Γράφει ο Δημοσθένης Δαββέτας, Καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης ,ποιητής, εικαστικός, γεωπολιτιστικός αναλυτής
Ήμουν γύρω στα 28 μου . Ζούσα στο Παρίσι κι εργαζόμουν για την Γαλλική εφημερίδα Liberation. Αν και δεν είχα πολλά χιλιόμετρα δουλειάς ως αρθρογράφος σε ζητήματα πολιτισμού, εν τούτοις είχα ήδη αποκτήσει κάποιους καλούς φίλους στον χώρο της τεχνης . Ένας από αυτούς ήταν κι ο graveur του Πικασσο ,δηλαδή αυτός με τον οποίο ο Πικασσο συνεργαζόταν για 25 συναπτά έτη, για να φτιάξει τα χαρακτικά του, ο Αλντο Γκρομαλανκ.
Ήταν ένας συμπαθής ψιλολιγνος Βέλγος που ζούσε με την γυναίκα και την κόρη του πλέον μόνιμα στην πόλη του φωτός. Ήταν πασίγνωστος στους εικαστικούς τοτε κύκλους για την υψηλή ποιότητα της δουλειάς του. Γνωριζόμαστε μεταξύ μας αρκετά καλά καθότι ο Αλντο ενδιαφερόταν πολύ για την αρθρογραφία μου στην εφημερίδα και μου έκανε συχνά σχόλια.
Ένα μεσημέρι μου τηλεφώνησε και με κάλεσε το επόμενο βράδυ στο σπίτι του να δειπνήσουμε. Μου είπε δε οτι εκτός από την οικογένεια του θα παρευρισκοντουσαν και δύο ακόμη πρόσωπα δίχως να μου αναφέρει τα ονόματα τους.Το δέχτηκα με ευχαρίστηση. Άλλωστε τι πιο ποιοτικό για έναν νέο άνθρωπο, που θέλει να μάθει από την πηγή των μεγάλων του πολιτισμού ,από το να περνά κάποιες ώρες μαζί τους, να παρατηρεί ,ν’αναλυει κι έτσι να βαδίζει ενδεχομένως τον δρόμο της μάθησης;
Έτσι έγινε και μ’ εμενα. Πήγα στον δείπνο. Έφτασα στην ώρα μου ,χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε η Πατ ,η γυναίκα του Αλντο. Με οδήγησε στην αίθουσα που θα τρώγαμε ,ενα ευρύχωρο σαλόνι, όπου ενα μακρόστενο τραπέζι καλοοργανωμενο με τα σερβίτσια του , μας περίμενε για το βραδυνό φαγητό. Αρχικά ήμασταν οι τέσσερις, εγώ το ζεύγος Γκρομαλανκ κι η κόρη τους. Μέχρι να ‘ρθουν κι οι άλλοι δύο καλεσμένοι Καθίσαμε στον άνετο καναπέ κι απολαμβάναμε ένα ωραίο απεριτιβ, αν θυμάμαι καλά ήταν γαλλική σαμπάνια, με συνοδεία τυριού και κρακερς. Και βέβαια συζητούσαμε ,για τι αλλο παρα για τέχνη και πιο ειδικά μας αφηγείτο ο Αλντο το πόσο εντυπωσιακά ενεργητικός, δύστροπα απαιτητικός αλλά συνάμα απρόβλεπτα φιλικός κι ανθρώπινος ,ήταν ο Πικασσο στις συνεργασίες του. Τότε ακούστηκε το πρώτο χτύπημα κουδουνιού εξώπορτας κι η Πατ πήγε ν’ ανοιξει.
