (της Φιλικής Εταιρείας, από κοινού µε τον Ν. Ράπτη) στις αποσχιστικές απόπειρες δηµιουργίας «Βλαχικού κράτους» στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Ως προς τη δεύτερη περίπτωση ξέρουµε ότι ο Αβέρωφ ξεκίνησε την πολιτική σταδιοδροµία του στο φιλελεύθερο χώρο (στο πλευρό του Σοφοκλή Βενιζέλου) και υπήρξε σηµαντικό στέλεχος του Κόµµατος των Φιλελευθέρων µέχρι την ένταξή του το 1956 στην ΕΡΕ και την ανάδειξή του σε έναν από τους βασικούς συνεργάτες του Κωνσταντίνου Καραµανλή. Ως προς τη σχέση του µε την Αριστερά ο Αβέρωφ έχει µία µόνιµη δυσπιστία ανήκοντας πάντοτε στη συντηρητική πτέρυγα των Φιλελευθέρων. Στη σχετική δήλωσή του µε την οποία ανακοίνωνε τη συµµετοχή του στην ΕΡΕ ανέφερε ακριβώς ότι το νέο κόµµα θα εξέφραζε τις αρχές του «εθνικόφρονος Κέντρου» και, σχετικά µε το θέµα µας, διαφωνούσε µε τη διαφαινόµενη εκλογική συνεργασία των κοµµάτων του Κέντρου µε την Ε∆Α (Χατζηβασιλείου 2000: 48).
Στην πρώτη περίπτωση η ιταλική προπαγάνδα µιλούσε για την παρουσία του κουτσοβλάχικου πληθυσµού και ζητούσε τη δηµιουργία αυτόνοµου κράτους (Παπαγιάννης 2004). Η προπαγάνδα αυτή πήρε µεγαλύτερες διαστάσεις χάρη στη δράση του περιβόητου Αλκιβιάδη ∆ιαµάντη, δικηγόρου από τη Σαµαρίνα, φιλοϊταλού, που συσπείρωσε γύρω του ηγετικά στελέχη και ίδρυσε σε συνεργασία µε τους Ιταλούς τη «Ρωµαϊκή Λεγεώνα», γνωστή ως Πέµπτη Φάλαγγα. Στόχος του ήταν η δηµιουργία του Πριγκιπάτου της Πίνδου. Οι διακηρύξεις του ∆ιαµάντη αλλά κυρίως η προσµονή άµεσων υλικών οφεληµάτων ξεσήκωσαν µία µικρή µερίδα βλαχόφωνων των Γρεβενών, οι οποίοι έσπευσαν να τον ακολουθήσουν δηλώνοντας νοµιµοφροσύνη στο υς Ιταλούς κατακτητές. Η στάση όµως που τήρησε το σύνολο σχεδόν των Βλάχων παραµένοντας πιστό στην Ελλάδα, παρά τις πιέσεις που δέχονταν από τους λεγεωνάριους, δεν επέτρεψε να πάρει µεγάλες διαστάσεις το θέµα στη Μακεδονία (Mazower 2004: 56). Ωστόσο, οι Βλάχοι ήταν σε µεγάλο βαθµό εξελληνισµένοι και όπως αναφέρει ο Mazower, «οι Έλληνες της Ηπείρου ήταν αφοσιωµένοι εθνικιστές και η περιοχή αποτελούσε προπύργιο του Ε∆ΕΣ, µιας αντιστασιακής οργάνωσης µε αλυτρωτικές και µοναρχικές τάσεις. Τα γεγονότα του 1944-1945, τα οποία ακόµη και σήµερα αποσιωπούνται στην Ελλάδα, έδειξαν πως ο Ε∆ΕΣ εφάρµοσε τις ιδέες του (οι οποίες σίγουρα αντανακλούσαν αρκετά πιστά τις ιδέες του ντόπιου ελληνικού αγροτικού πληθυσµού) περί συλλογικής εθνοτικής δικαιοσύνης» (2004: 34).