Ο πρώτος από τους δύο αναμενόμενος καλεσμένους έκανε την εμφάνιση του. Σηκώθηκα κι εγώ όπως οι υπόλοιποι για την υποδοχή και μόλις τον αντίκρισα έμεινα ομολογώ γοητευτικά σαστισμένος . Ήταν ο Τζασπερ Τζόουνς. Ο μεγάλος Αμερικανός εικαστικός ,που μαζί με τους Ραουσεμπεργκ και τον Τουομπλυ ,αποτελούσαν την πρώτη τριάδα των μεγάλων Αμερικανών ζωγράφων ,αμέσως μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο κι αμέσως μετά το σπουδαίο κίνημα του Αφηρημένου εξπρεσιονισμου (Πολοκ,Ροθκο, Ντεκουνιν ,Νιουμαν) πουχε κυριαρχήσει τότε στην Αμερικανική τέχνη. Ψηλός ,τζέντλεμαν, κομψός κι ευγενής ο Τζασπερ Τζόουνς ,αφού μας χαιρέτησε όλους κάθησε στην παρέα μας. Αν και φάνηκε εξ αρχής , τυπικός και λίγο αποστασιοποιημένος εν τούτοις στην πορεία ήταν φιλικοτατος και καλωσυνατος. Δεν προλάβαμε να μιλήσουμε πολύ για την επερχόμενη και πολυαναμενόμενη έκθεση του στην ιστορική γκαλερί Καστέλι στην Νέα Υόρκη( μας μιλούσε για την νέα σειρά έργων του που θα παρουσίαζε) και το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε εκ νέου .
Η Πατ άνοιξε πάλι την πόρτα και εμφανίστηκε ο δεύτερος που αναμενόταν καλεσμένος. Έμεινα κυριολεκτικά δίχως φωνή. Μπροστά μου βρισκόταν ο ΜΕΓΑΛΟΣ Φράνσις Μπέικον.
Οχι οτι ο Τζασπερ Τζόουνς δεν ήταν ένας τεράστιος καλλιτέχνης αλλά ο Μπέικον ήταν συνάμα κι ένας θρύλος. Διάφορες φοβερές ιστορίες συνόδευαν το όνομα και την ζωή του. Ήταν όπως στις φωτογραφίες ,κυρίως μέτριου ύψους ,με μακρύ πρόσωπο όπως τα αυτοπορτρετα του που γνωρίζουμε , φορούσε απλά καθημερινά ως ατημελητα ρουχα και βέβαια ηταν με ενα μπουκαλάκι ουίσκι που κάθε τόσο έβγαζε από την τσέπη του για να τραβήξει μια ρουφηξιά. Αλληλοχαιρετηθηκαμε ,αυτός λίγο βαριεστημένα και κάθησε ανάμεσα μας . Μετά κάποιες τυπικές κουβέντες περάσαμε στο τραπέζι για φαΐ.
Εκεί κι ενώ όλα έδειχναν ήρεμα μια ξαφνική ερώτηση του Αλντο στον Τζασπερ Τζόουνς άλλαξε το κλίμα. : Πως δούλεψες αυτήν την νέα σου έκθεση Τζασπερ; Απάντησε αυτός:ως συνήθως. Πρώτα σκέφτομαι τα πάντα, έχω δηλαδή τοποθετήσει καθετί ,πριν φτάσει στον πίνακα ,στο μυαλό μου κι έπειτα φτιάχνω το έργο. Η τελική εκτέλεση του στην ζωγραφική επιφάνεια είναι απλά μια τυπική διαδικασία όπου το χέρι υπακούει εφαρμόζοντας ο,τι του λέει ο νους.” Μια εννοιολογική θάλεγε κανείς σήμερα δημιουργική πορεία. Κι εκεί που περίμενα με μεγάλο ενδιαφέρον την συνέχεια ακούγεται η βραχνή και σκληρή φωνή του Φράνσις Μπέικον. Απευθύνεται στον Τζασπεφ Τζόουνς και με επιθετικό ύφος του λέει : Δεν με εκπλήσσει ο,τι λες. Μάλιστα θαλεγα οτι επιβεβαιώνει το πόσο ασήμαντος καλλιτέχνης είσαι. Κεραυνός στο δωμάτιο. Κρυα ατμόσφαιρα, παγωμάρα. Προς στιγμήν σιωπή. Εγώ ταχω χάσει δεν περίμενα να πέσω στην ζωή μου ποτέ σε γιχαντομαχία. Μόνο στην ελληνική μυθολογία διάβαζα για συγκρούσεις Τιτάνων,γιγάντων κλπ. Να όμως που κάτι τέτοιο συνέβαινε μπροστά μου.
Ευτυχώς που ήρθε η φωνή της Πατ για ν’απαλυνει την ατμόσφαιρα. ” Θέλετε κόκκινο η λευκό κρασί;”. Ο Τζόουνς όμως με μια τερατώδη ψυχραιμία λέει στον Μπέικον: Για πες μας εσυ Φράνσις την δικιά σου λοιπόν ιστορία. Κι αυτός λέει τα εξ6ης: ” Συνήθως περπατάω στην νύχτα. Τότε ζω καλύτερα. Κι εκεί που επι ώρες σεργιαννω ξαφνικά βλέπω στο βάθος λίγο πιο μακριά μου μια πυγολαμπιδα με το ωραίο μυστήριο φώς της. Πλησιάζω λοιπόν και την αρπάζω με μεγάλη χαρά. Μετά από λίγο ανοιχω την χουφτα μου για νσ την δω και δεν υπαρχει. Δεν εχω τιποτα. Μενω εκπληκτος. Κοιτω γυρω μου στην νυχτσ και βλεπω κι αλλεε πυγολαμπιδες. Τρεχω κατα πσνω υους και τις αρπάζω μια καθε φορα. Να ομως που μετσ απο κάθε τετοια αρπαγή κοιτω παντα την παλάμη μου κι ειναι άδεια. Τοσες προσπαθειες ,γεματες παθος για ναχω στα χερια μου αυτα τα φωτακια και καμμια δεν απεδωσε. Που πηγαν οι πυγολαμπιδες που επιασα; Κουρασμένος απο την προσπάθειά μου γυριζω προς τα πισω κι επιστρεφω σπιτι μου. Και τι βλεπω; Καθε φορα που προσπαθουσα αποτυχημενα να πιασω την πυγολαμπιδα ,καθε φορα ξαναλεω γεννιοταν κι ενας νεος μου πινακας. Η προσπαθεια μου οδηγουσρ στην δημιουργία ενος ζωγραφικου εργου. Η αποτυχια μου γινοταν δημιουργια”. Για λιγο μειναμε ολοι σιωπηλοι. Και συνεχισαμε ολοι νσ τρωμε χωρίς κανενα σχολιο. Σκοταδι και δημιουργικη αποτυχια οδηγουσαν στο φως. Να ποιο ηταν λοιπον το τριπτυχο επιτυψιαε του τεράστιου καλλιτεχνη Φρανσις Μπέικον. Αλλωστε απο την νεανικη του ηλικια φανηκε οτι πορευοταν τον δρομο συτου του προαναφερθεντος τριπτυχου.
Γεννηθηκε στο Δουβλινο στις 28 οκτωβριου του 1909 απο Βρετανους γονεις. Ηταν το δευτερο παιδι ,αναμεσα σε τρια αγορια κι ενα κοριτσι, του ταγματαρχη του βρετανικού στρατού Αντονι Μορτιμερ και της κατα εξκοσι χρονια νεοτερης συζυγου του Κριστινσ Γουινφρεντ. Ο νεαρος Φρανσις ηρθε γρηγορα αντιπαράθεση με τον σκληρο συταρχισμο του πατερα του ,ο οποιος μαστιγωνε τα παιδια του για να τα συνετισει. Ο ασθενικος Μπέικον ( απογονος του σπουδαίου φιλοσοφου Μπέικον),ο οποιος ειχε απο μικρος ασθμα δεν άντεχε την “διδακτικη” βια του πατερσ του ,ο οποιος μαλιστα εγινε ακομη χειροτερος οταν τσάκωσε τον γυιο του να προβαρει στον καθρέφτη τα εσώρουχα της μητέρας του. “Είχα ερωτική έλξη προς τον πατέρα μου παρ’ολ’αυτα” θα πει αργότερα σε μια συνέντευξη του ο εικαστικός στην συνέχεια Μπέικον. Συνεχίζοντας:”γι’αυτο και κοιμήθηκα με τους εργάτες και τους ιπποκομους του σταβλου που είχε ο πατέρας μου”.