Σε αυτά τα πλαίσια το µυθιστόρηµα κατακρίνει τους βλαχόφω\νους που συσπειρώθηκαν γύρω από τον ∆ιαµάντη. Ωστόσο, η αφήγηση εξηγεί τους λόγους που η κίνηση αυτή δεν µπορούσε παρά να µην έχει επιτυχία και ο κύριος λόγος ήταν ότι οι Βλάχοι ήταν εξελληνισµένοι. Ο τρόπος παρουσίασης των Βλάχων ως προς το θέµα αυτό είναι ως προς τη στάση αυτή πολύ επιφυλακτικός. Η σκηνή του γλεντιού των Βλάχων υποστηρικτών της Ρωµαϊκής Λεγεώνας είναι σχεδόν αποκρουστική, µοιάζει µε ρωµαϊκό όργιο (1984α: 286-290). ∆ιαφαίνεται µάλιστα και το στοιχείο της προδοσίας: «Μεταξύ µας, µωρέ Νίκο. ∆εν είµαστε [Έλληνες]; Ε, ας πούµε για χατίρι της µάνας Ρώµης πως είµαστε και λιγάκι µπασταρδοέλληνες» λέει ο Ροποτίκας (1984α:293). Έντονο επίσης είναι και το στοιχείο της αλαζονείας και της εξουσιοµανίας: «Νίκο Μανούση, αυριανέ πρωθυπουργέ, αυριανέ πανίσχυρε δικτάτορα, κυβέρνα άφοβος και τράβα µπρος!» (1984α: 306). Ωστόσο, δεν παρουσιάζεται µόνο αυτή η εικόνα για τους Βλάχους. Το µυθιστόρηµα αναδεικνύει και την πίεση που δέχτηκε µεγάλη µερίδα ανθρώπων στο να αναγνωρίσουν τη «Ρωµαϊκή Λεγεώνα» όπως και γιατί οι περισσότεροι αντιστάθηκαν. Η συζήτηση των αδελφών Μανούση είναι χαρακτηριστική ως προς αυτή την άρνηση. Ο Νίκος αναφέρει ότι οι Βλάχοι δεν έχουν µεταξύ τους αίσθηµα αλληλεγγύης κι ότι οι περισσότεροι δε µιλούν καν βλάχικα στα σπίτια τους (1984α: 41). Επίσης, ότι δεν υπήρξε ποτέ συνείδηση βλαχισµού κι αν υπήρξε, δηµιουργήθηκε χάρη στη ρουµανική προπαγάνδα. Η γλώσσα χαρακτηρίζεται ως «φτωχή διάλεκτος» που δε θα µπορούσε να παίξει κανένα ρόλο. Τέλος, η ιντελιγκέντσια των Κουτσοβλάχων ήταν ανέκαθεν και είναι πάντα ελληνική και στη γλώσσα και στο αίσθηµα (1984α: 42).
Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, το κοµµουνιστικό στοιχείο παρουσιάζεται µε κάποια προκατάληψη. Χαρακτηριστικό στοιχείο, π.χ., είναι η µορφή του Νότη, ο οποίος εγκατέλειψε τη Φρόσω: «Άνθρωπος λοιπόν που δέχεται πως η διαταγή του Κόµµατος πρέπει να νικάει κι αγάπη και φίλτρο πατρικό και όλα δεν είναι άνθρωπος µε τον οποίο θα µπορούσα εγώ να ξανασµίξω ποτέ» (1984α: 64). Γενικότερα οι κοµµουνιστές παριστάνονται ως σκληροί και αδίσταχτοι άνθρωποι (1984α: 344) και συµβιβάζονται χάρη στην ιδεολογία και τους στόχους: «όλα υπάρχουν µόνο αν συµβιβάζονται µε το σκοπό» (1984α: 348). Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Νικήτα ως προς τη συµµετοχή των κοµµουνιστών στον πόλεµο: «θα φτιάνατε µαζί µας µέτωπο αν η Ρωσία δεν πολεµούσε σήµερα µε τον Άξονα;» (1984α: 351). Περί του ΕΑΜ δηλωτική είναι η ακόλουθη τοποθέτηση: «Όσοι ήταν απ’ τη φτιασιά τους φθονεροί µπήκαν όλοι στο ΕΑΜ, κι όσο πιο φθονεροί κι ανίκανοι ήταν, τόσο πιο δραστήριοι και σκληροί έγιναν» (1984β, Α: 150). Μάλιστα συµπεράσµατα περί της αριστερής ιδεολογίας κάνουν συχνότερα την εµφάνισή τους στο τρίτο µυθιστόρηµα:
«∆εν υπήρχε πια γι’ αυτόν κοµµουνισµός. Υπήρχε στα βιβλία, στις ωραίες φυλλάδες. Στην πράξη, υπήρχαν συµφέροντα κρατών, υπήρχε µια καινούργια τάξη που καταπίεζε κι’ απολάµβανε εκείνη, και υπήρχαν δίπλα της είτε οι ξεγελασµένοι που περίµεναν το θαύµα της επιστήµης και της ισότητας, είτε οι άνθρωποι που απ’ τη φτιασιά τους δεν πίστευαν, µα µισούσαν» (1980: 79).