Όλες αυτές οι βίαιες αναμνήσεις κι επιθυμίες των παιδικών του χρόνων έθρεψαν τους ζωγραφικού
ς του πίνακες. Κοιτούσε στον καθρέφτη κι ανακάλυπτε οτι ο εφιάλτης του ήταν η σκιά του εαυτού του. Μια άλλη τραυματική του εμπειρία ήταν όταν η νταντά του που τον φρόντιζε στην τρυφερή του ηλικία τον κλείδωνε ατελείωτες ώρες σ’ενα ντουλάπι ,ώστε ελεύθερη να κάνει σεξ με τον φίλο της. Ο νεαρός, κλεισμένος στο σκοτάδι άκουγε τις σεξουαλικές τους κραυγές. Γι’αυτό κι οι μορφές στους πίνακες του είναι ουσιαστικά αυτοπορτρετα του όπου η ηδονή ,ο πόνος,η βία κι η κραυγή είναι σημαντικά χαρακτηριστικά. Ακόμη κι όταν ζωγράφιζε τον Πάπα παραμορφωμένο, κατά βάθος τον εαυτό του ζωγράφιζε παραμορφωμένο από την καθολική αυστηρότητα της αγωγής που δέχτηκε.
Ξεκίνησε στο Παρίσι ως ντιζαινερ επίπλων. Όμως μια έκθεση του Πικασσο και ο πίνακας ” η σφαγή των αθωων” του Πουσεν τον έστρεψαν στην ζωγραφική. Ζούσε πλέον ζωγραφίζοντας. Δύο θυελλώδεις σχέσεις του είχαν άσχημο τέλος.Η μια με τον πιλότο της RAF Πητερ Λεισι κι η άλλη με τον μικροαπατεωνα Τζορτζ Νταιερ, με τον οποίο γνωρίστηκε οταν μπήκε σπίτι του για να τον κλέψει. Κι οι δυο ερωμένοι του αυτοκτόνησαν. Κάθε όμως θλιβερό βίωμα του το έκανε ζωγραφική. Το “triptych” του του 1973 είναι εμπνευσμένο από τις τελευταίες στιγμές του Νταιερ. Παρά τα τρελλά ξενύχτια,το αλκοόλ και γενικά τον εκλυτο βιο του ο Μπέικον δεν ζωγράφιζε ποτέ πιωμενος. Έπιανε πάντα το πρωί το πινέλο του με καθαρό μυαλό. Η μόνη εξσιρεση ειναι το εργο του hangover, μια σπουδή με φιγούρες της σταύρωσης όπου ήταν φουλ μεθυσμένος ,όπως ο ίδιος εξομολογήθηκε. Αυτό που ήταν η βασική ως το τέλος εμμονή του ήταν η σάρκα . Γι’αυτό άλλωστε στα έργα του βλεπουμε πολύ κρέας λες κι είμαστε σε κρεοπωλείο. Ταυτιζε τα σφαγμένα ζώα με την σεξουαλική επαφή. Έζησε μ’ ακροτητα ,ερωτεύτηκε, πσθιαστηκε,έζησε σκηνές άγριας βίαιης ζηλοτυπιας με τους εραστές του, κοντολογίς έπαιξε στην ζωή με ορμή όπως έπαιζε και στην ρουλέτα.
Όπως μου είπε ο Ντέιβιντ Συλβεστερ εν’απογευμα στο Λονδίνο όπου πίναμε τον καφέ μας συντροφιά με τον σπουδαίο διοργανωτή εκθέσεων Χαραλντ Ζεμαν, ο Μπέικον δεν έπαιζε για να παίζει αλλά για να κερδίσει. Ένοιωθε παίζοντας ρουλέτα την ίδια διέγερση που ένοιωθε ερωτικά. Αυτή η ασταμάτητη μέθη για ζωή έκρυβε φόβο θανάτου και γηρατειών. Όταν τον ρώτησε πως ήθελε να πεθάνει είπε:”γρηγορα”. Και τονισε” ” μόνο όταν ζωγραφίζω νοιώθω νέος. Δεν έχω ηλικια” . Τον ξσναδα αργότερα στο Λονδίνο στο Στούντιο του και θυμήθηκα τα λόγια του :” Ερχόμαστε και φεύγουμε από την ζωή με μια κραυγη”. Μέχρι τέλος στα έργα του υπηρετούσε αυτήν την “κραυγη”. Τα έργα του θα μπορούσα να πω οτι είναι μια αρχιτεκτονική μελέτη του πόνου,της βίας της ηδονής, της εξέγερσης,της οδύνης.