Το τρίτο µυθιστόρηµα παρουσιάζει την ιδεολογική απόκλιση της νέας γενιάς σε σχέση µε την προηγούµενη. Στο έκτο κεφάλαιο σχολιάζεται ο πολιτικός φόνος του βουλευτή Λαµπράκη στη Θεσσαλονίκη που συνεπάγεται µια ιδεολογική σύγχυση. Ο Αντώνης, προσπαθώντας να ταρακουνήσει ιδεολογικά τον 26χρονο Αλέξη, αναφέρει: «Σκότωσαν τη µητέρα σου, είπε στο τέλος, σκότωσαν δεκάδες χιλιάδες άλλους αθώους, τους σκότωσαν τις πιο πολλές φορές προγραµµατισµένα, κι εµείς είπαµε να ξεχάσουµε. Τώρα σκοτώθηκε ένας δικός τους. Εγώ λέω κατά τύχη, άλλοι λένε προγραµµατισµένα, αλλά, µία φορά, µόνο ένας δικός τους σκοτώθηκε. Ε λοιπόν, να µε θυµάσαι! Έτσι που την ξεκινούν τη δουλειά, σε λίγο αυτόν τον ένα, το βουλευτή Λαµπράκη, θα τον σηκώσουν ψηλά χιλιάδες οργανωµένα χέρια, και το φέρετρό του θα σκιάσει βαριά όλη την Ελλάδα, θα κάµει να µη φαίνονται πια χιλιάδες τάφοι αθώων, θα κάµει…» (1980: 231).
Ο Νικήτας είναι ο κύριος εκφραστής µιας πιο έγκυρης πολιτικής άποψης και συχνά τα συµπεράσµατά του συνδέονται µε ζητήµατα εξωτερικής πολιτικής. Όταν, για παράδειγµα, η Μάρα εκφράζει µια συναισθηµατική περισσότερο εξήγηση της µετά τον πόλεµο απογοήτευσης («Μπορεί να ‘ναι αυτή η αφόρητη σκλαβιά, µπορεί να ‘ναι πως ύστερα από µια στρωµένη και πεζή ζωή ζήσαµε το τρελό µεθύσι της Αλβανίας και µετά ξεµεθύσαµε απότοµα και άσχηµα, µπορεί να µας επηρεάζει το αβέβαιο αύριο…») (1984β, Α: 151), ο Νικήτας αναπτύσσει µια τοποθέτηση που εξηγεί ότι άσκησε τη δική της επίδραση η αδυναµία της Ευρώπης, η γρήγορη υποδούλωσή της, µε αναφορές στην πολιτική της Ρωσίας («όπου έλεγαν πως βασίλευε η ισότητα […] στάθηκε µόνο και µόνο επειδή ήρθαν ποτάµια βοήθειας από την Αµερική, της χώρα της κεφαλαιοκρατίας και της ανισότητας») (1984β, Α: 151).
Αναφορές γίνονται στη Γαλλία («χάµω µέσα σε λίγες µέρες»), στο Βέλγιο και την Ολλανδία («χάνονται σε λίγες ώρες»).
Συµπερασµατικά, η λογοτεχνική «γη» του Αβέρωφ είναι πολιτικοποιηµένη, σύµφωνη µε την ιδεολογία του πολιτικού. Η τριλογία, µε χαρακτήρα ιστορικό και µε έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, συµπληρώνει τον επιστηµονικό, δοκιµιακό και πολιτικό λόγο του συγγραφέα. Η επικοινωνία µε τη γη, «η φωνή της γης», παρουσιάζει οµοιότητες µε το Σολωµό και το Σικελιανό, στοιχείο που διαµορφώνει το σύστηµα αξιών του µυθιστορήµατος που, όπως αποδείχθηκε, συνδυάζει την ταπεινότητα και την ανάγκη για ελευθερία. Το µυθιστόρηµα «µάχεται» ό,τι δεν υπερασπίζεται τη γη και τα µεγάλα ιδανικά της και προπαντός την ξενική προπαγάνδα και αυτούς που ο συγγραφέας θεωρεί ότι συµβιβάζονται χάρη στην ιδεολογία και τους στόχους. Από τις πιο όµορφες στιγµές της τριλογίας είναι οι περιγραφές των φυσικών τοπίων και η ανάδειξη του µεγαλείου της γης και η ανάδειξη του προσωπικού στοιχείου µέσα από το ιστορικό γεγονός. Η µυθιστορηµατική κατάθεση του Αβέρωφ αναδεικνύει ισόρροπα τον άνθρωπο και το γεγονός και διδάσκει ότι η µέγιστη και πιο σταθερή αξία είναι το άκουσµα της «φωνής της γης».
Βιβλιογραφία
Mazower, M., επ., Μετά τον πόλεµο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004, α’ δηµ. 2003.
Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ε., Γη δελφύς, Εστία, Αθήνα, 1980, α’ δηµ. 1968.
Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ε, Γη της οδύνης, 2 τόµοι, Εστία, Αθήνα, 1984β, Α & Β, α’ δηµ. 1966.
Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ε., Η Φωνή της γης, Εστία, Αθήνα, 1984α, α’ δηµ. 1964.
Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ε., Φωτιά και τσεκούρι: Ελλάς, 1946-1949 και τα προηγηθέντα, Εστία, Αθήνα, 1996, α’ δηµ. 1948.
Αποστολίδης, Ρ., Κριτική του Μεσοπολέµου, Αθήνα, 1962, σ. 153-160.
Αργυρίου, Α., «Εισαγωγή», στο: Καρβέλης, Τ., Κοτζιάς, Α., Μηλιώνης, Χ., Στεργιόπουλος, Κ., Τσακνιάς, Σ. επ., Η µεταπολεµική πεζογραφία: Από τον πόλεµο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. 1 (8 τόµοι), Σοκόλης, Αθήνα, 1988.
Αργυρίου, Α., Ζήρας, Α., Κοτζιάς, Α. και Κουλουφάκος, Κ., «Μεταπολεµική πεζογραφία», ∆ιαβάζω, τ. 5-6, 1976-1977, σ. 62-83.
Παπαγιάννης, Σ., Τα παιδιά της λύκαινας. Οι επίγονοι της 5ης Ρωµαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της Κατοχής 1941-1944, Σοκόλης-Κουλεδάκης, Αθήνα, 2004.
Σικελιανός, Α., Λυρικός βίος Α’, επ. Γ. Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα, 1965, α’ δηµ. 1946.
Σολωµός, ∆., Άπαντα. Τόµος πρώτος. Ποιήµατα, επ. Λ. Πολίτης, Ίκαρος, Αθήνα, 1986, α’ δηµ. 1948.
Χατζηβασιλείου, Ε., εκδ., Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας (1908-1990), Ίδρυµα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Αθήνα, 2000.